Μια είδηση σχετικά με την επιτυχή εξαγορά ελληνικής startup από μεγάλη πολυεθνική αποτέλεσε το έναυσμα για διθυραμβικά δημοσιεύματα περί «καλών ειδήσεων» και ανάσχεσης του υπερδεκαετούς brain drain. Όντας κι ο γράφων «θύμα» της προαναφερθείσας μάστιγας για τους Έλληνες νέους επιστήμονες, απορώ κι εξίσταμαι για την εμμονή συγκεκριμένων κύκλων στην Ελλάδα, ασχέτως της ιδεολογικο-πολιτικής τους προαίρεσης ή ταυτότητας, να ομιλούν για τους νεόκοπους επιστημονικούς μετανάστες, όχι μόνον ερήμην τους, αλλά και διαστρεβλώνοντας την ίδια την πραγματικότητα.
Ας στρέψουμε το βλέμμα μας στην Ελλάδα του 2000-2008, μια Ελλάδα που ενθάρρυνε τα νέα παιδιά να σπουδάσουν, να ειδικευτούν σε αντικείμενα των υπο-αντικειμένων, να ονειρευτούν και να έχουν –άκουσον άκουσον– βλέψεις ότι θα απασχοληθούν στο αντικείμενό τους. Ιδιαίτερα, στο πεδίο των ανθρωπιστικών, κοινωνικών και νομικών σπουδών, η απορρόφηση σε μη συναφές αντικείμενο, σήμαινε τότε (όπως και τώρα) πλήρη ακύρωση του χρόνου, του κόπου και των εργατο-ωρών και κεφαλαίων που ανάλωσε η αγία ελληνική οικογένεια στις σπουδές των νεότερων μελών της, υπό το αφήγημα της «καλύτερης και ευκολότερης ζωής».
Η κρίση ήρθε και με σφύρα εκτύπησε σαν άλλη διαπασών τα ψεύτικα είδωλα της ευμάρειας, αποδεικνύοντας ότι ο ήχος που βγάζουν είναι φάλτσος, ψευδής και βρώμικος. Ανάγκασε πληθώρα νέων επιστημόνων (και αναφέρομαι, εκ πείρας, στους εκπροσώπους των θεωρητικών επιστημών, χωρίς ασφαλώς να υποτιμώ εκείνους των θετικών) να απαξιώσουμε τους τίτλους σπουδών μας, να ανεχτούμε εργασιακή εκμετάλλευση του χειρίστου είδους, να ζητιανεύουμε και να μειοδοτούμε για μια θέση εργασίας που λόγω συνάφειας με το αντικείμενό μας θα μας έδιδε τουλάχιστον την πολυπόθητη προϋπηρεσία και, τελικά, να ανεχόμαστε κάθε καπρίτσιο, ιδιοτροπία ή παραφορά ιδίως της «γενιάς του Πολυτεχνείου», αλλά και νεότερων επιγόνων της, σε πολιτικό, εργασιακό και κοινωνικό επίπεδο. Όσοι και όσες δε είχαν την ατυχία να ασκήσουν ελευθέριο επάγγελμα βρέθηκαν αντιμέτωπες και αντιμέτωποι με την πλέον ζοφερή πραγματικότητα του να χρωστάς στο κράτος, χωρίς να έχεις παράξει, χωρίς να έχεις εσοδεύσει και χωρίς καν να μπορείς να επιβιώσεις.
Το κύμα των νεόκοπων επιστημονικών μεταναστών εμφανίστηκε υπό αυτά τα δεδομένα. Τέσσερις και κάτι κυβερνήσεις, ένα δημοψήφισμα και κάμποσα μνημόνια μετά, ακόμα η πατρίδα που φυγάδεψε το ζωτικότερο μέρος του πληθυσμού της, που η αγορά της κινείται με συντάξεις, μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και… ΕΣΠΑ, χαίρεται και αισιοδοξεί διότι μια νεοφυής επιχείρηση πωλήθηκε (και μπράβο στους ιθύνοντες!) έναντι σπουδαίου ανταλλάγματος. Ταυτόχρονα, τα χρόνια μακριά από την πατρίδα για τους περισσότερους επιστημονικούς μετανάστες αυξάνονται, οι συνθήκες ζωής, οι δεσμοί και οι συνεκτικές σχέσεις με την ελληνική πραγματικότητα διαρρηγνύονται και οι αρνητικές εικόνες για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα ενισχύονται, κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα μιας συνέντευξης τύπου ή απλά μιλάς στο τηλέφωνο με κάποιον συνομήλικο που βρίσκεται ακόμα στα πάτρια.
Όπως δέχθηκε και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση Nottebohm του 1955, το να είσαι πολίτης μιας χώρας σημαίνει ότι υπάρχει ένας νομικός που αντικατοπτρίζει έναν κοινωνικό δεσμό, ο οποίος αποδίδει το πραγματικό γεγονός της σύνδεσης, την ύπαρξη ενός γνησίου δεσμού στη βάση συμφερόντων, συναισθημάτων, αμοιβαίων δικαιωμάτων, κατά τρόπο ώστε το φυσικό πρόσωπο να ανήκει περισσότερο στην πολιτεία ιθαγένειάς του παρά σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Δείτε, λοιπόν, και πανηγυρίστε εν Ελλάδι όσα success story επιθυμείτε. Κρατήστε, ωστόσο, κατά νου ότι για κάθε διθυραμβικό και ελπιδοφόρο τίτλο, υπάρχουν υπερ-πολλαπλάσιες αθέατες και άφατες ιστορίες ταλαιπωρίας, ξενιτιάς, απελπισίας ή νοσταλγίας της πατρίδας. Αυτές δε θα βρουν ποτέ τα πρωτοσέλιδα και δεν θα αποτελέσουν αφορμή για καμία κυβερνητική δήλωση.