Η σημασία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου έχει αναδειχθεί σε κομβικό σημείο της πολιτικής αντιπαράθεσης από τη δεκαετία του 1980. Εύλογα μπορεί, λοιπόν, να απορήσει κανείς σχετικά με το τι έμεινε να ειπωθεί, σήμερα, σαράντα έξι χρόνια μετά τα γεγονότα. Στρέφοντας την προσοχή μας στον εγχώριο δημόσιο διάλογο, παρατηρούμε ότι εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη «νέα κανονικότητα» ή στο δόγμα «νόμου και τάξης», δηλαδή τα συνήθη δεξιά ιδεολογικά εργαλεία. Από την άλλη, η αντιπολιτευόμενη αριστερά εμμένει στη διεκδίκηση της συλλογικής κυριότητας του Πολυτεχνείου, εξακολουθώντας να καρπώνεται και τα οφέλη του.
Αυτή, λοιπόν, η παρατεταμένη αντιπαράθεση μεταξύ των ως άνω πόλων του πολιτικού πεδίου θα περίμενε κανείς ότι θα οδηγούσε, μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν την εξέγερση του 1973, σε ανάλογες κανονιστικές πρωτοβουλίες. Εκείνες, εκ των πραγμάτων, θα μπορούσαν να κινηθούν σε δύο κατευθύνσεις· αφενός τη δημιουργία θεσμικών εγγυήσεων προστασίας του πανεπιστημιακού χώρου (άσυλο), αφετέρου τη θέσπιση ενός προστατευτικού πλαισίου για τη μνήμη της εξέγερσης (ορόσημο μνήμης).
Σε επίπεδο συνταγματικό, και παρά τις επανειλημμένες αναθεωρήσεις, το πανεπιστημιακό άσυλο, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νομικά επακόλουθα της εξέγερσης του 1973, παρέμεινε ζήτημα ρύθμισης του κοινού νομοθέτη. Η στάση του τελευταίου είναι πάνω-κάτω γνωστή· το θέσπισε (1982), το κατήργησε (2011) και το επανέφερε (2017) για να το ξανακαταργήσει (2019), πυροδοτώντας κάθε φορά σφοδρές αντιδράσεις τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από το φοιτητικό κίνημα. Εξάλλου, η μνήμη της εξέγερσης, σε επίπεδο νομοθετικό, αντιμετωπίστηκε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα «σχολικού ενδιαφέροντος» ή –ακόμη χειρότερα– ως «μαθητική αργία» με τον Υπουργό Παιδείας να εκδίδει κατ’ έτος σχετική απόφαση και εγκύκλιο για τους «εορτασμούς». Το γεγονός αυτό δημιουργεί, εύλογα, προβληματισμό σχετικά με τη νομική φύση της επετείου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι εύκολα κάποιος θα θεωρούσε πως η συζήτηση για τη νομική φύση της επετείου δεν έχει κανένα νόημα. Ασφαλώς, μπορεί να ’ναι κι έτσι. Ωστόσο, είναι εξίσου πιθανό αυτή η σιωπή της έννομης τάξης να συγκαλύπτει και την πρόθεση εκμετάλλευσης της επετείου από όλους τους παίκτες του πολιτικού παιγνίου. Επεξηγηματικά, η κανονιστική σιωπή επιτρέπει το Πολυτεχνείο να τίθεται στο πλαίσιο που επιθυμεί ο εκάστοτε δρων· έτσι η επέτειος άλλοτε λειτουργεί ως αφορμή για βανδαλισμούς και επαναστατική γυμναστική, άλλοτε ως ιστορικό γεγονός χρήσιμο για την απαλλαγή της δεξιάς από τις ιστορικές της ευθύνες, συχνότατα ως κολυμβήθρα αποκάθαρσης της αριστεράς από τα λάθη της, και –εσχάτως– ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για περαιτέρω συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Με βάση τα πιο πάνω, γίνεται –νομίζω– σαφές ότι η επιλεκτική κανονιστική σιωπή αναφορικά με την επέτειο της εξέγερσης, τη νομική της φύση και τελικά το ιστορικό αφήγημα στο οποίο βασίζεται, δεν είναι ούτε τυχαία ούτε, όμως, και τόσο αθώα. Και αν η νομική επιστήμη δεν έχει καμιά δουλειά να ασχολείται με την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, δε μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη θέση του νόμου έναντι ενός ιστορικού γεγονότος που έχει κομβική σημασία για τη νεότερη Ελλάδα κι όχι μόνον (θυμίζουμε ότι η 17η Νοέμβρη τιμάται ως «ημέρα μνήμης αγώνων και θυσιών για την προάσπιση της Δημοκρατίας», σύμφωνα με τον περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Τροποποιητικό Νόμο 86(Ι)/1998, και στην Κυπριακή Δημοκρατία).
