Αίμα, πόνος, δυστυχία και φόβος. Οι εικόνες από το Ισραήλ και την Λωρίδα της Γάζας κάνουν, για μια ακόμη φορά, τον γύρο του κόσμου, και ο πλανήτης κρατάει την ανάσα του για όσα συμβαίνουν μα περισσότερο για όλα όσα μπορεί να συμβούν.
Οι αντιδράσεις σε ολόκληρο τον κόσμο είναι πολλές και ένα κλίμα φόβου επιβάλλεται πλέον σε κάθε του γωνιά. Φαντάσματα του παρελθόντος ξεθάβονται, συναισθήματα οργής και ρατσισμού τείνουν να επιβληθούν στις ελεύθερες κοινωνίες της Δύσης και το ρολόι του χρόνου δείχνει να γυρίζει και πάλι πίσω, στις σκοτεινές εποχές της ανθρωπότητας.
Βλέποντας και διαβάζοντας τα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή, προσπαθώντας να ξεχωρίσω την αλήθεια από την προπαγάνδα, τηλεφώνησα σε έναν καλό φίλο, τη φωνή του οποίου είχα να ακούσω καιρό. Κατηγορώ ενδόμυχα τον εαυτό μου γι’ αυτό. “Γιατί να τον θυμηθώ τώρα;”
Δεν άφησα την σκέψη αυτή να με καταβάλλει, γνωρίζοντας μέσα μου πως η εσωτερική επεξεργασία της θα είναι δύσκολη. Ο καλός μου φίλος, Εβραίος στην καταγωγή, με σημαντική θέση στην ελληνική κοινωνία και αγώνες στην πλάτη του για τα δικαιώματα της Εβραϊκής κοινότητας, μου έδωσε την εντύπωση πως περίμενε το τηλεφώνημα αυτό.
“Τι γίνεται πάλι εκεί κάτω; Πώς τα βλέπεις; Τι αισθάνεσαι;”
Ο ίδιος πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε με ήρεμη φωνή: “Γράψε, θα σου πω μια ιστορία και ίσως καταλάβεις…”
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λάρισα. Στη δεκαετία του 60 σαν παιδί και του 70 σαν έφηβος. Μέσα σε μια παραδοσιακή Εβραϊκή οικογένεια. Μια οικογένεια με κοινωνική παρουσία στην πόλη που, όπως και όλες οι Εβραϊκές οικογένειες στη Λάρισα, ποτέ δεν απομονώθηκε, ποτέ δεν φοβήθηκε, ποτέ δεν ένοιωσε να απειλείται. Πήγα στο Εβραϊκό Δημοτικό σχολείο της Λάρισας. Παιδιά λίγα, ειδικά στην ίδια τάξη με εμένα, που δεν έφταναν για να κάνουμε ομάδες για μπάλα. Έπαιξα μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς μου, τα Χριστιανόπαιδα, έπαιξα μαζί τους κυνηγητό, κρυφτό, μπλέχτηκα σε παιδικούς καυγάδες μαζί τους. Ποτέ δεν με έκαναν να αισθανθώ ότι είμαι διαφορετικός. Μόνο εκείνες τις ήσυχες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας που οι Χριστιανικές οικογένειες νήστευαν και πήγαιναν στην Εκκλησία, ένοιωθα μια ψυχρότητα, μια απόσταση όχι από τα παιδιά, από τους γονείς τους που τα συνόδευαν. Μετά την Ανάσταση, και αφού έκαιγαν τον Εβραίο στο προαύλιο της Εκκλησιάς, όλα καλά. Πάλι μπάλα μαζί παίζαμε, πάλι όλη μέρα μαζί γυρνάγαμε με τα ποδήλατα. Μετά πήγα στο Γυμνάσιο Αρρένων, σοκ. Από τα 20-25 παιδιά όλα κι όλα στο Δημοτικό μου, βρέθηκα με τόσα στο τμήμα μου μόνο. Έκανα καινούργιους φίλους, Χριστιανοί όλοι, έγινα κολλητός με κάποιους, φιλίες που μέχρι σήμερα κρατάνε γερές. Κάθε πρωί, την ώρα της προσευχής στο προαύλιο, στεκόμουν με σεβασμό ενώ τα άλλα παιδιά έκαναν το σταυρό τους, κι αν εξαιρέσω τις λίγες φορές σε όλα τα χρόνια που κάποιος καινούργιος καθηγητής δεν ήξερε ότι ήμουν Εβραίος και με μάλωνε που δεν έκανα το σταυρό μου, κανένα πρόβλημα. Είχα απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, έβγαινα έξω από την τάξη και μάλλον οι άλλοι με ζήλευαν για αυτό, όπως και για το ένα λιγότερο μάθημα που πάντα είχα την περίοδο των εξετάσεων.
