Αφορμή για τον παρόντα αναστοχασμό στάθηκε η διακοπή της συνεργασίας της Δημοτικής Ραδιοφωνίας Λάρισας με τον εθελοντή μουσικό παραγωγό και νομικό Κ. Στ., μετά από σχετική παρέμβαση εκπροσώπων της Ένωσης Αστυνομικών Λάρισας (ΕΝΑΣΤΥΛ), οι οποίοι και διαμαρτυρήθηκαν για το περιεχόμενο και τις δηλώσεις του πρώτου αυτού, κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής με θέμα την αστυνομική βία. Η υπόθεση αυτή (στην οποία για χάρη συντομίας θα αναφερθώ ως υπόθεση ΤτΝ, από τον τίτλο της εν λόγω εκπομπής Τέρμα τα Νάζια) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εστιάζοντας στα επιτρεπτά όρια κριτικής έναντι ενός σώματος που ανήκει στον σκληρό πυρήνα της κρατικής εξουσίας και του νομικού προσώπου του κράτους.
Όπως έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής ΕΔΑΔ) δεν αποτελεί κάθε μορφή οξείας λεκτικής κριτικής έναντι των αστυνομικών αρχών επιτρεπτή άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου, η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΣΔΑ). Για παράδειγμα, στην υπόθεση Janowski κατά Πολωνίας (1999), το ΕΔΑΔ έκρινε ότι δημόσια διατυπωμένοι χαρακτηρισμοί, όπως «βόδια» και «ανόητοι», στους οποίους προέβη ο προσφεύγων αντιδρώντας σε αστυνομική επιχείρηση απομάκρυνσης μικροπωλητών από πλατεία, λόγω του χώρου αλλά και των συνθηκών που συνόδευσαν την εκφορά τους, δεν αποτελούσαν δηλώσεις στο πλαίσιο διεξαγόμενου δημόσιου διαλόγου, αλλά προσβολές της τιμής των αστυνομικών οργάνων. Γι’ αυτόν τον λόγο, η καταδίκη του προσφεύγοντα από την ποινική δικαιοσύνη της Πολωνίας αποτελούσε σύννομη ενέργεια περιορισμού του δικαιώματος στην έκφραση, εξυπηρετώντας τον επιπρόσθετο σκοπό της προστασίας της δημόσιας εμπιστοσύνης στο έργο της αστυνομίας.
Βέβαια, αυτή η στάση του Δικαστηρίου δεν αποτελεί τον κανόνα. Ενδεικτικά, στην υπόθεση Thorgeirson κατά Ισλανδίας (1992), το ΕΔΑΔ δέχθηκε ότι το δημόσιο ενδιαφέρον πληροφόρησης του κοινού για περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας δικαιολογεί ακόμη και την εκφορά κριτικής από δημοσιογράφο στη βάση ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών. Επίσης, στην περίπτωση που ένα πρόσωπο προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις, όπως φαίνεται κατά βάση ότι συνέβη στην υπόθεση ΤτΝ, το ΕΔΑΔ απαιτεί την ύπαρξη μιας κάποιας ιστορικής βάσης που επιβεβαιώνει τους αξιολογικούς ισχυρισμούς. Συγκεκριμένα, αν η αξιολογική κρίση διατυπώνεται εν κενώ, χωρίς δηλαδή να βασίζεται, έστω χαλαρά, σε ένα πλαίσιο γεγονότων (ιστορική βάση) έναντι του οποίου μπορεί να ελεγχθεί σε ένα βαθμό το περιεχόμενό της, τότε ενδέχεται να συνιστά υπέρμετρη κριτική χωρίς έρεισμα και άρα να μην καλύπτεται από την ελευθερία της έκφρασης του Άρθρου 10 ΕΣΔΑ (Jerusalem κατά Αυστρίας, 2001).
Αυτή η ιστορική βάση δεν απαιτείται να είναι επιβεβαιωμένη ως προς την αλήθεια της ούτε κοινά αποδεκτή, καθώς μπορεί –μετά την εκφορά της αξιολογικής κρίσης– να αποδειχθεί ότι θεμελιώθηκε σε ψευδείς ή κατασκευασμένους ή πάντως αναληθείς ισχυρισμούς (όπως έγινε στην υπόθεση Nilsen και Johnsen κατά Νορβηγίας, 1999, αναφορικά με καταγγελίες για αστυνομική βαναυσότητα). Σχετικά δε με την ποιότητα και το περιεχόμενο των αξιολογικών κρίσεων, το ΕΔΑΔ, ειδικά στην πρόσφατη νομολογία του, έχει ακολουθήσει μια αρκετά φιλελεύθερη ανάγνωση του Άρθρου 10. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Terentyev κατά Ρωσίας (2018), το ΕΔΑΔ δέχθηκε ότι αξιολογικές κρίσεις που περιλαμβάνουν «προκλητικές μεταφορές» ή «συναισθηματικές εκκλήσεις με σκοπό την ενεργοποίηση [του κοινού] για την αλλαγή μιας κατάστασης» καλύπτονται, κατ’ αρχήν από το προστατευτικό αποτέλεσμα του Άρθρου 10. Ομοίως, και αξιολογικές κρίσεις που χαρακτηρίζονται από σαρκασμό ή σκεπτικισμό έναντι ορισμένου φορέα, οργάνου ή αρχής.