Με δεδομένα και μάλλον προβλέψιμα τα αντανακλαστικά της παρούσας κυβέρνησης, και την αδυναμία αναθεώρησης του Άρθρου 16 Συντάγματος από αυτή τη Βουλή –και από οποιαδήποτε επόμενη ως και το 2025– θα πρέπει κανείς να κινηθεί στη σφαίρα του εφικτού. Επομένως, για την ώρα εκείνο που απομένει να ειπωθεί για το μέλλον της κανονιστικής ρύθμισης της επετείου εστιάζει στην ανάγκη διπλής ωρίμανσης. Η ωρίμανση αυτή είναι διπλή, διότι αφορά πρώτα απ’ όλα τους εμπλεκόμενους θεσμικούς παράγοντες και εν συνεχεία τον ίδιο τον Έλληνα νομοθέτη.
Σε πρώτο επίπεδο, η ανα-διεκδίκηση της κυριότητας του πανεπιστημιακού ασύλου, ως παρακαταθήκης της εξέγερσης του Νοεμβρίου 1973, από τα ίδια τα αυτοδιοικούμενα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι αναγκαία συνθήκη για τη βάθυνση της δημοκρατικής λειτουργίας του πανεπιστημίου. Το άσυλο, σε συνδυασμό με τα όσα συμβολίζει και προτάσσει η 17η Νοέμβρη, μπορούν να λειτουργήσουν υπό όρους δικαίου και πλουραλισμού μόνον εάν οι δρώντες του αυτοδιοίκητου αποφασίσουν να ωριμάσουν πραγματικά. Τι σημαίνει, όμως, αυτή η ωριμότητα; Η μεν διοίκηση να αναλαμβάνει το βάρος του διοικείν, χωρίς να αντιμετωπίζει τους φοιτητές ως περαστικά βουβά πρόσωπα, το δε φοιτητικό κίνημα να αποξενωθεί από τις αγκυλώσεις του σχετικά με τα μέσα πάλης και διεκδίκησης, πείθοντας ότι αντιλαμβάνεται τον πανεπιστημιακό χώρο ως πεδίο αντιπαράθεσης ιδεών και χώρο έννομης ελευθερίας.
Η επίτευξη μιας τέτοιας θεσμικής ωριμότητας, μπορεί, στη συνέχεια, να επιτρέψει και τη νομική αναβάθμιση της επετείου, μέσα από τη νομοθετική της αναγνώριση ως ημέρας μνήμης των αντιδικτατορικών αγώνων του Ελληνικού Λαού και τιμής του πανεπιστημιακού ασύλου. Μια τέτοια οριζόντια διεργασία μπορεί να αποστομώσει μια και καλή όσους καπηλεύθηκαν ή κατασυκοφάντησαν το πανεπιστημιακό άσυλο. Αυτό αποτελεί, άλλωστε, αναγκαία προϋπόθεση για την αποκατάσταση του ασύλου, μιας από τις σπουδαιότερες θεσμικές παρακαταθήκες του Πολυτεχνείου, όχι μόνον στη συνείδηση της κοινωνίας, αλλά και στο ίδιο το σύστημα του ισχύοντος Συντάγματος, μέσα από τη ρητή του κατοχύρωση.