Από τη δεκαετία του 60, μικρό παιδί γάρ, δεν θυμάμαι και πολλά. Θυμάμαι όμως έντονα τις αναχωρήσεις. Νωπή σχετικά ακόμα η δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ, οικογένειες ολόκληρες, φτωχές κατά κύριο λόγο, έφευγαν για μια καλύτερη ζωή στο νέο Κράτος. Θυμάμαι κάμποσες φορές να πηγαίνω με τους γονείς μου στο σταθμό του τρένου για να χαιρετήσουμε θείους και ξαδέλφια που είχαν πάρει τη μεγάλη απόφαση να κάνουν αλιγιά, να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Γη της Επαγγελίας. Ο Πατέρας μου, ένας μορφωμένος άνθρωπος από τους λίγους που τότε υπήρχαν στην Κοινότητα, βοηθούσε τις οικογένειες αυτές με τη γραφειοκρατία που χρειαζόταν για να μπορέσουν να φύγουν. Θυμάμαι τα σπίτια τους, που έκλειναν, θυμάμαι τους παππούδες και τις γιαγιάδες των φίλων μου που από τη μια έκλαιγαν κι από την άλλη τους συνόδευαν με τις προσευχές τους στη νέα Πατρίδα. Να μας γράφετε, τους φώναζαν, καθώς το τρένο αναχωρούσε κουρασμένο για την Αθήνα, να προσέχετε στο καράβι και μόλις φτάστε στείλτε μας ένα τηλεγράφημα, να ξέρουμε ότι είστε καλά.
Εκεί κοντά στα οκτώ, ρώτησα μια μέρα τον Πατέρα μου. Μπαμπά, γιατί φεύγουν; Γιατί εκεί παιδί μου θα είναι καλύτερα για αυτούς, μου είπε. Δεν ρωτούσα περισσότερο. Αργότερα, όταν πια τα γράμματα άρχισαν να φτάνουν τακτικά είχαν και φωτογραφίες. Σε μια, ο θείος και η θεία με τα ξαδέλφια μου και κάποιους άλλους μαζί που δεν τους γνώριζα, χαμογελαστοί, έδειχναν πραγματικά χαρούμενοι. Σε μιαν άλλη, ο θείος Νισσίμ κρατούσε ένα φτυάρι στο χέρι του, δίπλα σε ένα τρακτέρ, φορούσε μπότες και πατούσε σε ένα χωράφι. Και η θεία Ρικέτη, σε μια φωτογραφία μέσα σε μια κουζίνα μαζί με πολλές άλλες κυρίες που δεν τις ήξερα. Που είναι μπαμπά ο θείος και η θεία; Είναι σε ένα Κιμπούτς παιδί μου, εκεί μένουν τώρα, μαθαίνουν τη γλώσσα, εκεί δουλεύουν, εκεί πάνε και τα ξαδέλφια σου σχολείο. Θα μείνουν εκεί λίγα χρόνια και μετά αν θέλουν μπορούν να φύγουν, να πάνε να μείνουν όπου τους αρέσει.
Εσύ μπαμπά μου είχες πει ότι θα είναι καλύτερα εκεί, είπα. Ο θείος εδώ είχε μαγαζί που έφτιαχνε σόμπες, είναι καλύτερα τώρα που δουλεύει στα χωράφια; Ο Πατέρας μου με κοίταξε με εκείνο το ύφος που είχε πάντα όταν καταλάβαινε ότι έπρεπε πια να δώσει πιο πολλές εξηγήσεις.