Στην επίμαχη υπόθεση, το Δικαστήριο αντιμετώπιζε, άλλωστε, ως επίδικο ζήτημα τη συμβατότητα με την ΕΣΔΑ αρκετά ακραίων σχολίων του Savva Terentyev που διατυπώθηκαν δημόσια στο διαδίκτυο (ιστολόγιο) εναντίον της αστυνομίας. Ο προσφεύγων είχε υιοθετήσει βιτριολικούς χαρακτηρισμούς, αναφερόμενος στους αστυνομικούς ως «ακαλλιέργητους» και «τραμπούκους» και υποστηρίζοντας ότι αποτελούν «τους πιο ανόητους και λιγότερο μορφωμένους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου». Στο πλαίσιο της ίδια δήλωσης, ανέφερε ότι στο κέντρο κάθε ρωσικής πόλης θα έπρεπε να υπάρχει ένα φούρνος, όπως στο Άουσβιτς, στον οποίον μία ή δύο φορές την ημέρα να ρίχνονται τελετουργικά οι «άπιστοι αστυνομικοί» προς καύση, με σκοπό την κάθαρση της κοινωνίας από της «βρομιά των τραμπούκων-αστυνομικών».
Αν και παρόμοιες δηλώσεις ενοχλούν κοσμοθεωρητικά και αισθητικά τον συντάκτη του παρόντος, ο οποίος καταδικάζει απροϋπόθετα οποιαδήποτε απόπειρα ευτελισμού ή υποβάθμισης του Ολοκαυτώματος, αλλά και διαφωνεί κάθετα με τον βιτριολικό τόνο των εν λόγω σχολίων, κρίθηκε απαραίτητη η αναφορά τους, με σκοπό να γίνει αντιληπτό μέχρι ποιου σημείο φθάνει η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, στο πλαίσιο του Άρθρου 10 ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με την πάγια θέση του ΕΔΑΔ, «στο Άρθρο 10§2 [περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης] υπάρχει μικρό περιθώριο για περιορισμούς του πολιτικού λόγου ή της συζήτησης σχετικά με ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Αποτελεί συνεπή προσέγγιση του Δικαστηρίου να απαιτεί πολύ ισχυρούς λόγους για να δικαιολογηθούν περιορισμοί ενός τέτοιου διαλόγου, διότι ευρείς περιορισμοί που επιβάλλονται σε ατομικές περιπτώσεις θα επηρεάσουν αναμφίβολα τον σεβασμό της ελευθερίας της έκφρασης στη γενικότητά του εντός του ενδιαφερόμενου κράτους» (Sürek κατά Τουρκίας, Αριθμ. 1 [Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης], 1999, §61∙ Feldek κατά Σλοβακίας, 2001, §83).
Εξάλλου, αποφασιστικής σημασίας είναι και η ισορροπημένη, όπως κρίνει πάγια το Δικαστήριο, άσκηση της κριτικής/εκφορά της αξιολογικής κρίσης (Flux και Samson κατά Μολδαβίας, 2007), κάτι το οποίο συμβαίνει όταν η άποψη δεν εκφράζεται, κατ’ αρχήν, με τρόπο απόλυτο ή όταν δίδεται χώρος για την αντίθετη γνώμη, κάτι το οποίο όπως φαίνεται έγινε στην υπόθεση ΤτΝ (βλ. σχόλια «πράγματι υπάρχουν αστυνομικοί που υπηρετούν και προστατεύουν τον πολίτη» και «φυσικά δεν είναι όλοι οι αστυνομικοί το ίδιο, υπάρχουν και κάποιοι που έχουν τη διάθεση να τηρήσουν το Σύνταγμα και να μην καταστρατηγούν συνεχώς τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών»).
