Επαρχιακή οδός Λάρισας- Τρικάλων. Μεσημέρι. Στη διασταύρωση με το Κουτσόχερο αυτοκίνητα σταματημένα. Το δρόμο έχουν κλείσει οι πρόσφυγες στις δομές φιλοξενίας. Το δικό μου, τρίτο αυτοκίνητο στη σειρά. Πολύχρωμες κοπέλες και μελαχρινοί νεαροί κάθονται στην άσφαλτο. Κρατάνε ανοιχτό πανό και φωνάζουν ρυθμικά. Το μουτράκι ενός μικρού κοριτσιού έρχεται και κολλάει στο παράθυρό μου.
Βυθίζομαι στα σκούρα πράσινα μάτια του.
«Θυμάμαι να κατεβαίνω σκαλιά σε διάφορα υπόγεια. Ένα από αυτά το σπίτι μας, δηλαδή μια γωνιά που τη βαφτίσαμε σπίτι και έμενα με τη μάνα και τα τέσσερα αδέρφια μου, και γύρω άλλες πολλές οικογένειες να σπρώχνονται για να πιάσουν θέση στο χωμάτινο πάτωμα.
Ένα άλλο ήταν σχολείο, το θυμάμαι απ’ τα πεσμένα χοντρά ξύλα κι άλλα δοκάρια που κρέμονταν πάνω από τα πολλά γυαλιστερά μάτια μας, κατεβαίναμε πολλές σκάλες γι’ αυτό. Η μάνα είχε πει μια μέρα που γυρίσαμε μες στη σκόνη, ότι δεν πρέπει να ξαναπάμε εκεί. Μια βόμβα έπεσε κοντά και παραλίγο να μας πλακώσει το ταβάνι. Αλλά δεν υπήρχε άλλο σχολείο κι εμένα μου άρεσε να κατεβαίνω δυο υπόγεια, είχε σκοτάδι κι όλοι έκαναν πλάκα μ’ αυτό.
Την ώρα που η μάνα μας σήκωνε κουρνιαχτό από χώμα τινάζοντας τα στρωσίδια, μας έπιανε βήχας. Το χειρότερο ήταν να αρρωστήσουμε, σχεδόν μας το απαγόρευαν, αν και παραδίπλα ήταν το νοσοκομείο. Κουβαλούσαν συνέχεια ανθρώπους και τους κατάπινε πάλι ένα υπόγειο. Τους είχαν τυλιγμένους με ένα σεντόνι τρύπιο και ματωμένο, μερικές φορές ήταν έτοιμο να σκιστεί στα δύο και να πέσει ο άρρωστος κάτω. Η μάνα μου έλεγε πως εκεί είναι νοσοκομείο, πάντως οι ξαπλωμένοι δεν φώναζαν, ούτε έδειχναν να πονούν, όπως η Φατιμέ, μια γειτόνισσα, που ούρλιαζε και τραβούσε τα μαλλιά της. Αυτή δεν την πήγαν ποτέ στο νοσοκομείο.
Μέσα στο νερό, είχα τα μάτια ανοιχτά μην χάσω τη μάνα και τ’ αδέρφια μου. Ήθελα να ήταν εκεί ο μπαμπάς! Να με σηκώσει αγκαλιά και να με βγάλει στη στεριά. Αλλά είχε τόσα πολλά όπλα συνέχεια κρεμασμένα γύρω του! Τον είδα τότε που πέρασε πάνω σ’ ένα φορτηγό. Με κοίταξε με νόημα απ’ την καρότσα κι έδειξε τα σκαλιά να κατέβω στο υπόγειο. Εγώ μόλις είχα βγει να πάρω αέρα γιατί μύριζε άσχημα και δεν άντεχα να πάω γρήγορα πίσω.
Αναγκάστηκα να το κάνω λόγω μιας έκρηξης που έγινε πολύ κοντά. Είδα φωτιά ανακατεμένη με καπνό να κατρακυλάει στον δρόμο εκείνο, που πριν λίγο πέρασε το φορτηγό με τον μπαμπά. Ήξερα τη στιγμή που έπρεπε να τρέξω, ήταν μόλις έφτανε στα πόδια μου αέρας με σκόνη και πέτρες.