Άκου παιδί μου. Μπορεί ο θείος Νισσίμ να κουράζεται εκεί, να κάνει δουλειές που δεν ήξερε, αλλά είναι στο Ισραήλ. Το Ισραήλ τον έχει ανάγκη, πρέπει να βοηθήσει και αυτός να σταθεί στα πόδια του, είναι ακόμα πολύ νέο το Κράτος. Πάρα πολλοί Εβραίοι από όλο τον κόσμο πάνε στο Ισραήλ, γιατί το Κράτος πρέπει να μεγαλώσει και να είναι δυνατό. Εκεί οι Εβραίοι είναι ευτυχισμένοι γιατί είναι στο σπίτι τους. Πήρε πολλά χρόνια και πολλούς αγώνες για να γίνει το Ισραήλ και τώρα που υπάρχει πρέπει όλοι να το βοηθήσουμε. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Σιωνισμό αυτή. Δεν ρώτησα τον πατέρα μου, καλά αφού είναι έτσι γιατί δεν πάμε και εμείς εκεί; Ίσως γιατί φοβόμουν μια απάντηση ότι κάποια μέρα μπορεί και εμείς να πάμε. Εγώ περνούσα μια χαρά στη Λάρισα, δεν ήθελα να φύγω.
Ήμουν πάντα εκεί, στην αίθουσα εκδηλώσεων της Κοινότητας, όταν έρχονταν εκπρόσωποι της Πρεσβείας από την Αθήνα, να μας μιλήσουν και να μας δείξουν ταινίες από το Ισραήλ. Όλα φαίνονταν όμορφα, παντού τραγούδια και χοροί, απέραντες εκτάσεις με πορτοκάλια, όμορφες παραλίες και εικόνες από στρατιώτες, πολλοί στρατιώτες και στρατιωτίνες. Πάνω στα τζίπ, πάνω στα τανκς, εικόνες από τις ασκήσεις τους, σκηνές από τις παρελάσεις τους. Περηφάνεια.
Εκείνη την ημέρα ήμασταν στη Συναγωγή, Γιόμ Κιπούρ. Μια μέρα που τότε στην οικογένεια μου, όπως και στις περισσότερες της Λάρισας, δεν άνοιγε η τηλεόραση. Όταν η λειτουργία τελείωσε και με βήμα γοργό γυρίσαμε στο σπίτι για το φαγητό μετά από μια ολόκληρη μέρα νηστείας, άνοιξε και η τηλεόραση. Το Ισραήλ ήταν σε πόλεμο με τους Άραβες και οι ειδήσεις μιλούσαν ήδη ότι οι Άραβες επιτέθηκαν την πιο ιερή μέρα του χρόνου για να καταλάβουν το Ισραήλ εξ απήνης, ακριβώς την ώρα που όλοι σχεδόν οι Ισραηλινοί προσεύχονταν στις Συναγωγές. Θυμάμαι τον πατέρα μου να απαιτεί νεκρική ησυχία για να ακούσει τις ειδήσεις και το πρόσωπο του να χάνει το χρώμα του. Η μητέρα μου, του έπιασε το χέρι ψέλλισε ένα «Σμά Ισραέλ» στα χείλη της και έβαλε στην αγκαλιά της τον αδελφό μου που καθόταν δίπλα της. Η νόνα μου, όπως κάθε φορά που κάτι την φόβιζε, είπε «Αντιό, αντιό σενιόρ ντέλ μούντο» και ο παππούς μου δεν δίστασε «τους κερατάδες τους Άραβες, άντε πάλι τα ίδια». Κοκκάλωσα, δεν έβγαλα μιλιά. Όταν τέλειωσαν οι ειδήσεις, η κουβέντα ήρθε αμέσως στους συγγενείς μας στο Ισραήλ. Πως να είναι άραγε; θα είναι καλά; Ο Ζακίνος, ο μεγάλος γιός του θείου Νισσίμ είναι στρατιώτης, ο Θεός να το έχει καλά το παλληκάρι.