Αναφορικά δε με την απαίτηση ισορροπημένης κριτικής, το Δικαστήριο αξιολογεί με ευρύτητα τις συνθήκες που συνοδεύουν κάθε ατομική περίπτωση. Μάλιστα, η αξιολόγηση του κριτηρίου της ισορροπίας και της αντικειμενικότητας, σύμφωνα με τη γνώμη του ΕΔΑΔ, εξαρτάται σε ένα βαθμό και από το είδος του μέσου διά του οποίου διεξάγεται ο προκείμενος διάλογος. Όπως έκρινε το Δικαστήριο (Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας, 1999) ούτε το ΕΔΑΔ, αλλά ούτε και οι εθνικές αρχές, έχουν το δικαίωμα να υποκαθιστούν τα μέσα ενημέρωσης ή να επιβάλλουν σε αυτά τις απόψεις τους σχετικά με το πως πρέπει να διεξάγεται το δημοσιογραφικό έργο και ποιες είναι οι ενδεδειγμένες δημοσιογραφικές τεχνικές.
Μετά από αυτή τη σύντομη παρουσίαση των βασικών θέσεων του ΕΔΑΔ σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως αναφορικά με κριτική που επικεντρώνεται στο έργο των αστυνομικών αρχών, είναι αναγκαία η αξιολόγηση της κατάστασης στην υπόθεση ΤτΝ, η οποία στάθηκε η αφορμή για τη σχετική παρέμβαση. Οι δύο τοποθετήσεις του μουσικού παραγωγού – νομικού που φαίνεται να δρομολόγησαν την παρέμβαση της ΕΝΑΣΤΥΛ, είχαν ως εξής: «Η Ελληνική Αστυνομία ομολογουμένως καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες, ειδικά τελευταία, για να δικαιολογήσει όλους τους χαρακτηρισμούς που κατά καιρούς τής προσάπτει ο ελληνικός λαός. Αυτοί οι συμπολίτες μας που εξεπλάγησαν προφανώς και δεν γνωρίζουν ότι οι αστυνομικοί στις πορείες από το 2008 και εντεύθεν βρίζουν εν χορώ τον νεκρό και ρωτάνε τους συγκεντρωμένους ‘πού είναι ο Αλέξης;’» και «Το ψάρι φυσικά βρομάει από το κεφάλι. Το αίτημά τους ήταν να βρεθεί μια ηγεσία που να τους λύσει τα χέρια. Και εισακούστηκε το αίτημα αυτό από τον Χρυσοχοΐδη. Λύθηκαν τα χέρια, ανοίγουν κεφάλια, σπάνε τα χέρια, παραβιάζεται το οικογενειακό άσυλο. Η Ελληνική Αστυνομία που αποφεύγει να φοράει διακριτικά όπως υποχρεούται, αλλά φοράει άλλα διακριτικά, όπως σιδηρογροθιές στα κράνη και ναζιστικά σύμβολα στα μπράτσα».
Τα δύο αυτά σχόλια εκφράζουν αξιολογικές κρίσεις και περιλαμβάνουν, επίσης, σημεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν δηλώσεις για γεγονότα. Η διάκριση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι αξιολογικές κρίσεις απολαμβάνουν ενισχυμένης προστασίας κατά το Άρθρο 10 ΕΣΔΑ, ενώ οι δηλώσεις γεγονότων προστατεύονται, μόνον εφόσον μπορούν να επιβεβαιωθούν (Lingens κατά Αυστρίας, 1986, §46∙ McVicar κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2002, §83). Περαιτέρω, το ίδιο το ΕΔΑΔ, αποδέχεται ότι η διάκριση μεταξύ αξιολογικών κρίσεων και δηλώσεων γεγονότων δεν είναι ούτε απλή, αλλά ούτε και δεδομένη. Για παράδειγμα, κρίσεις που διατυπώνονται στη βάση αναφορών ή/και ανεπιβεβαίωτων φημών τρίτων αποτελούν κατά βάση αξιολογικές διατυπώσεις και άρα καλύπτονται από το Άρθρο 10 (πρβλ. Thorgeirson).
