Το όνομά μου είναι Ρίκα (ricca: ιταλική λέξη που στα ελληνικά σημαίνει πλουσία). Βαρύ όνομα για τα ελληνικά δεδομένα (κάποτε in για τα λαρισαϊκά) και στην περίπτωσή μου αταίριαστο γιατί δεν μου τρέχουν κι απ’ τα μπατζάκια! Επίθετο Καζαλίνγκα (casalinga που πάλι εις την ιταλικήν είναι η νοικοκυρά). Ώπα, εδώ τώρα δεν θέλω σχόλιο γιατί και νοικοκυρά είμαι και δούλα και κυρά. Το επίθετό μου προσδιορίζει καλύτερα την τωρινή μου κατάσταση σε αντίθεση με το όνομα που περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Ως λοιπόν ετερόκλητη προσωπικότητα θα μεταφέρω στην ηλεκτρονική σας οθόνη αυτά που γίνονται στην πόλη που ζω, αναπνέω, διασκεδάζω, κλαίω και πονώ και δεν είναι άλλη από την εξωτική και πανέμορφη Λάρισα. Η πόλη του καφέ και της διασκέδασης. Τι, όχι; Δεν το λέω εγώ την χαρακτηρίζουν έτσι οι απανταχού δημοσιογράφοι!
Αλλά όπως ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά η Λάρισα δεν είναι μόνο αυτά. Έχει φυσικές ομορφιές, έχει θέατρα, σινεμά, ωδεία, πανεπιστήμια και της Λαρίσης το ποτάμι που το λένε Πηνειό (αν τυχόν και δεν με θέλεις κει θα πέσω να πνιγώ).
Εγώ λοιπόν που λέτε τρέχω να προφτάσω τον χρόνο που περνάει και κυλάει σαν το νερό. Και να κάνω αυτό που άλλοτε όταν ήταν ο καιρός μου δεν το κυνήγησα και το άφησα να περάσει, λόγω άλλων προτεραιοτήτων. Αλλά η ζωή είναι μία και μοναδική ανεπανάληπτη και δεν επιτρέπει τις πρόβες. Κάθε μέρα που περνάει είναι σαν μία παράσταση που ρίχνει βαριά την αυλαία της. Αλλά έστω και τώρα, δεν είναι αργά. Θα γράψω γι’ αυτά που με ξενίζουν, μου ξινίζουν, με νευριάζουν στους δρόμους, στους πεζόδρομους, στα καφέ, στα μπαρ, σε κάθε γωνιά της πόλης μου. Τα θέματα που απασχολούν την καθημερινότητά μας.
Πολιτογραφημένη πλέον Λαρισαία θα σας πω το πιο σύντομο ανέκδοτο που κυκλοφορεί στα μέρη μας: αντικαπνιστικός νόμος. Δεν είναι τυχαίο που οι έλεγχοι ξεκίνησαν από τη Λάρισα, πόλη αυτών που είπαμε παραπάνω. Στην πραγματικότητα ήθελαν να δουν σε ποιο σημείο έχει φτάσει, μετά από τόσα χρόνια, η φαντασία των ιδιοκτητών καφέ μπαρ, εστιατορίων και λοιπών χώρων διασκέδασης προκειμένου να μην χάσουν πελατεία. Τασάκια με την κλασική έννοια του όρου δεν βρέθηκαν ποτέ. Οι επιφάνειες των τραπεζιών σηκώνονται κι έχουν θήκη όπως κάτι πράσινα ξύλινα θρανία στα ελληνικά σχολεία του ’60. Εκεί μέσα τα κρύβουν. Είδαν τασάκια εναερίτες, σταχτοδοχεία αναδιπλούμενα που γίνονται κύβοι του Ρούμπικ, εντόπισαν της μιας χρήσης που μετατρέπονται σε θήκη για τα γυαλιά ή αυτά που μοιάζουν με μικρό ανθοδοχείο, σηκώνεις το ματσάκι με τα λουλούδια και ρίχνεις τη στάχτη σου. Τι κομψό! Οι ελεγκτές έδωσαν συγχαρητήρια κι επαίνεσαν την εφευρετικότητα. Αντιθέτως τα χάρτινα ποτηράκια με τη βρεγμένη χαρτοπετσέτα και τα άδεια μπουκάλια μπύρας αποδοκιμάστηκαν κι έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις στους υπεύθυνους των χώρων αναψυχής να μην πέφτουν σε προχειρότητες αλλά να βάλουν τη γκλάβα τους να δουλέψει λίγο περισσότερο.
Το κάπνισμα είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός. Όπως και το να μην θέλει κάποιος να εισπνέει τον καπνό του άλλου επίσης. Αλλά οι νόμοι είναι νόμοι. Οι καπνιστές, κατά τον έλεγχο, προκειμένου να αποφύγουν την καμπάνα (επίπληξη προς το παρόν αλλά στο μέλλον παφ και πεντακοσάρικο), κράτησαν τον καπνό στο στόμα τους για τουλάχιστον ένα τέταρτο της ώρας. Κάποιοι τον έβγαλαν άθελά τους από τ’ αυτιά και τα μάτια και άλλοι έπαθαν σπαστικό βήχα κι ελευθέρωσαν άσπρα συννεφάκια καπνού που βιάστηκαν να τα διαλύσουν με το χέρι τους ενώ ο μαγαζάτορας έκανε πιρουέτες και ζογκλερικά με φωτιές για να απασχολήσει τους αστυνομικούς και τον ελεγκτή. Η μυρωδιά του τσιγάρου όμως ήταν εκεί και ιδιαίτερα έντονη. Επικαλέστηκαν άπαντες κάτι διακοσμητικούς ναργιλέδες, που το προσωπικό τους ξεσκόνισε και τους έστησε στον πάγκο του μπαρ ως εξιλαστήρια θύματα.
Απ’ τα εξωτερικά, που χρόνια και ζαμάνια τώρα απαγορεύεται το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους, φτάνουν ιστορίες στ’ αυτιά μου για το πόσο ωραία είναι να βγαίνεις έξω να κάνεις το τσιγάρο σου, στο καθαρό αέρα. Γέλια, χαρές, γνωριμίες με ενδιαφέροντες νεαρούς και νόστιμες νεαρές. Συγνώμη, αλλά η Λαρισαία για τον άντρα της δεν το δέχεται αυτό εκτός αν και η ίδια καπνίζει και βγαίνουν να καπνίσουν έξω εναλλάξ. Κι έτσι ενόψει του χειμώνα, εγώ η μη καπνίστρια ξεκινάω να ψάχνω για εκείνα τα μαγαζιά και μόνο που μπορείς ανενόχλητος να ανάψεις το πούρο σου. Θες ότι θα έχουν άνοιγμα από πάνω σαν το πλανητάριο, θες δεν θα υπάρχουν πλευρικοί τοίχοι, ή θα καθόμαστε κάτω από το γκριλ στους 250 να πάρουμε χρώμα πάντως θα βρω το κατάλληλο μαγαζί για την έξοδο με την παρέα μου. Γιατί ας μην καπνίζω η ίδια, αλλά το κάνουν βλέπεις ασύστολα ο σύντροφός μου, οι φίλες κι οι φίλοι μου, ακόμη κι ο θεριακλής γείτονάς μου που πρόσφατα μου εξομολογήθηκε το εξής:
«Καπνίζω πάρα πολύ, ρε Ρίκα, και παντού, παρόλο που διαβάζω ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία. Τι να κάνω;»
«Κόψε το διάβασμα» του απάντησα και σκάσαμε στα γέλια.