Τις επόμενες μέρες η αγωνία χτυπούσε κόκκινο, μόνη πηγή οι ειδήσεις από το ΕΙΡΤ και την ΥΕΝΕΔ αλλά και στο ραδιόφωνο, στα βραχέα, από το BBC με άμεση μετάφραση από τον μεγάλο μου αδελφό που είχε πάρει το ρόλο του στα σοβαρά. Το Ισραήλ που αιφνιδιάστηκε τις πρώτες μέρες του πολέμου, έδειχνε να ανακτά τον έλεγχο και να απωθεί τους εχθρούς του. Από τη μια μάχη στην επόμενη, μόνο νίκες για το στρατό του Ισραήλ. Χαρές, χαμόγελα, περηφάνεια. Αλλά και αγωνία για τους συγγενείς, φρέσκα νέα τους ακόμα δεν είχαμε.
Σε δυο περίπου εβδομάδες έφτασε το πρώτο γράμμα. Από τη θεία Ρικέτη, όπως έγραφε στη θέση του αποστολέα. Η μητέρα μου το πρόσεξε αμέσως, ήταν περίεργο, όλα τα γράμματα είχαν πάντα αποστολέα τον θείο Νισσίμ. Καχύποπτη όπως συχνά ήταν η μητέρα μου, γλίστρησε αθόρυβα στην κουζίνα, φώναξε το μπαμπά και κλείστηκαν εκεί μαζί. Πέντε λεπτά μετά, η πόρτα άνοιξε. Ήταν οι δυο τους πιασμένοι από το χέρι και έδειχναν κλαμένοι, βουρκωμένα ήταν τα μάτια τους. Εγώ κάτι σκάλιζα στο τετράδιό μου, ο αδελφός μου τους ζύγωσε. Τι συμβαίνει, τους ρώτησε; έκανα ότι δήθεν έγραφα κάτι, αλλά έστησα το αυτί μου να ακούσω. Ο θείος Νισσίμ, παιδί μου, ο θείος Νισσίμ χάθηκε, σκοτώθηκε στον πόλεμο. Μας έστειλε γράμμα η θεία Ρικέτη και μας το ανακοίνωσε. Καλά πως έγινε αυτό; ρώτησε ο 14χρονος αδελφός μου; Εγώ μούγγα, φοβισμένος αλλά και περίεργος να ακούσω χωρίς να καταλάβουν ότι κρυφάκουγα που μίλαγαν χαμηλόφωνα, ήξερα ότι θα σταμάταγαν αν με έπαιρναν χαμπάρι.
Η θεία Ρικέτη μας έγραψε ότι όταν μπήκαν οι Άραβες από την Αίγυπτο μέσα στο Ισραήλ, τους αιφνιδίασαν. Το Κιμπούτς του θείου Νισσίμ είναι κοντά στα σύνορα, όταν τους πήραν χαμπάρι, οι άνδρες πήραν τα όπλα και προσπάθησαν να προστατέψουν γυναίκες και παιδιά, ήταν όμως πολύ λιγότεροι και σκοτώθηκαν, από ότι μας έγραψε, αρκετοί. Λίγοι μόνο γλύτωσαν που μπόρεσαν να ξεφύγουν.
Μα ο θείος Νισσίμ ήταν μεγάλος μπαμπά, σχεδόν στην ηλικία τη δική σου, γιατί πολέμησε; ρώτησε ο αδελφός μου. Στο Ισραήλ παιδί μου όλοι πολεμάνε, και οι νέοι, όπως ο ξάδελφός σου ο Ζακίνος και οι μεγαλύτεροι όπως ο θείος Νισσίμ, έτσι είναι εκεί, όλοι στρατιώτες γίνονται όταν έχουν πόλεμο.
Τα πολλά επόμενα χρόνια το μνημόσυνο για το θείο Νισσίμ ήταν πάντα μια ιδιαίτερη μέρα και στην οικογένεια μας και στην Κοινότητα. Νισσίμ Αγκιμπόρ, Νισσίμ ο Ήρωας, έτσι τον μνημόνευε ο Ραββίνος στη δέηση. Κι όταν το 1979 η Αίγυπτος και το Ισραήλ συμφώνησαν για την ειρήνη μεταξύ τους, στη γιορτή που έγινε στην αίθουσα της Κοινότητας, η φωτογραφία του θείου Νισσίμ δέσποζε στον τοίχο ακριβώς κάτω από τον χάρτη του Ισραήλ.
