Με την κυρία Βέτα, μια ζωή οικιακά, μένουμε στην ίδια πολυκατοικία. Πετάγεται συχνά για ένα καφεδάκι στα γρήγορα, συνήθως το πρωί. Μια μέρα λοιπόν, κατά τις δέκα, χτύπησε το κουδούνι κι εμφανίστηκε με δύο μεγάλα κομμάτια φανουρόπιτα στο πιάτο (άσχετο- η γιορτή του αγίου δεν ήταν εκεί κοντά). Περιποιημένη, με το κολιεδάκι της το μαργαριταρένιο, μπλούζα με ασπρόμαυρα σχέδια και μαλλί κομμωτηρίου- κάσκα για μοτοσακό.
«Ρίκα μου, πού να στα λέω! Είμαι ενθουσιασμένη! Άρχισα μαθήματα δημιουργικής γραφής! Οι συναντήσεις γίνονται μία φορά την εβδομάδα, κρατάνε ένα δίωρο περίπου και μαθαίνουμε να γράφουμε.» Μιλούσε τόσο ενθουσιασμένη που κόντεψε να πνιγεί κάνα δυο φορές με το γλυκό. «Πρέπει να έρθεις κι εσύ, Ρίκα μου, να ανοίξεις τους πνευματικούς σου ορίζοντες.»
Μετά που έφυγε η κυρία Βέτα, γιατί είχε λέει να γράψει, (άκουσον), άνοιξα το φέισμπουκ και διαπίστωσα προς μεγάλη μου έκπληξη ότι και η μανάβισσα της γειτονιάς μου ανεβάζει γραφούμενά της (κάπως περίεργα), το ίδιο και η μικρή ανιψιά μου που πέρσι τελείωσε το σχολείο, η συνταξιούχος εφοριακός κυρία Αλέκα και τα λέει «ποιητικά», ο νεαρός που δουλεύει εξ ημισείας το ταξί με τον κουμπάρο του (;) γράφει τις «ιστορίες του νυχτοκάματου στο δρόμο» και μία αξιωματικός της αεροπορίας που ντρέπεται να δημοσιεύει αλλά βλέπει τα λάικ και παίρνει θάρρος!
Εγώ ήξερα τη Λάρισα να είναι η πόλη του καφέ και της διασκέδασης (κι άλλα, αλλά δεν είναι η ώρα) κι όχι της γραφής και της λογοτεχνίας. Και τώρα πάνε όλοι να μου ανατρέψουν ό,τι εικόνα είχα γι’ αυτόν τον τόπο μέχρι σήμερα.
Έκανα λοιπόν κι εγώ την έρευνά μου. Διαπίστωσα ότι λειτουργούν πάρα μα πάρα πολλές σχολές αδημιούργητης, εσωψυχικής, ιδιωματικής, ιδιότροπης, ψυχοβγαλτικής, αβίωτης και βιωμένης γραφής. Τμήματα για ενήλικες, έχοντες και μη έχοντες σώας τας φρένας και τας φτέρνας. Οι συναντήσεις γίνονται σε ταράτσες, ανήλιαγα υπόγεια, πατάρια καφενείων, ακόμα και σε μπαρ. Και είναι πρόθυμοι οι ενδιαφερόμενοι τα μαθήματα να γίνονται και νύχτα σαν το κρυφό σχολειό, με ένα μικρό κερί αναμμένο.
Στις συναντήσεις πηγαίνουν άνδρες, αλλά και γυναίκες κάθε ηλικίας (οι τελευταίες είναι περισσότερες). Αφήνουν παιδιά, σκυλιά, συζύγους, άρρωστους γονείς και πεθαμένους συγγενείς (μακριά από μας- με τα καντήλια τους σβηστά) και παρακολουθούν τα μαθήματα αυτά κάθε βδομάδα έχοντας ένα μπλε τετράδιο κι ένα στυλό. Τόσο λιτά κι απέριττα!
«Ρίκα, έμεινες πίσω» είπα στον εαυτό μου και το εννοούσα. «Καλά τα καφεδάκια με την κυρία Βέτα και με τις φίλες στους πεζοδρόμους, καλά τα ψώνια στη αγορά, άντε κι ένα σινεμά ή ένα θέατρο. Εδώ πρόκειται για την πνευματική και ψυχική σου ισορροπία, την καλλιέργειά σου ως άτομο. Αποφάσισε λοιπόν τι θα κάνεις, πού θα πας και γρήγορα!»
Πήρα σβάρνα τις λέσχες και τα καφενεία. Η πρώτη συνάντηση ήταν δωρεάν, αναγνωριστική (σαν τα αναγνωριστικά αεροσκάφη πάνω από εχθρικό έδαφος;) Νόμισα για μια στιγμή πως βρέθηκα στον μεσοπόλεμο, κάπου στο Παρίσι. Η κυρία γύρω στα εξήντα πέντε, συγγραφέας η ίδια, μα άφηνε την πικρία της κατατρεγμένης καλλιτέχνιδος σε όλα όσα έλεγε. Μιλούσε συνεχώς για το παρελθόν. Για το παρόν ούτε κουβέντα. Γνώριζε του πάντες αλλά δεν την ήξερε κανένας. Σφίχτηκε η ψυχή μου!
Δοκίμασα μετά την ομολογουμένως χαριτωμένη, χαμογελαστή κοπέλα, που πάει και η κυρία Βέτα, αλλά αυτή ξεχνούσε συνεχώς τι ήθελε να πει κι όλο «εεε» και «μμμ». Τελικά χάσαμε κι εμείς τον ειρμό μας, ξεχάσαμε και τι μας είπε να κάνουμε για την επόμενη φορά και φύγαμε όλοι μπερδεμένοι ένα κουβάρι. Απορώ πώς η κυρία Βέτα βγάζει άκρη με δαύτη!
Ο πιο ωραίος ήταν ένας μελαχρινός νεαρός, με κόκκινο κασκόλ στο λαιμό, που έγραφε ποίηση. Ωραίος φυσιογνωμικά εννοώ, γιατί αν θυμηθώ ότι κοίταζε έντρομος συνεχώς έξω από το τζάμι (που έβλεπε στον ακάλυπτο)… Μάλλον πίστευε ότι ζούσε στην πρώην ΕΣΣΔ και ο Λαβρέντι Μπέρια ήθελε το κακό του. Το μπλαζέ ύφος του έδειχνε ότι σίγουρα θεωρούσε τον εαυτό του καταραμένο ποιητή. Δεν αποφάσισα ποτέ ποιο τμήμα μου ταιριάζει. Αλλά όποιος δεν θέλει να ζυμώσει κλπ…κλπ…
Α, τώρα που είπα «ζυμώσει» θυμήθηκα γιατί σας τα διηγήθηκα όλα αυτά.
«Βέτα μου, γιατί έκανες φανουρόπιτα;» τη ρώτησα εκείνο το πρωί που ήρθε για καφέ, γεμάτη περιέργεια.
«Ρίκα μου, δεν με παρακολουθείς. Σου είπα, κάνω μαθήματα δημιουργικής γραφής!»
«Ωραία και μπράβο σου» είπα πάλι εγώ «και τι σχέση έχει αυτό με τον άγιο Φανούριο;»
«Να, ντε, θέλω να μου φανερώσει ένα καλό, ανατρεπτικό τέλος για το διήγημα που γράφω.»
Έμεινα κάγκελο. Κοίτα να δεις που η κυρία Βέτα θα μας βγει και διανοούμενη συγγραφέας από πάνω!