Στη Λάρισα, μήνα Δεκέμβριο, γίνεται το φεστιβάλ… επαιτείας. Σε όποιο σημείο της πόλης κι αν βαδίσεις, θα συναντήσεις άτομα που ζητούν την ελεημοσύνη σου κι επιλέγουν εσκεμμένα αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μια ανάσα δηλαδή πριν τις γιορτές. Είναι οι μέρες της αφθονίας, της χαρούμενης διάθεσης, του πνεύματος των Χριστουγέννων κι ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ε, δεν θα δώσεις το κατιτί σου; Συμφωνώ, αλλά μέχρι ποιου σημείου;
Ένα συνηθισμένο πρωινό βγήκα κι εγώ από το σπίτι και βάδισα προς το κέντρο της πόλης. Πρώτη στάση ο κρεοπώλης, να κάνω την παραγγελία μου. Στην πόρτα εμφανίστηκε μία γυναίκα με δυο πιτσιρίκια κολλημένα στη φούστα της δεξιά κι αριστερά, σαν αξεσουάρ.
«Δώστε μια βοήθεια, να πάρω ένα μπουκάλι γάλα για τα παιδιά». Τι να έκανα, της έδωσα ένα ευρώ και πενήντα λεπτά, της ρίχνει στο χέρι κι ο κρεοπώλης λίγα ψιλά κι έφυγε ευχαριστημένη. Το ίδιο ήμασταν κι εμείς που κάναμε την καλή μας πράξη.
Επί της Παπαναστασίου, περίπου στο ύψος του Ταχυδρομείου, να’ σου ένας νεαρός, ατημέλητος και με μαλλιά ακούρευτα να πετάνε δεξιά κι αριστερά.
«Μου δίνετε ένα ευρώ να πάρω μία τυρόπιτα…» Τον περιεργάστηκα με κάποια καχυποψία, αλλά μετά σκέφτηκα «τι στο καλό, ένα ευρώ είναι αυτό, δεν θα πτωχύνω.» Μέτρησα δύο πενηντάλεπτα και τα κοίταξε από κοντά, τα κοίταξε εξ αποστάσεως και μετά τα έχωσε στην τσέπη. Δεν θυμάμαι να με ευχαρίστησε, αλλά στον περαστικό πίσω από μένα άκουσα να ζητάει για να βγάλει εισιτήριο με το αστικό. Τυρόπιτα ή εισιτήριο δεν έδωσα σημασία.
Προχώρησα παρακάτω και στο φανάρι με την Παπακυριαζή με πλεύρισε μία νταρντάνα ξανθιά με μίνι φούστα και μαντίλι στο κεφάλι. Ψιθύρισε δίπλα στο αυτί μου «Έχεις δύο ευρώ;» λες και ήμασταν κολλητές ή της τα χρωστούσα ένα πράγμα. Έβγαλα το δίευρο που είχα στην τσέπη μου για να την απομακρύνω από δίπλα μου.
Έφυγα βιαστικά και διασχίζοντας την κεντρική πλατεία τσουπ ένας νεαρό με ραιβοποδία και περίεργο βάδισμα με τα πέλματα προς τα μέσα. Μου έτεινε το χέρι κι εκπαιδευμένη εγώ άνοιξα αδιαμαρτύρητα το πορτοφόλι και του έδωσα δύο εικοσάλεπτα και ένα δεκάλεπτο. Τα πήρε και έφυγε αστραπιαία «βαδίζει πολύ γρήγορα» σκέφτηκα και πήρα ανάσες περπατώντας στην πλατεία. Χάζεψα τη φάτνη, έριξα και μια κλεφτή ματιά αν είναι μέσα το θείο βρέφος, όλα καλά.
«Μία βοήθεια, παρακαλώ! Να σας δίνει ο Θεός υγεία, κι εσάς και τα παιδάκια σας» και «καλέ κυρία τι ωραία που είστε, αλλά ρίξτε κάτι, έχω μικρό παιδί…» βούιζε η Κύπρου από τη φωνή της κοπέλας με το μωρό στην αγκαλιά, εκεί κοντά τη διασταύρωση με τη Ρούσβελτ. Το κρατούσε σαν σακί με πατάτες κι είχε ένα καρότσι παιδικό αφημένο στη γωνία τόσο βρώμικο που μόνο να καθόταν το μωρό εκεί μέσα θα αρρώσταινε. «Α, το καημένο» είπα από μέσα μου «τι φταίει κι αυτό» κι έβγαλα ένα πενηντάλεπτο, ένα εικοσάλεπτο και δύο πεντάλεπτα.