Τρία χρόνια αργότερα, φοιτητής πια στην Αθήνα, ξεσπάει ο πόλεμος στον Λίβανο. Ο Παπανδρέου, νέος Πρωθυπουργός, υποδέχεται στην Αθήνα τον Γιασσέρ Αραφάτ με τιμές αρχηγού Κράτους, το λαϊκό συναίσθημα παντού είναι εναντίον του Ισραήλ, οι πορείες διαμαρτυρίας προς την Πρεσβεία του Ισραήλ καθημερινές, η Εύη Δεμίρη βάζει τα κλάματα την ώρα που εκφωνεί τις ειδήσεις, με τις εικόνες από τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ μέσα στο Λίβανο να σοκάρουν. Ο κόσμος όλος είναι εναντίον του Ισραήλ. Δεν υπάρχει βήμα να μπορείς να μιλήσεις, να πεις τη γνώμη σου, στο Πανεπιστήμιο παντού σημαίες της PLO και φωτογραφίες του Αραφάτ, οι σημαίες του Ισραήλ παραδίδονται στην πυρά, παντού. Στα Προπύλαια, στη Νομική, στο Πολυτεχνείο. Είμαι στέλεχος της Εβραϊκής Νεολαίας, πρέπει να κάνουμε δουλειά, λένε κάποιοι, για να πούμε στο κόσμο ότι άλλο το Ισραήλ και άλλο εμείς οι Εβραίοι. Νευριάζω. Όταν όλα ήταν καλά για το Ισραήλ και ο κόσμος το θαύμαζε για τη δύναμη του και τις επιτυχίες του, δεν τόπαμε αυτό. Σήκωσα τη φωνή μου. Τώρα γιατί; Επειδή φοβόμαστε από τον αντισημιτισμό που φέρνει ο πόλεμος στον Λίβανο; Βρίσκω πολύ υποκριτική τη στάση αυτή, διαφωνώ. Χωρίς να το πολυκαταλάβω ξεκινούσα μια μακρά πορεία συμμετοχής στα Εβραϊκά κοινά, αντίδρασης κατά του αντισημιτισμού, ακόμα κι όταν εκφραζόταν συγκαλυμμένα σαν αντι-Ισραηλινισμός ή σαν αντι-Σιωνισμός.
Ασχολήθηκα πιο πολύ με το πεδίο, δεν με γοήτευε ποτέ η θεωρία ούτε οι πολλές αναλύσεις. Μέσα στα χρόνια έγραψα, έγραψα πολλά για τον αντισημιτισμό, βγήκα στους δρόμους να διαμαρτυρηθώ, πήρα θέση απέναντι και σε κάποιους επώνυμους και ισχυρούς, ζήτησα την συμπαράσταση της δικαιοσύνης, εκτέθηκα. Και ναι, κάποιες φορές κινδύνευσα. Και φοβήθηκα. Είχα πάντα μια σταθερή άποψη και δεν την έκρυψα. Ναι. Κατά των Εβραίων, όλων των Εβραίων, στρέφεται όποιος κατά του Ισραήλ στρέφεται σε βαθμό δυσανάλογα ψηλότερο από την εναντίωση σε κάποιες επιλογές του. Γιατί το Ισραήλ ιδρύθηκε ως Κράτος για να είναι το Κράτος για τους Εβραίους όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από το αν επιλέγουν να ζήσουν σε αυτό ή να μένουν στη διασπορά. Και εγώ είχα και έχω, και όλοι οι Εβραίοι, αντιρρήσεις με πολλές επιλογές του Ισραήλ μέσα στα χρόνια, και δεν αρνούμαι σε κανένα να κρίνει τέτοιες επιλογές. Αρνούμαι όμως και αντιστρατεύομαι εκείνη τη στάση που δήθεν δεν καταλαβαίνει ότι ένα Κράτος έχει βαλθεί να υπάρχει και να προοδεύει γνωρίζοντας ότι οι τριγύρω του, κοντινοί και πιο μακρινοί, θα χαίρονταν πολύ αν εξαφανιζόταν από τον χάρτη και τους άδειαζε τη γωνιά.