Έψαχνα τη μάνα, τα αδέρφια μου, δεν τους έβλεπα. Είχε τόσο κόσμο γύρω μου, όλοι μου φαινόταν ίδιοι. Λυμένα μαντήλια, κολλημένα μουστάκια, ένα κεφάλι κούκλας που επέπλεε πιο κάτω. Οι γυναίκες και κάτι παιδιά, στρίγγλιζαν με το παραμικρό. Δεν ήξεραν να κολυμπούν, το φώναζαν συνεχώς. Το ξενοδοχείο που μας πήγαινε ο μπαμπάς τα καλοκαίρια είχε πισίνα. Δεν βγαίναμε από το νερό παρά μόνο όταν μας πονούσε το δέρμα από το ζάρωμα.
Έτσουζαν τόσο τα μάτια μου από την αλμύρα που δεν μπορούσα να δω καθαρά. Κατάπινα μπόλικο νερό, χωρίς να ξεδιψάω. Φούσκωσαν τα χείλη μου, έγιναν διπλάσια, σίγουρα έδειχνα άσχημη εκείνη τη στιγμή, παρόλο που μου άρεσε το κολύμπι. Κουράστηκα και ήθελα να τελειώσει αυτό το παιχνίδι.
Γύρω μου άνθρωποι, μισοί έξω, μισοί μέσα στη θάλασσα. Έσφιξα το κουρέλι στο χέρι μου, το κουβαλούσα παντού μαζί μου κι ύστερα κάποιος με άρπαξε, κολυμπήσαμε μαζί- να ήταν ο μπαμπάς μου; Μα αφού δεν μας ακολούθησε- δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, τα μαύρα του μαλλιά έμοιαζαν, έτσι όπως ήταν κολλημένα στο κεφάλι, σαν ζωγραφιστά.
Το φόρεμά μου ξεράθηκε στον ήλιο, έγινε χοντρό σαν πετσί. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου φοράω παντελόνι κάτω από τα φουστάνια μου. Μόνο που μεγάλωσα τώρα και με στενεύει, ή ψήλωσα κι έχει κοντύνει, πάντως δεν είμαι άνετα με το παντελόνι συνεχώς κολλημένο πάνω μου. Το κουρέλι μου κάνει παρέα όταν δεν έχω τι να κάνω. Ξεραίνεται κι αυτό τυλιγμένο γύρω στο χέρι μου, στην αρχή το γλύφω μέχρι να μαλακώσει κι ύστερα ρουφάω με δύναμη την αλμύρα του.
Στο σκοτάδι μπορώ και βλέπω κι αγκαλιάζω τη μάνα, στο φως της μέρας χάνεται. Και τόσος κόσμος γύρω μου, δεν με αφήνουν να κλείσω μάτι να κοιμηθώ. Μόνο περπατάμε. Τόσο πολύ δεν είχα περπατήσει ποτέ στη ζωή μου, όσο από την ώρα που βγήκα από τη θάλασσα. Τις λίγες στιγμές που με αφήνουν σε μια γωνιά ήσυχη, συνήθως στο χώμα, σκεπάζω τα μάτια με το κουρέλι και βλέπω χρωματιστές σκιές. Δεν ξέρω πού θέλουν να φτάσουμε.
Το καλό είναι ότι τώρα εδώ, δεν ακούμε βόμβες να πέφτουν, αεροπλάνα να πετούν πάνω από τα κεφάλια μας, εκρήξεις και πυροβολισμούς. Κι έχουμε σχολείο να μαζευόμαστε τα παιδιά. Οι σκηνές που μας έδωσαν είναι για τον ύπνο. Οι δίπλα έχουν όλοι τα πόδια έξω από τα πανιά, γιατί είναι πολλοί και δεν χωράνε ή γιατί μυρίζουν τα πόδια τους. Κουράστηκα να βλέπω τόσους ανθρώπους, πάμε όλοι μαζί σαν κοπάδι από πρόβατα, ή κατσίκια, ή τέλος πάντων σαν αυτά τα ζώα που ένας τσομπάνης τα βγάζει να βοσκήσουν…»
Το μπλόκο διαλύθηκε. Μια πολύχρωμη κοπέλα άρπαξε το κορίτσι από τα μπράτσα και την πήρε αγκαλιά. Έφυγαν προς τα κοντέινερ. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τη μικρή κάτι στη γλώσσα της ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Μου τα διηγήθηκαν όλα τα μάτια της. Και ήταν σαν να μου έλεγε «να τα πεις και στους άλλους, Ρίκα, τ’ ακούς;»
Συνέχισα σκεπτική το ταξίδι μου για Λάρισα. Με ορισμένα πράγματα δεν αστειευόμαστε. Τ’ αφήνουμε στη σωστή τους διάσταση και αν μπορούμε κάνουμε κάτι γι’ αυτά.