Στο εναρκτήριο άρθρο του ελληνικού Συντάγματος ορίζεται ότι όλες οι πολιτειακές εξουσίες, αν και «πηγάζουν από τον λαό», υπάρχουν «υπέρ αυτού [του λαού] και του έθνους» (Αρθρ. 1(2) Συντ.). Πρόκειται για τη λεγόμενη ρήτρα «υπέρ του έθνους», που έχει χαρακτηριστεί ταυτολογική ή κενή νομικού νοήματος από την ελληνική συνταγματική θεωρία. Το θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον της, λοιπόν, θα εξαντλείτο στη λειτουργία της ως αρνητικού δείκτη του μέγιστου βαθμού περατότητας της πολιτικής κοινότητας ή απλής επανάληψης της έννοιας του λαού υπό άλλο συγκείμενο, αν η δυναμική της δεν ενισχυόταν στο πλαίσιο νεότερων δικαιικών εξελίξεων. Ειδικότερα, η πρόσφατη θεσμικά διενεργούμενη συζήτηση αναφορικά με το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων φάνηκε να εστιάζει, μεταξύ άλλων, και στην περίφημη ρήτρα του Αρθρ. 1(2) Συντ. Η συνήθης εκνομίκευση της πολιτικής διαπάλης, μάλιστα, είχε ως άμεσο επιστέγασμα η ιδέα του έθνους και η επίμαχη ρήτρα να γίνουν εργαλεία μέσα από τα οποία εντάχθηκε, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, στη σχετική προβληματική η παράμετρος των ομογενών ή Ελλήνων το γένος ως πιθανών φορέων του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος.
Έτσι μια συζήτηση τεχνικού χαρακτήρα για το πως μπορούν να μετάσχουν στην ex situ διαδικασία οι απόδημοι Έλληνες, συνδέθηκε, με ανεπαρκή –είναι η αλήθεια– αιτιολογία, με το μεγάλο παράδοξο της ύπαρξης προσώπων με ελληνική ιθαγένεια που δεν έχουν ή δεν έχουν πλέον κανέναν πρακτικά δεσμό με τη χώρα της ιθαγένειάς τους. Επεξηγηματικά, το δίκαιο του αίματος (Αρθρ. 1(1) ΚΕΙ) απονέμει την ελληνική ιθαγένεια σε κάθε άτομο που γεννάται από τουλάχιστον έναν Έλληνα γονέα σε οποιοδήποτε σημείο της υφηλίου, άσχετα με το αν συνδεθεί μεταγενέστερα ή όχι με την ελληνική έννομη τάξη. Η διαχρονική αυτή επιλογή του νομοθέτη του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας θεμελιώνει και διαιωνίζει τη δημιουργία ενός σχίσματος μεταξύ νομικού όντος και κοινωνικής πραγματικότητας. Σε αμιγώς νομικό επίπεδο, ένας απροσδιόριστος αριθμός προσώπων που μπορεί να μην έζησαν ποτέ στην Ελλάδα και να μην έχουν πραγματικούς δεσμούς με τη χώρα αποκτά ex lege την ελληνική ιθαγένεια. Σε πρακτικό επίπεδο, τα άτομα αυτά δεν έχουν, κατά κανόνα, σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, δε μετέχουν στην πολιτική διαπάλη των ιδεών και αγνοούν ή δεν επηρεάζονται από τα εκάστοτε κοινωνικοπολιτικά επίδικα, ενώ δεν αποκλείεται να έχουν μια εντελώς παρωχημένη αντίληψη για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη μητέρα πατρίδα.
