Σακάκι και παντελόνι σιδερωμένα και ας είχαν μερικές σταγόνες κερί από τον περασμένο επιτάφιο ή την ανάσταση δεν θυμάμαι, ο πατέρας να μου δέσει την γραβάτα, η μητέρα τα παπούτσια με το camel να αστράφτουν και μπικ μπικ την κόρνα ο φίλος απ’έξω. Άρπαζα το πεντοχίλιαρο και η γιαγιά λέγοντας “να προσέχεις μη σου βάλουν τίποτα μέσα στο ποτό, να τ’ ανοίγουν μπροστά σου” μου έδινε και αυτή ένα πεντακοσάρικο.
Και στο δρόμο στο αυτοκίνητο το cd-player εκείνο που το συνδέαμε με μια ψεύτικη κασέτα και ένα καλώδιο να παίζει ο Βολάνης τέρμα, και δεν πα να έβρεχε στα φανάρια τέρμα με τα τζάμια ανοιχτά και την τσίχλα στο στόμα με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάμε τους άλλους αν είναι καλύτεροι από εμάς.
Και στην πόρτα οι άλλοι να περιμένουν καμιά γνωστή για να μπουν μέσα δήθεν ως ζευγάρι και εμείς αέρας μπροστά τους λέγαμε έχουμε τραπέζι πίστα και να τα μπουκάλια ντιμπλ μπροστά μας να ανοίγουν για να κάνουμε και το χατίρι της γιαγιάς και το πεντακοσαρικάκι της λουλούδια στα πόδια της τραγουδιάρας που μας έδινε δουλειά για το σπίτι όταν γυρίζαμε μεθυσμένοι και μας έβαζε στο κρεβάτι η μητέρα λέγοντας “άμα το μάθει ο πατέρας σου πως ήρθες στις 7 το πρωί” και εμείς χαμόγελο αφού ο πατέρας έρχονταν πάντα στις 9 γεμάτος γαρδένιες, κραγιόν και λεκέδες από χυμό μήλο, αυτόν που έπιναν με ανθρακικό οι ρωσίδες.
Θα μεγαλώσει και θα στρώσει έλεγε για μένα στην μητέρα ο πατέρας, και πρόσεξε μην του μοιάσεις να λέει η μητέρα και να τρυπά το χέρι της από το βελονάκι η γιαγιά όλο νεύρα.
Και ήταν μέρες ΠΑΣΟΚ.