Ξημέρωνε ανήμερα Χριστούγεννα στο χωριό. Ο πατέρας ξύπνησε νωρίς, δεν είχε πάει την προηγούμενη στα μπουζούκια. Νωρίς το πρωί είχε πάει μέχρι την πόρτα της εκκλησίας με το καινούριο Καγιέν. Ο κυρ Μάκης ο γείτονας είχε γίνει κόκκινος από τη ζήλια. Αυτός είχε παρκάρει νωρίτερα με την παλιά Ε200 και με το πατάκι τρύπιο από το γκιούμι με το τυρόγαλο. Και ξεφούρνιζε ιστορίες για ελέγχους σε αγροτικά τιμολόγια επιστροφής ΦΠΑ και για πόθεν έσχες από τη ζήλια του.
Εγώ είχα διπλή βάρδια την προηγούμενη. Έπρεπε να βγάλω βόλτα στα μπουζούκια την Ιβάνκα, να ξεχάσει τα προβλήματά της από τον ερχομό της Ντολόρες, της Δομινικανής.
Η Ιβάνκα, Ουκρανέζα ορθόδοξη παλαιοημερολογίτισσα, είχε 13 μέρες αργότερα Χριστούγεννα με εμάς και έλεγε ότι δεν δουλεύει χρονιάρες μέρες. Εξάλλου ούτως η άλλως δεν είχε την ίδια ζήτηση με τις προηγούμενες χρονιές.
Η Ντολόρες είναι καθολική. Τα δικά της Χριστούγεννα έπεφταν μαζί με τα δικά μας και είχε αυτή σειρά για δουλειά με τα κορίτσια της στο κωλάδικο, δίπλα στον συνεταιρισμό.
Έπρεπε να αναστήσουν τον Κώστα, που είχε χρόνια πρόβλημα με τον προστάτη… Πάντα εκεί γινόντουσαν φασαρίες από τους μεθυσμένους αγρότες και ακουγόντουσαν διάφορες κραυγές συχνά πυκνά. Ο Κώστας φώναζε επιδεικτικά να τον ακούσουν όλοι στο χωριό ότι αυτός κάνει κουμάντο την Ντολόρες: ΠΟΡΚΕ, πορκέ;;(γιατί στα Ισπανικά). Μόνο αυτή τη λέξη συγκράτησε από το γρήγορο ιδιαίτερο μάθημα της Ντολόρες.
Κατά της 10 το πρωί έπρεπε να βάλουμε το γουρούνι να ψηθεί. Ο πατέρας έβριζε γιατί δεν ξύπναγα με τίποτα. Τσάμπα λεφτά μου στοιχίζεις φώναζε, ενώ γυάλιζε τον προφυλακτήρα του λευκού καγιέν, να σκάσει ο Μάκης ο γείτονας από απέναντι.
Με τα ζόρια ξύπνησα. Είχα κοιμηθεί με το λαχούρι καινούριο πουκάμισο. Βγάζοντάς το είδα ότι είχε σημάδια από το πρωινό πέρασμα στη Ντολόρες.
Βάλαμε το γουρουνόπουλο στην ηλεκτρική σούβλα. Οι χρονιές της χειροκίνητης σούβλας είχαν περάσει μαζί με τη δεξιά.
Ο Μάκης από απέναντι, παλαιός παραδοσιακός τσιγκούνης δεξιός, είχε σκαρφιστεί ένα πανέξυπνο κόλπο να μην τον δει ο πατέρας και γίνει θέμα στο σκυλάδικο και στην Ντολόρες: Είχε σουβλίσει 3 κότες Μιμικός και είχε βάλει μπροστά ένα κεφαλάκι από γουρουνάκι να την φάει ο πατέρας και να νομίζει ότι ο Μάκης ψήνει και αυτός γουρουνόπουλο. Εξάλλου δεν υπήρχε περίπτωση να πάει ο πατέρας σπίτι τους, είχαν αρπαχτεί από τις προηγούμενες εκλογές όταν ο πατέρας έπαιζε στη διαπασών Καρμίνα Μπουράνα και ο Μάκης Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Η εποχή της κουλτούρας είχε περάσει ανεπιστρεπτί, τώρα ο Μάκης είχε πιάσει ένα σταθμό στο στέρεο που του είχε φέρει ένας ξάδερφός του από τα καράβια και έπαιζε ‘τα καπνά’.
Η Ιβάνκα σηκώθηκε νωρίς, έπρεπε να βοηθήσει τη μάνα στο σίδερο, τον πατέρα να αποφύγει τον προστάτη και να κάνει και ντοματοσαλάτα για το γουρουνόπουλο.