Εν προκειμένω, η δήλωση του μουσικού παραγωγού και νομικού σχετικά με τις ύβρεις στον νεκρό Γρηγορόπουλο και το «σύνθημα» ‘που είναι ο Αλέξης’ αποτελούν αναπαραγωγή ισχυρισμών που κυκλοφορούν τουλάχιστον από το 2016 (βλ. π.χ. σχετική αναφορά στο enikos.gr εδώ 7/12/2016 και σχετικό άρθρο γνώμης που πάνω-κάτω αναφέρει ό,τι και ο Κ. Στ. στην efsyn.gr με ημερομηνία 5/12/2020). Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος των ισχυρισμών, επίσης, οι κρίσεις του Κ. Στ. εδράζονται σε ισχυρισμούς που είδαν το φως της δημοσιότητας προηγουμένως (βλ. εντελώς ενδεικτικά efsyn.gr εδώ 9/12/2019 και vice.gr εδώ 7/12/2020). Η σύντομη αναφορά σε προγενέστερες πηγές που περιλαμβάνουν τους ισχυρισμούς, οι οποίοι διατυπώθηκαν στις 17/12/2020 από τον Κ. Στ., δεν αποβλέπει στην επίρρωση της αλήθειας ή την απόδειξη της αναλήθειας αυτών. Απλά επιβεβαιώνει ότι οι κρίσεις του μουσικού παραγωγού βασίστηκαν σε αναφορές, ισχυρισμούς και επισημάνσεις που αποτελούσαν ήδη τμήμα του δημοσίου διαλόγου.
Μετά από αυτά, λαμβάνοντας υπόψη και τη νομολογία του ΕΔΑΔ, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι επίμαχες διατυπώσεις του Κ. Στ. δεν αποτελούν στο σύνολό τους δηλώσεις γεγονότων, αλλά απλές αναπαραγωγές ήδη γνωστών ισχυρισμών που έχουν υποστηριχθεί δημόσια από τρίτους, σε ανύποπτο, μάλιστα, χρόνο (πρβλ. Thorgeirson §65). Αυτοί οι ισχυρισμοί, μάλιστα, αποτελούν και την ιστορική βάση των αξιολογικών κρίσεων του μουσικού παραγωγού, υπό την έννοια ότι ο ίδιος δε δημιούργησε στον νου του εκ του μηδενός ορισμένη κατάσταση, και κατόπιν προέβη σε αξιολογικές δηλώσεις με βάση αυτή την κατασκευή, αλλά στηρίχτηκε σε διαθέσιμες πηγές (χωρίς να εξετάζεται το επιβεβαιωμένο ή μη αυτών), ώστε να συμμετάσχει στον δημόσιο διάλογο αναφορικά με ένα ζήτημα που ενδιαφέρει την κοινή γνώμη και είναι ιδιαίτερα σοβαρό.
Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το ζήτημα της αστυνομικής βίας ή αυθαιρεσίας είναι τόσο σημαντικό διεθνώς, ώστε πρόσφατα να αποτελέσει αντικείμενο επείγουσας συζήτησης (urgent debate) ενώπιον του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 2020), μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο του George Floyd κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης σύλληψής του στη Μινεάπολη των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο πλαίσιο, της δημόσιας συζήτησης που διεξάγεται σε εθνικό επίπεδο, οι επίμαχες δηλώσεις του Κ. Στ. δεν αποτελούν, όπως αναφέραμε και παραπάνω, κάτι το καινοφανές, αλλά αντίθετα αναπαράγονται με ευρύτητα, από αρκετούς σχολιαστές και μέσα, έστω κι αν πρόκειται για πηγές με συγκεκριμένες ιδεολογικές ή πολιτικές τοποθετήσεις.
Στρεφόμενοι τώρα στα γεγονότα που ακολούθησαν την εκφορά των επίμαχων κρίσεων, είναι αναγκαίο να γίνει μία διάκριση ανάμεσα στη στάση της ΕΝΑΣΤΥΛ, ενός συνδικαλιστικού φορέα των αστυνομικών της περιφερειακής ενότητας Λάρισας, και του Δήμου Λαρισαίων, δηλαδή του φορέα, ο οποίος ασκεί εποπτική αρμοδιότητα και διοίκηση στη Δημοτική Ραδιοφωνία. Ασχέτως του εάν ενοχλεί τα δημοκρατικά αντανακλαστικά σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, οι παρεμβάσεις του συνδικαλιστικού φορέα των αστυνομικών της Λάρισας από μόνες τους δεν δημιουργούν κανένα προηγούμενο ούτε επιφέρουν νομικά ή άλλα αποτελέσματα. Δεν είναι σπάνιο, στο πλαίσιο άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας, διάφοροι φορείς και συλλογικότητες να επιδεικνύουν υπερευαισθησία ή υπερβάλλοντα ζήλο κατά την προάσπιση αυτού που θεωρούν ότι συνιστά την κοινωνική υπόσταση των μελών τους. Όσο και αν θεωρήσουμε υπερβολική την αντίδραση-παρέμβαση, ιδίως με δεδομένο ότι κατά διαστήματα έχουν διατυπωθεί σε εθνικό ή και τοπικό επίπεδο πολύ οξύτερες κρίσεις για τα αστυνομικά όργανα, χωρίς ανάλογες αντιδράσεις, εκείνη εμπίπτει στο επιτρεπτό πλαίσιο δράσης ενός συνδικαλιστικού φορέα, και ως τέτοια μπορεί να αξιολογηθεί αναλόγως.
