Αν και δε συνηθίζεται ένας νομικός να ξεκινά γράφοντας πως το επίδικο μιας υπόθεσης δεν είναι μόνον ή κυρίως νομικό/κανονιστικό, τα όσα έλαβαν χώρα τις τελευταίες ημέρες αναφορικά με την απαγόρευση μαζικών συναθροίσεων, διαδηλώσεων και πορειών στο πλαίσιο των εκδηλώσεων τιμής και μνήμης της επετείου εξέγερσης του Πολυτεχνείου (17 Νοέμβρη) καταδεικνύουν την ανάγκη να ξεκινήσουμε από αυτή την επισήμανση.
Σε νομικό επίπεδο, υπάρχουν κάποια δεδομένα και ορισμένες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα Άρθρα 11 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που κατοχυρώνουν το δικαίωμα συνάθροισης και την ελευθερία της έκφρασης, περιλαμβάνουν στον κατάλογο των επιτρεπτών περιορισμών (λόγων περιστολής) των επίμαχων δικαιωμάτων και σταθμίσεις που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας. Στη δε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), το δικαίωμα συνάθροισης, ιδωμένο είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με την ελευθερία της έκφρασης, αξιολογείται in concreto· επεξηγηματικά, κανένας δικαιωματοκάτοχος δεν στερείται αυτών των ελευθεριών και, εντεύθεν, καμία συνάθροιση δεν μπορεί να απαγορευτεί προληπτικά λόγω της σποραδικής τέλεσης, π.χ. βιαιοτήτων ή και συναφών αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο ορισμένης δράσης (πορεία, διαδήλωση, διαμαρτυρία κλπ.) [Primov και Άλλοι κατά Ρωσίας, 2014 §155].
Στο πεδίο του θεμελιώδους νόμου της Ελληνικής Πολιτείας (Άρθρο 11§2 Συντ.), η προληπτική αστυνομική απαγόρευση συνάθροισης με αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται (σε γενικό πλαίσιο ή για ολόκληρη την επικράτεια) μόνον εάν από τη διοργάνωση/πραγματοποίηση της συνάθροισης επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Η παραδοσιακή θεώρηση τείνει να ερμηνεύει συσταλτικά τον παρόντα περιορισμό, μιλώντας για την υλική ασφάλεια, ενώ −σε κάθε περίπτωση− η έννοια «δημόσια ασφάλεια» δεν κρίνεται πρωτογενώς από την αστυνομική αρχή. Εκείνη ασκεί δοτή εξουσία, δηλαδή το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη και εκείνος ρυθμίζει την αρμοδιότητα της αστυνομίας επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος (Ν. 4703/2020, Άρθρο 7) που θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής δεν προνοεί ρητά για τον περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος για λόγους δημόσιας υγείας.
Εξάλλου, η απαγόρευση μεταξύ 15 και 18 Νοεμβρίου όλων των δημόσιων συναθροίσεων (άρα και των πορειών μνήμης και τιμής της Εξέγερσης του Νοέμβρη) έγινε με επίκλησης της σχετικής Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) (Άρθρο 68§2) της 20ης Απριλίου 2020 (κυρώθηκε με τον Ν. 4683/2020). Μέχρι σήμερα, πολύ μελάνι χύθηκε για το θεμιτό ή μη της στήριξης της απόφασης του αρχηγού της αστυνομίας (απόφαση 1029/8/18) στην εν λόγω ΠΝΠ και όχι στον ειδικότερο νόμο (lex specialis), δηλ. τον Ν. 4703/2020, ο οποίος φαίνεται ότι προστατεύει ή μεταχειρίζεται προνομιακά τις εκδηλώσεις/δημόσιες συναθροίσεις της Πρωτομαγιάς και της 17ης Νοέμβρη (Άρθρο 3§2, εδ. γ’), καθώς τις εξαιρεί από την υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης στην αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή.
