Κόσμος στην αυλή μαζεμένος γύρω από την κυρία Κοκοβίκου κι έναν αστυνομικό. Η κυρία Παπαμήτρου κρυφοκοιτάζει από ένα άνοιγμα της κουρτίνας.
«Κυρία Παπαμήτρου… μην κρύβεστε πίσω απ’ τις κουρτίνες! Ελάτε να τα πούμε τώρα που είναι κι ο κύριος Πόλισμαν εδώ.»
Η κυρία Παπαμήτρου βγαίνει φουρκισμένη στη βεράντα.
«Εγώ είμαι μια παντρεμένη κυρία και δεν καταδέχομαι να κατέβω στην πόρτα μιας αστεφάνωτης, μιας παστρικιάς!»
Κι αν νομίζετε ότι ο γνωστός διάλογος ανήκει μόνο στην ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» γελιέστε οικτρά. Παίχτηκε και στη Λάρισα η ίδια σκηνή αλλά τα πάνω κάτω!
Πρωί-πρωί η Τίτσα, η παστρικιά του τρίτου ορόφου, άπλωσε τις βρωμοκουρτίνες της απ’ τα κάγκελα κι εκείνες έγλειφαν με αναίδεια τα ασπρόρουχα της κυρίας Θέκλας, της «δόξη και τιμή», κάτω στον δεύτερο. Το αεράκι κουνούσε απαλά το ύφασμα (2,30 φάρδος επί 6,00 μέτρα ύψος.) Έλα όμως που η κυρία Θέκλα, ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος αλλά και του οικοπέδου που έδωσε πριν χρόνια αντιπαροχή, ενοχλήθηκε τα μάλα από το σατέν ντουμπλαρισμένο φύλλο κουρτίνας, το θεώρησε κακόγουστο κι επιπλέον δεν ανεχόταν που ακουμπούσε αυθάδικα τα δικά της απλωμένα ρούχα.
«Μολύβι και χαρτί» φώναξε στην οικιακή της βοηθό η κυρία Θέκλα.
«Μολύβι και χαρτί» επανέλαβε έντρομη κι εκείνη. Τσακίστηκε να της τα φέρει και τα ακούμπησε στο τραπεζάκι του χολ.
«Γράψε» την πρόσταξε η κυρία Θέκλα. «Μάτια δεν έχεις; (αυτό πήγαινε στην Τίτσα) Μην κρεμάς τα ρούχα μέχρι κάτω, έχουμε απλωμένα ρούχα. ΣΕΒΑΣΜΟΣ!!!»
«Κυρία, τη λέξη ρούχα τη γράψαμε δύο φορές.»
«Σιωπή αναιδέστατη, γιατί θα τη πληρώσεις εσύ. Φέρε μου ένα μανταλάκι και το ψαλίδι της κουζίνας.»
Με το ψαλίδι η κυρία Θέκλα που έτρεμε το χέρι της απ’ τα νεύρα, έκοψε όσο πιο άτσαλα μπορούσε την κουρτίνα για να μην επιδιορθώνεται. Ως γνωστόν ο σεβασμός επιβάλλεται, δεν εμπνέεται… ή το αντίθετο; (δεν θυμάμαι) Έπιασε το σημείωμα με το μανταλάκι και κάθισε να περιμένει την αντίδραση της Τίτσας.
Περασμένες τρεις το μεσημέρι γύρισε η αποπάνω, (ποιος ξέρει πού σουλτούκευε όλη μέρα) και βγήκε να μαζέψει την κουρτίνα. Το μανταλάκι τη βάρεσε κατακούτελα και με θολή όραση διάβασε το γραπτό μήνυμα που της έστειλε η αποκάτω.
«Την αστυνομία και γρήγορααα» φώναξε χωρίς δεύτερη σκέψη η Τίτσα.
«Κύριε αστυνόμε, μου κατέστρεψε την καλή κουρτίνα του σαλονιού. Τι έκανα, την άπλωσα στα κάγκελα να στεγνώσει, όπως κάνει όλος ο κόσμος!» Κι έβαλε τα κλάματα.
Ο αστυνομικός συμπόνεσε την μικρή κι άβγαλτη παιδίσκη ετών 39 και χτύπησε υπηρεσιακά και με μεγαλοπρέπεια το κουδούνι της κυρίας Θέκλας.
«Δεν τη χωνεύω» δικαιολογήθηκε η κυρία Θέκλα. «Χρησιμοποιεί το λάθος απορρυπαντικό και το μαλακτικό της μου βρωμάει. Δεν έπρεπε να της νοικιάσω το διαμέρισμα, να την έχω και πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ας όψεται η κόρη μου που πήγε και παντρεύτηκε στην Αθήνα. Τι έδινα εγώ τα οικόπεδά μου για αντιπαροχές; Ποιος θα μου φέρει αύριο μεθαύριο ένα ποτήρι νερό;» ξέσπασε σε ένα υπαρξιακό παραλήρημα.
«Το λόγο έχουν από δω και στο εξής οι δικηγόροι» τσίριξε η παιδίσκη του τρίτου και βρόντηξε τόσο δυνατά την πόρτα που σείστηκε το ταβάνι του δευτέρου.
Ο Νώντας γύρισε κουρασμένος από το χωράφι. Ο ήλιος έμπαινε άπλετος στο σαλόνι και χάρηκε για κάποιον λόγο. Αλλά μόλις αντίκρισε τη συμβία του με πρησμένο το πρόσωπο από το κλάμα, του έφυγε η χαρά.
«Μου έκοψε με ψαλίδι την κουρτίνα του σαλονιού. Πάει, άχρηστη.» Ρούφηξε με φασαρία τη μύτη της κι άφησε έναν λυγμό κι ύστερα ένα «αχ».
«Αυτό είναι όλο;» την απάντησε τρυφερά ο Νώντας. «Θα σου πάρω άλλη, βρε κουτό.» (λεφτά υπάρχουν)
«Τι ανεπρόκοπη με είπε, τι παστρικιά» συνέχισε η Τίτσα, «μέχρι κι αστεφάνωτη με αποκάλεσε μπροστά στον αστυνομικό» (ψέματα). Πάλι κλάμα, ρούφηγμα μύξας, λυγμοί κι αναστεναγμοί.
Ο Νώντας σοβάρεψε. «Κοίτα που για μια κουρτίνα θα αναγκαστώ να βάλω και κουλούρα!» σκέφτηκε έντρομος.
«Δεν είμαι καλά» είπε κι έπεσε στον καναπέ. «Ένα σφίξιμο στο στήθος»
«Νώντα, να καλέσω ασθενοφόρο; Και σου πήρα απέξω σουτζουκάκια που σου αρέσουν.»
«Σουτζουκάκια; Βάλε να φάω πρώτα, μπορεί να είναι στομαχικό.»
Αυτό ήταν. Μετά από μια βδομάδα, η κυρία Θέκλα ανέβηκε για καφέ (άκουσον) στον τρίτο. Πήρε βλέπεις το προσκλητήριο της Τίτσας για τον γάμο της με τον Νώντα. Φεύγοντας έσταζε γλύκα: «Να ζήσετε κορίτσι μου, η ώρα η καλή. Κι όσο για το δώρο μου, το κανονίσαμε. Τις κουρτίνες για το σαλόνι θα στις αγοράσω εγώ!»
Υ.Γ. Ενός λεπτού σιγή για τον χαμένο ανθυπολοχαγό, που λέει κι η φίλη μου η Σοφία.