Στο αντίποδα, η ζέση των δημοτικών αρχών να καταδικάσουν αυτό που παρουσίασαν ως «καταχρηστική» αξιοποίηση του ραδιοφωνικού βήματος από τον εθελοντή μουσικό παραγωγό και νομικό είναι, μάλλον, πιο προβληματική. Ειδικότερα, αποτελεί στοιχείο περιορισμού του διευθυντικού δικαιώματος της δημοτικής αρχής, αλλά και συνταγματική της υποχρέωση, να μην παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, άλλως να σέβεται τις υποχρεώσεις που –μεταξύ άλλων– απορρέουν από την ΕΣΔΑ. Μάλιστα, το ΕΔΑΔ σε δύο πολύ ενδιαφέρουσες αποφάσεις έκρινε ότι η άσκηση προστατευόμενης υπό το Άρθρο 10 γνώμης ή κρίσης εναντίον, μάλιστα, του ίδιου του Δημάρχου δεν αποτελεί επιτρεπτό λόγο λύσης εργασιακής σχέσης (Marunić κατά Κροατίας, 2017) ή ποινικής τιμώρησης (Vellutini και Michel κατά Γαλλίας, 2001). Αν και στην επίμαχη περίπτωση ο μουσικός παραγωγός που απομακρύνθηκε από τη Δημοτική Ραδιοφωνία δεν συνδεόταν με εργασιακή σχέση, καθώς ήταν εθελοντής, η ως άνω νομολογία του ΕΔΑΔ αποτελεί ένα χρήσιμο μέτρο σύγκρισης για την αξιολόγηση της νομιμότητας της επίμαχης απόφασης της δημοτικής αρχής.
Στην παρούσα, λοιπόν, υπόθεση ΤτΝ γίνεται αντιληπτό ότι η δημοτική αρχή, παρά την αποδοκιμασία της στάσης ή και των κρίσεων του Κ. Στ., παραβίασε τη συνταγματικά και υπερνομοθετικά προστατευόμενη ελευθερία της έκφρασης του εν λόγω προσώπου αποφασίζοντας την απομάκρυνσή του, εξαιτίας των αξιολογικών δηλώσεων στις οποίες προέβη στο πλαίσιο ραδιοφωνικής εκπομπής. Τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά, εάν απλά η δημοτική αρχή διαχώριζε τη θέση της ή/και έδιδε βήμα στην αντίθετη άποψη, στο πλαίσιο της αξίωσης για πλουραλιστική και πολύπλευρη ενημέρωση. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι η σχετική διάσταση φαίνεται να αγνοήθηκε, το νομικό πρόσωπο του Δήμου δεν αποτελεί οιονεί ιδιώτη όταν ασχολείται με τη Δημοτική Ραδιοφωνία και το προσωπικό της (εθελοντές ή εργαζόμενους). Αντίθετα, πρόκειται για δημόσιο νομικό πρόσωπο και φορέα άσκησης αποκεντρωμένης κρατικής εξουσίας, στο πλαίσιο του πρώτου βαθμού αυτοδιοίκησης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αποδεσμεύεται από τις υποχρεώσεις σεβασμού των θεμελιωδών ελευθεριών και διασφάλισης της ελευθερίας του λόγου, ούτε κι όταν καλείται να ενεργήσει ως διευθυντική ή εποπτική αρχή ορισμένης δημοτικής επιχείρησης.
Αντί άλλης κατακλείδας, και χωρίς στο ελάχιστο να υπάρχει η επιθυμία για πραγματοποίηση δίκης προθέσεων, θα ήταν σκόπιμο η δημοτική αρχή να επανεξετάσει τη συνολική της στάση έναντι της απαίτησης διασφάλισης της ελευθερίας έκφρασης αξιολογικών κρίσεων εκ μέρους μελών του στελεχιακού δυναμικού της Δημοτικής Ραδιοφωνίας. Η μέχρι τώρα διαχείριση των σχετικών περιστατικών δημιουργεί ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό προηγούμενο για το επίπεδο κατοχύρωσης της ελευθερίας του Άρθρου 10 ΕΣΔΑ στη Δημοτική Ραδιοφωνία, τον κατεξοχήν χώρο όπου η επίμαχη ελευθερία θα έπρεπε να απολαμβάνει ενισχυμένης προστασίας.