Πέρασα απέναντι να μπω στην τράπεζα και στα σκαλιά ένας ρακένδυτος κρατάει ένα χαρτόνι που γράφει «ΙΜΕ ΝΙΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΟ». Έριξα στη χούφτα του δύο εικοσάλεπτα και πλέον το πορτοφόλι μου μένει στο χέρι να μην μπαινοβγαίνει στην τσάντα.
Τελείωσα τη δουλειά μου στην τράπεζα και μπροστά από τον φούρνο στην Κύπρου είδα ένα θέαμα που κι ο χειρότερος εφιάλτης ωχριά μπροστά του. Έναν άνθρωπο, προφανώς άρρωστο, που κάποιοι τοποθέτησαν επάνω σε μια κουβέρτα κι έχει τόση μετάλλαξη στο σώμα του… Άφησα ένα ευρώ και δύο πενηντάλεπτα και τελευταία στιγμή πέταξα στο τενεκεδένιο κουτάκι κι άλλα δυο εικοσάλεπτα. Μπήκα στο φούρνο να πάρω ψωμί και διαπίστωσα ότι δεν έχω μία! Οχτώ ευρώ και εξήντα λεπτά από το σπίτι στον φούρνο! Έδωσα κάρτα για 0,90 του ευρώ και έφυγα βιαστικά, έπρεπε να πάρω αυτοκίνητο και να πάω στο σούπερ μάρκετ.
Στα φανάρια της Ηρώων Πολυτεχνείου με τη Φαρσάλων με σταμάτησε το κόκκινο. Μπροστά μου ένας νεαρός με κορύνες έκανε τα ζογκλερικά του μέχρι να ανάψει το πράσινο. Άνοιξα το τζάμι και του έδωσα ξεφυσώντας δύο δεκάλεπτα από τα ψιλά που αφήνω στη μεσαία θήκη του αυτοκινήτου. Έφτασα στο σούπερ μάρκετ.
Στην είσοδο μία κοπέλα με ξανθό μαλλί και άβαφη ρίζα πέντε δάχτυλα σκούρη ψέλνει όποιον περνάει την πόρτα. «Δεν ζητάω χρήματα, ένα κουτί γάλα, μακαρόνια και πάνες για το μωρό». Το μωρό δεν ήταν παρόν και καλύτερα «πάρε της λέω τώρα δύο πενηντάλεπτα κι ένα εικοσάλεπτο» να μπω να ψωνίσω με την ησυχία μου.
Στην έξοδο με σταμάτησε μια μεγαλύτερη γυναίκα, μέλος των συμμετεχόντων στο φεστιβάλ, που κατέκλυσαν τη Λάρισα πριν τα Χριστούγεννα.
«Βγάλε καλέ μερικά πράγματα και δώσε για την κόρη μου… πήρες γάλα, πήρες μακαρόνια, δώσε και γι’ αυτήν κάτι, φόβο δεν έχεις; Ο Θεός βλέπει, κάνε το καλό και θα δεις κι εσύ προκοπή! Για τις άγιες μέρες που έρχονται, δώσε μια βοήθεια!»
Παράτησα τις σακούλες στα πόδια της, κάπως μου φάνηκε μεταφυσικό όλο αυτό και μπήκα στο αυτοκίνητο. Δεν άνοιξα ξανά το τζάμι για κανέναν, έμεινε κι ο ανάπηρος με το καρότσι αβοήθητος στα φανάρια της Ανθίμου Γαζή, το ίδιο κι ο άνδρας με το ένα χέρι, συγνώμη, λυπάμαι γι’ αυτό…
Μπαίνοντας στο σπίτι άκουσα τις φωνές των παιδιών από την κουζίνα «μαμάαα… πήγες για ψώνια;» Μόνο τότε συνήλθα και κατάλαβα τι είχε συμβεί. Προσέξτε κι εσείς, με τη ρέγουλα! Το φεστιβάλ… επαιτείας συνεχίζεται όλο τον μήνα. Κι ό,τι δεν δίνει ο Θεός με το καλό, το δίνουν οι άνθρωποι με το ζόρι, που λέει κι η Γλυκερία Μπασδέκη.