Ο ξάδελφός μου ο Ζακίνος, δεν έφυγε ποτέ από το Κιμπούτς του, εκεί κοντά στα σύνορα με τη Γάζα. Εβδομηντάρης πια, μεγάλωσε την οικογένεια του εκεί, έμεινε από τους λίγους που δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τον τρόπο ζωής στο Κιμπούτς, ήταν πάντα και αριστερών πεποιθήσεων, οπότε ζούσε με πάθος τον σοσιαλισμό στο Κιμπούτς, στην πράξη. Βέβαια, όταν συναντιόμαστε και τα λέμε, μέμφεται τον εαυτό του που με την επιλογή του να μείνει εκεί, στέρησε από τα παιδιά του τις χαρές και τις ευκαιρίες της πόλης. Αλλά, τώρα που μεγάλωσαν και άνοιξαν δικά τους φτερά, δεν το αλλάζω με τίποτα το Κιμπούτς μου, ευλογημένος, μου λέει, αισθάνομαι που έζησα εδώ ολόκληρη τη ζωή μου.
Το Σάββατο 7 Οκτωβρίου, μόλις ξύπνησα άνοιξα το κινητό μου να χουζουρέψω λίγο διαβάζοντας τα sites. Ταχυπαλμία με έπιασε μόλις είδα τα νέα για τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τις δολοφονίες κοντά στα σύνορα με τη Γάζα. Σηκώθηκα και κόλλησα στον υπολογιστή μου, τα νέα έρχονταν καταιγιστικά από το ένα λεπτό στο επόμενο. Ο αριθμός των θυμάτων άλλαζε, μεγάλωνε συνεχώς. Στο φεστιβάλ μουσικής της νεολαίας, στα κοντινά στα σύνορα χωριά, στα Κιμπούτς που οι τρομοκράτες είχαν μπει και σκότωναν αδιάκριτα. Αργότερα άρχισαν τα νέα για ομήρους που έσερναν μαζί τους βίαια, οι πρώτες εικόνες, τα πρώτα βίντεο ήταν αποκαλυπτικά. Μόλις διάβασα τα ονόματα από τα Κιμπούτς, τρομοκρατημένος πήρα τηλέφωνο τον Ζακίνο, σε ένα από αυτά ζούσε. Δεν απάντησε. Οι άνθρωποι θα έχουν τρελαθεί σκέφτηκα, θα πάρω αργότερα.
Δεν απάντησε ούτε στις επτά το απόγευμα, ούτε στις δέκα το βράδυ, ούτε το πρωί της Κυριακής. Δυο από τους άλλους συγγενείς μου που πήρα τηλέφωνο, στο Τέλ Αβίβ, δεν ήξεραν τίποτα για τον Ζακίνο, και αυτοί τον έπαιρναν, δεν απαντούσε.
Την Δευτέρα, οι πρώτες φωτογραφίες από θύματα της επίθεσης που είχαν ταυτοποιηθεί, άρχισαν να κυκλοφορούν στα Μέσα. Στη δεύτερη σειρά, τρίτος από αριστερά ο Ζακίνος. Δίπλα του η Ντάλια, η γυναίκα του.
Εκείνος ο τοίχος στην αίθουσα της Κοινότητας στη Λάρισα, θα προσθέσει άλλη μια φωτογραφία. Και θα λέει την ιστορία. Και στη δέηση του ο Ραββίνος θα λέει πια Νισσίμ Αγκιμπόρ και Ζακίνος Αγκιμπόρ. Παιδιά της Λάρισας και οι δύο, έφυγαν στο Ισραήλ για μια καλύτερη ζωή. Μπορεί και να την είχαν.
Αφιερωμένο σε όσους δυσκολεύονται ή δεν θέλουν να καταλάβουν”, μου είπε και με αποχαιρέτησε, κλείνοντας ευγενικά το τηλέφωνό του…