Εξάλλου, αυτή η υπέρμετρη ζέση του νομοθέτη του δικαίου του αίματος να διατηρήσει τους δεσμούς των κατιόντων ενός/μιας Έλληνα/Ελληνίδας με τη μητροπολιτική Ελλάδα, οδηγεί στο παράδοξο ένα πρόσωπο να έχει δικαιωματικά (δυνητικά) την ιθαγένεια jure sanguinis, χωρίς καν να έχει τακτοποιηθεί διοικητικά (εγγραφή στο ειδικό ληξιαρχείο Αθηνών, κτήση διαβατηρίου, εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων κλπ.). Ακόμη, όμως και μετά την ενδεχόμενη διοικητική τακτοποίηση (π.χ. δήλωση στο ληξιαρχείο, κτήση διαβατηρίου), το δίκαιο του αίματος ουδόλως διασφαλίζει ότι το πρόσωπο θα ζήσει στην απονέμουσα χώρα, θα δραστηριοποιηθεί σ’ αυτήν ή θα εκπληρώσει τα δημόσια βάρη/υποχρεώσεις, περιλαμβανομένου και του χρέους κοινωνικής αλληλεγγύης (Αρθρ. 25(4) Συντ.). Με άλλα λόγια, αποκτώντας με βάση το δίκαιο του αίματος την ελληνική ιθαγένεια δεν είναι βέβαιο ότι θα καταστεί κανείς επί της ουσίας πολίτης της Ελληνικής Δημοκρατίας, με όλες τις βιοτικές καταστάσεις και τις υποχρεώσεις που συνάπτονται προς την ως άνω ιδιότητα.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με την άποψη του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Εθνών, στην έννομη κατάσταση της ιθαγένειας συμπυκνώνεται «ένας γνήσιος σύνδεσμος ύπαρξης, συμφερόντων και συναισθημάτων, μαζί με την ύπαρξη αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων [που] αποτελεί τη νομική έκφραση του γεγονότος ότι το άτομο στο οποίο απονέμεται […] συνδέεται στενότερα με τον πληθυσμό [λαό] του απονέμοντος κράτους απ’ ότι οποιουδήποτε άλλου κράτους» (Υπόθεση Nottebohm, Λιχτενστάιν κ./ Γουατεμάλας 1955). Η ιθαγένεια, ακριβώς υπό την ιδιότητά της αυτή ως νομικής απόδειξης του γνησίου δεσμού (genuine link), συνιστά το «εισιτήριο» ενός προσώπου για να ενταχθεί στην πολιτική κοινότητα. Υπό την ως άνω πρόσληψη καλείται δε ενεργός ή αποτελεσματική ιθαγένεια· στη διεθνή δικαιοταξία, μόνον η αποτελεσματική ιθαγένεια θεωρείται έγκυρη, υπό την έννοια ότι αυτή και μόνον είναι αντιτάξιμη σε τρίτα κράτη, περιστέλλοντας λ.χ. τους κινδύνους καταχρηστικής πρόσληψης υπηκοότητας ή άγρας διαβατηρίων.
Η ενεργός ιθαγένεια, ως ιδιότητα του κατ’ εξοχήν ανήκειν, προϋποθέτει –πέραν του νομικού γεγονότος της απονομής− συμφέροντα, βιοτικές καταστάσεις, χρονικούς δεσμούς, διοικητικές διευθετήσεις, εκπλήρωση δημοσίου δικαίου υποχρεώσεων και βαρών, τη μη ανάληψη ξένης υπηρεσίας, ενδεχομένως δε και τη μη κτήση νέας ιθαγένειας. Ειδάλλως, η έννοια του ανήκειν δε θα διέφερε σε τίποτε από το συμπτωματικό γεγονός της γέννησης από γονέα του οποίου η πολιτεία ιθαγένειας υιοθετεί το δίκαιο του αίματος. Πέραν όμως της θεμελίωσης του γνησίου δεσμού, η ιθαγένεια διατηρείται ενεργός ή αποτελεσματική, παρά την εγκατάσταση του προσώπου εκτός επικράτειας, με παρόμοιο τρόπο. Αναλυτικότερα, η αποδημία δεν αίρει τον δεσμό του κατ’ εξοχήν ανήκειν όταν συζεύγνυται με το πραγματικό γεγονός διατήρησης απτών (κοινωνικών, οικονομικών, δημοσιονομικών, επαγγελματικών κλπ.) δεσμών με την πολιτεία που την έχει αρχικά απονείμει. Η μη κτήση άλλης ιθαγένειας αποτελεί, ασφαλώς, περαιτέρω ενισχυτικό παράγοντα.
Σε επίπεδο δικαιοπολιτικό, η προπεριγραφείσα νομική αποτύπωση της ιδιότητας του ανήκειν περισσότερο στην πολιτεία της ιθαγένειας, παρά σε οποιοδήποτε άλλο κράτος, σημαίνει ότι πρόσκαιρες ή πλέον μακροχρόνιες διακοπές του χωρικού δεσμού μεταξύ του προσώπου και του κράτους της ιθαγένειάς του για διάφορους λόγους (επαγγελματικούς, ακαδημαϊκούς, προσωπικούς κλπ.), δεν καθιστούν το άτομο αποσυνάγωγο της πολιτικής κοινότητας, δεν του στερούν το δικαίωμα να αποφασίζει στο πλαίσιο της εσωτερικής αυτοδιάθεσης/αυτοκυβέρνησης, δεν το εξαιρούν από τον λαό. Σε αφηρημένο πλαίσιο, αυτή η διαπίστωση φαντάζει αντινομική. Τούτο δε διότι ο λαός ορίζεται κατ’ αρχήν ως ο πληθυσμός που κατοικεί μόνιμα σε ορισμένη εδαφική επικράτεια και οργανώνει αποτελεσματικά την κοινωνική συμβίωση. Επομένως, η διατήρηση του εκπάτριδος στο πολιτικό σώμα αποτελεί εξαίρεση στην ως άνω αρχή της εδαφικότητας και τεκμηριώνεται στη βάση των ως άνω απτών δεσμών. Ύπατος δικαιολογητικός λόγος (ultima ratio) αυτής της διεύρυνσης της έννοιας του λαού, με τη συμπερίληψη προσώπων εκτός επικράτειας, όπως και εξηγητική βάση της διατήρησης των απτών δεσμών εκ μέρους των ειρημένων προσώπων, είναι σε τελική ανάλυση η εύλογη προσδοκία επαναπατρισμού στη χώρα στην οποία ανήκουν (patria), μόλις η συγκυρία το επιτρέψει.