Δεν είναι σκοπός του γράφοντα να αναλύσει τα συνταγματικά επίδικα, καθώς πολύ καλύτεροι από εκείνον, έχουν αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία προς τον σκοπό αυτόν. Η ανάλυση που προηγήθηκε απλά παρουσιάζει, ελπίζω κατανοητά, το νομικό πλαίσιο σε επίπεδο εσωτερικού δημοσίου δικαίου, όπου υπάρχει και μια συρροή περισσότερων διατάξεων που χρήζουν εναρμονισμένης ερμηνείας. Ένα βασικό θέμα είναι αν το Άρθρο 11§2 Συντ. ανέχεται την απαγόρευση συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας, καθώς αναφέρεται μόνον στη δημόσια ασφάλεια, η οποία εκ πρώτης όψης και με τη συνήθη έννοια των όρων φαίνεται να αφορά συγκεντρώσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε ό,τι αποκαλείται στη δημοσιογραφική ορολογία «εκτεταμένα επεισόδια», δηλ. την αθρόα τέλεση αξιόποινων πράξεων, ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της περιουσίας και της πολιτειακής τάξης. Έγκριτοι συνταγματολόγοι χρησιμοποίησαν εν προκειμένω μια ευρεία προσέγγιση για το πως περιορίζεται το δικαίωμα του Άρθρου 11 Συντ., δηλ. η ελευθερία συνάθροισης, λέγοντας χονδρικά ότι πρέπει να γίνει στάθμιση ανάμεσα στο συνταγματικό αγαθό της δημόσιας υγείας και της προστασίας της ευζωίας της κοινότητας από τη μία και στο αγαθό του συνέρχεσθαι από την άλλη. Σε συνθήκες πανδημίας, κατά την άποψή τους, τα πρώτα κατισχύουν περίπου εκ προοιμίου έναντι του δεύτερου, λόγω της «κοινωνικής επικινδυνότητας» του συνέρχεσθαι.
Εδώ, όμως, αρχίζουν τα προβλήματα, κατά την πολύ ταπεινή νομική γνώμη του συντάκτη. Πρώτα-πρώτα, η στάθμιση μεταξύ αγαθών μπορεί να επιλυθεί με τη λεγόμενη πρακτική αρμονία, δηλ. τη σύμμετρη προστασία των αγαθών, χωρίς το ένα να ισοπεδώνει ή να ακυρώνει το άλλο, με δεδομένο ότι κατ’ αρχήν όλα τα συνταγματικά αγαθά είναι και ισότιμα και ισόκυρα. Η μόνη θεμελιακή ιεράρχηση που κάνει το Σύνταγμα του 1975 αφορά του φερόμενο ως δικαίωμα του Άρθρου 2§1 Συντ., το οποίο κατά βάση κατοχυρώνει την αρχή μη εργαλειοποίησης του ανθρώπου ή με άλλη διατύπωση την αρχή απόλυτης προστασίας και σεβασμού της ανθρώπινης αξίας. Με δεδομένο ότι η αρχή αυτή διαχέεται σε όλα τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του Δεύτερου Μέρους του ελληνικού Συντάγματος, βιαστικά συμπεράσματα, π.χ. εργαλειοποίηση του ανθρώπου για την εξυπηρέτηση ιδεολογιών ή ιδεοληψιών (σχηματικά να μην γίνουν πορείες για να μην κινδυνεύσει η δημόσια υγεία) ή –στον αντίποδα− εργαλειοποίηση του ανθρώπου για την επιβολή αυταρχικών πολιτικών (σχηματικά να γίνουν πορείες για να μην ακυρωθεί το δικαίωμα στη συνάθροιση), καλό είναι να αποφεύγονται.
Από την άλλη, η άποψη ότι η νομική ερμηνεία είναι πράξη ουσία πολιτική (ή και κορυφαία πολιτική πράξη) έχει διατυπωθεί από σειρά στοχαστών-γιγάντων της νομικής επιστήμης, ενώ ο γράφων την ασπάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Έχοντας, λοιπόν, αυτό κατά νου, ας δούμε τι έγινε στην επίμαχη περίπτωση. Η εκτελεστική εξουσία, αντί της πρακτικής αρμονίας, που θα επερχόταν με το να επιτραπούν περιορισμένα με την τήρηση όλων των υγειονομικών μέτρων (μάσκες, αποστάσεις κλπ.) οι πορείες και γενικά οι δημόσιες συναθροίσεις, με ορισμό ενδεχομένως και ανώτατου αριθμού συμμετεχόντων και αστυνομική επιτήρηση (που ούτως ή άλλως θα υπήρχε), θεώρησε ότι τα πιο πάνω συνταγματικά αγαθά συγκρούονται ή βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού, δηλ. ή θεραπεύεις/προστατεύεις το ένα και