Αυτή ακριβώς η όχι και τόσο λεπτή διαχωριστική γραμμή διακρίνει τον απόδημο Ελληνισμό, δηλαδή τις κοινότητες των εκπατρισθέντων Ελλήνων πολιτών που έχουν έστω εν σπέρματι προσδοκία παλιννοστήσεως, από τη λεγόμενη ομογένεια, τις ομαδοποιήσεις εκείνων των προσώπων με ελληνική καταγωγή ή/και συνείδηση που φέρουν ενδεχόμενα, βάσει του δικαίου του αίματος, και την ελληνική ιθαγένεια, αλλά συνδέονται μόνον κοσμοθεωρητικά, ιστορικά, πολιτισμικά, κάποτε δε και γλωσσικά με την Ελλάδα – ό,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως μείζον Ελληνισμός. Χωρίς, βέβαια, να υποτιμάται η σημαντική συμβολή του μείζονος Ελληνισμού στην προαγωγή των ελληνικών συμφερόντων και την προάσπιση των ελληνικών δικαίων στην αλλοδαπή, είναι γεγονός πως η (επαν)ένταξη των εν λόγω προσώπων στην πολιτική κοινότητα δε μπορεί να θεμελιωθεί παρά μόνον στο σχήμα της ενεργού ιθαγένειας.
Επομένως, στοιχεία όπως η χωρική και χρονική σύνδεση (και η ανανέωση αυτής) με τη μητροπολιτική Ελλάδα, η εκπλήρωση δημοσίων βαρών (περιλαμβανομένων και των φορολογικών), και εξάπαντος η έστω προκαταρκτική animus repatriandi, η πρόθεση παλιννόστησης, μόλις εκλείψει ο δικαιολογητικός της αποδημίας λόγος, προβάλλουν ως τα νομικά και πολιτικά κρίσιμα μεγέθη για την εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών του Αρθρ. 51(4) Συντ. σχετικά με την ψήφο των εκλογέων που βρίσκονται έξω από την επικράτεια. Σε διαφορετική περίπτωση, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που αποτελεί θεμέλιο της πολιτειακής συγκρότησης της χώρας μας (Αρθρ. 1(2) Συντ.) θα υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα, μέσα από την εξακτίνωση της έννοιας του λαού.
Εν κατακλείδι, υπό το βάρος των δεδομένων που οδήγησαν στην ένταξη στον προκαταρκτικό διάλογο για την ψήφο των αποδήμων της ομογένειας, ως θεσμικού μάλιστα δρώντα, ίσως θα ήταν σκόπιμο για τον μελλοντικό νομοθέτη του Δικαίου της Ιθαγένειας να επανεξετάσει σε επίπεδο καταστατικό τη σημασία της απροϋπόθετης προσχώρησης στο δίκαιο του αίματος. Η πρόσφατη εμπειρία επιβεβαιώνει ότι ο σύνδεσμος του αίματος, χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες που εγγυώνται τη σύναψη και διατήρηση αποτελεσματικών δεσμών, μπορεί να επιτρέψει σ’ ένα συγκυριακό κοινοβουλευτικό consensus, επιτευχθέν στη βάση σταθμίσεων κόστους-οφέλους, να μετατρέψει την έκφραση της βούλησης του κυριάρχου λαού επί τω κυβερνάν σε άθυρμα ανεύρεσης των άκρων ορίων συμπεριληψιμότητας, υιοθετώντας μίαν άκρως παρωχημένη αντίληψη περί Blutsvolk[1] και ανασημασιολογώντας τη νομική υπόσταση του έθνους.
Επίμετρο: Οι γραμμές αυτές γράφονται σε μια κοιτίδα του οικουμενικού Ελληνισμού («ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον») με πλήρη συνείδηση της νομικής και πραγματικής κατάστασης της αποδημίας.
[1] Σ.Σ.: Κοινότητα (Volk) φυσική και προϋπάρχουσα κάθε πολιτειακής δομής που συνέχεται από έναν αδιάσπαστο, φυλετικό και βιολογικό δεσμό, εκείνον του αίματος (Blut).