ματαιώνεις το άλλο ή το αντίστροφο· teritum non datur, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Έτσι, η συζήτηση εισήλθε σε μια λογική αναλογικότητας, δηλ. αν τα μέτρα απαγόρευσης ήταν αναγκαία και πρόσφορα (ο σκοπός προστασίας της υγείας δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί με μέτρα λιγότερο επαχθή)· έτσι, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώθηκε στο αν, σε τελική ανάλυση, η δημόσια υγεία δικαιολογεί την ολοσχερή απαγόρευση των συναθροίσεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Το πρόβλημα, κατά την οπτική του συντάκτη, προκύπτει από το γεγονός ότι το δικαιικό και πολιτικό συγκείμενο της απόφασης συνηγορεί (και) υπέρ μιας άλλης αιτιολογίας· τόσο ο αρμόδιος υπουργός, όσο και κυβερνητικοί βουλευτές, αλλά και τελικά αρκετοί διαπρεπείς επιστήμονες που συχνά ανήκουν στο ίδιο πολιτικό φάσμα με τους προαναφερθέντες, μίλησαν για συναθροίσεις που διαλύουν την κοινωνική ζωή, προκαλούν κλίμα χάους και οδηγούν σε εκτεταμένα επεισόδια. Αυτή η «κοινωνική επικινδυνότητα», όμως, δεν έχει σχέση με την πανδημία. Επίσης, αυτή η επικινδυνότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα στην κλασική σύλληψη/ερμηνεία του Άρθρου 11§2 Συντ., χωρίς διασταλτικές ή άλλες προσεγγίσεις. Κι αν για τους εξαίρετους ακαδημαϊκούς που υιοθέτησαν αυτή την άποψη δε γεννάται θέμα (λίγο-πολύ όλοι οι επιστήμονες έχουμε ορισμένη πολιτική τοποθέτηση και, θέλοντας και μη, η προαίρεσή μας απέναντι σ’ ένα θεωρητικό ζήτημα συνδιαμορφώνεται κι από την τοποθέτηση αυτή), καθώς τη στήριξαν επαρκώς σε δογματικό επίπεδο, σοβαρά ερωτηματικά εγείρονται για την εκτελεστική εξουσία (και τη μερίδα του νομοθετικού σώματος που τη στηρίζει).
Επεξηγηματικά, οι συνταγματολόγοι και άλλοι επιστήμονες δεν κυβερνούν ούτε παρέχουν κάποια νομιμοποίηση στην εκάστοτε κυβέρνηση με την επιστημονική τους ιδιότητα. Στο πλαίσιο της ελευθερίας του επιστημονικού διαλόγου διατυπώνουν θέσεις· αν η πολιτική εξουσία στηριχθεί σε αυτές, πρόδηλα δεν είναι δυνατόν να λοιδορείται ο οποιοδήποτε θεωρητικός. Όμως, το γεγονός ότι η κανονιστικά ενεργούσα εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση, αστυνομία) επικαλέστηκε την πανδημία (σε πρώτη ανάγνωση) προκειμένου να απαγορεύσει με ισχύ ουσιαστικού νόμου τις δημόσιες συναθροίσεις άνω των τριών ατόμων, ενώ κατόπιν άρχισε με δημόσιες τοποθετήσεις να δικαιολογεί αυτήν τη θεσμική επιλογή με αναφορά σε εξω-πανδημικές αιτίες, θέτει επί τάπητος ένα πολύ βασικό ερώτημα: είναι νομικά ανεκτή αυτή η διγλωσσία σε επίπεδο κανονιστικών ελατηρίων (αιτιογόνων της βούλησης της κανονιστικής διοίκησης συνθηκών);
Στη νομολογία του ΕΔΑΔ, για παράδειγμα, γίνεται δεκτό ότι το κράτος έχει περιθώριο στάθμισης/ευχέρειας στον περιορισμό του επίμαχου δικαιώματος, ελέγχεται όμως εάν ενήργησε λελογισμένα, με επιμέλεια και με καλή πίστη. Η τελευταία δε συντρέχει όταν περιορισμοί επιβάλλονται με απώτερα ελατήρια ή σκοπούς. Σε μια σειρά αποφάσεων το ΕΔΑΔ έχει κρίνει ότι ανάλογοι περιορισμοί με σκοπό την καταστολή ανεπιθύμητων για την κρατούσα εξουσία εκδηλώσεων ή και της δράσης συγκεκριμένων προσώπων παραβίαζαν όχι μόνον τα Άρθρα 10 και 11 της ΕΣΔΑ, αλλά και κατά περίπτωση τα Άρθρα 18 (αρχή μη κατάχρησης των περιορισμών των θεμελιωδών ελευθεριών: μη εφαρμογή των περιορισμών που προβλέπει στα κατ’ ιδίαν δικαιώματα η Σύμβαση για αλλότριους σκοπούς) και 5§1 (προσωπική ελευθερία, ασφάλεια του προσώπου).
Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, η ίδια η ρητορική της κανονιστικά ενεργούσας εκτελεστικής εξουσίας θέτει άμεσα το ζήτημα της κατάχρησης των περιορισμών. Εάν ο σκοπός ήταν η πρόληψη των επεισοδίων, μια τέτοια πολιτική επιλογή, θα έπρεπε να σταθμιστεί και να υπαχθεί σ’ έναν διαφορετικό νομικό συλλογισμό από εκείνη που αφορά τη δημόσια υγεία. Αν πάλι συνηγορούσαν και οι δύο σκοποί, τούτο αφενός θα έπρεπε να προκύπτει με σαφήνεια από την περιοριστική διάταξη και αφετέρου να σταθμιστεί στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης τριών και όχι δύο συνταγματικών αγαθών. Το αποτέλεσμα (αστυνομική απαγόρευση), προφανώς, δε θα ήταν διαφορετικό, αλλά η κρατική εξουσία θα είχε δράσει με τον αναγκαίο βαθμό καλοπιστίας και διαφάνειας. Μια τέτοια διαδικασία θα ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να ελεγχθεί (και από τη δικαιοσύνη) εάν μιλούμε πράγματι για σύγκρουση αγαθών, εάν ο έλεγχος αναλογικότητας έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο και αν, τελικά, είναι συγγνωστή ή έστω ανεκτή η ενδεχόμενη ματαίωση του πυρήνα ενός δικαιώματος, προκειμένου να διασωθούν κάποια άλλα. Με άλλα λόγια, όταν ένα θεμελιώδες δικαίωμα ενδέχεται να προσβάλλεται (χρονικά περιορισμένα) στον πυρήνα του, και άρα η δράση των αρμόδιων αρχών πρέπει να ελεγχθεί με την μέγιστη δυνατή επιμέλεια, η ύπαρξη απώτερων και μη δηλούμενων σκοπών εύλογα προβληματίζει σχετικά με την τήρηση των ακραίων ορίων σταθμιστικής ευχέρειας.
Αντί κατακλείδας, θα ήταν σκόπιμο να αφιερώσουμε και μερικές γραμμές στον περίφημο «πυρήνα» του δικαιώματος. Στο δημόσιο διάλογο δε φαίνεται να δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η ολική απαγόρευση για ένα τριήμερο κάθε δημόσιας συνάθροισης άνω των τριών ατόμων προσβάλλει τον πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Ο πυρήνας κάθε δικαιώματος αποτελεί ένα minimum ελευθερίας που δε μπορεί να παραβιαστεί, ακόμα και αν τηρούνται οι λεγόμενοι «περιορισμοί των περιορισμών», πρακτικά δηλ. αν τα περιοριστικά μέτρα έχουν προβλεφθεί με ουσιαστικό νόμο και φαίνονται αναλογικά. Ουσιαστικά, η έννοια του απαραβίαστου πυρήνα αποτελεί έμμεση προειδοποίηση στην κρατική εξουσία ότι η αρχή της προστασίας και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (Άρθρο 2§1 Συντ.) και η σύστοιχη αρχή μη εργαλειοποίησης του ανθρώπου, σημαίνει −μεταξύ άλλων− πως κανένα μέτρο δεν επιτρέπεται να νεκρώνει το δικαίωμα. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι αν ο ελάχιστος αριθμός προσώπων (τρία άτομα) αποτελεί τον πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι προδήλως δύσκολη όσο και ευεπίφορη σε εξω-νομικές επιρροές. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην αρχική διαπίστωση, το ζήτημα δεν είναι τόσο κανονιστικό όσο, τελικά, πολιτικό και κοσμοθεωρητικό.
Στο πεδίο της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υφίστανται αρκετές ερμηνευτικές προσεγγίσεις και απόψεις, καθεμιά από τις οποίες δικαιολογεί ή απορρίπτει τη συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή. Ακόμα και στο καταστατικής σημασίας θέμα του πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι εύκολα η νομική επιστήμη θα μπορούσε να επιδοθεί σε ένα ιδιότυπο παίγνιο αριθμών, μεταξύ τριών, έξι ή εννιά κ.ο.κ συνερχομένων. Σε μια δημοκρατική, όμως, κοινωνία, όπως αναφέρθηκε, δεν κυβερνούν οι νομομαθείς, τουλάχιστον όχι υπό την επιστημονική τους ιδιότητα, ούτε κρίνουν συγκρούσεις συνταγματικών αγαθών οι ιατροί ή άλλοι επιστήμονες της υγείας. Σε αρχικό και γενικό επίπεδο αρμόδια είναι η πολιτική εξουσία (βουλή, κυβέρνηση), και σε ειδικό/συγκεκριμένο πλαίσιο –υπό τους όρους άσκησης της αρμοδιότητά της− η δικαιοσύνη. Επομένως, οι αρετές της μετριοπάθειας, της ειλικρίνειας και της διαφάνειας στη λήψη των αποφάσεων και τα ελατήρια της κανονιστικής βούλησης έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, αν επιθυμούμε τουλάχιστον να διαφυλάξουμε κάτι από το κύρος των θεσμών και την περιωπή των συνταγματικών αγαθών.