Ο Θείος στο μπαλκονάκι έπινε τον ελληνικό πίσω από το χοντρό μουστάκι και διάβαζε “Το Βήμα , η μάνα σιδέρωνε το πουκάμισο και με καμάρωνε…
“Αυτό να βάλεις, με τα λαχούρια και την γραβάτα, να σκάσει ο γείτονας που θα φεύγεις”… καλά μάνα, “κοίτα μην το λερώσεις με τις μουστάρδες που θα φας, δεν βγαίνουν και τα λουλούδια βάφουν”.
Ο Νίκος κόρναρε από κάτω, ο πατέρας ακόμα να έρθει να μου δώσει το πεντοχίλιαρο, “θα γυρίζει με καμία ξεμαλλίαρωτη Ρωσίδα, δήθεν αλλάζει τα μπεκ στο χωράφι..” έλεγε η μάνα, δίνοντάς μου αυτή το πεντοχίλιαρο στο χέρι.
Και μοσχοβολούσα άρωμα και μέριτο -αυτο με την λαβή- , ένα φιλί στη γιαγιά και πραφ για καφεδάκι. Και έφτανε το πεντοχίλιαρο για φραπεδιά, για τσιγάρα, βενζίνη και περίσσευαν να πάρουμε μπουκάλι.
Και βλέπαμε γελώντας τους αριστερούς στο μπαρ να πίνουν ποτό σε ποτήρι μαζί με τις αξύριστες τους.
Και το πρωί γυρνούσαμε κομμάτια και βλέπαμε τους δεξιούς με τις γραβάτες τις μπλε και το μαλλί σαν να το έγλυψε αγελάδα να περιμένουν έξω από τις εκκλησιές να μεταλάβουν μαζί με τις γιαγιάδες τους.
Και μεις κοιμόμασταν μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι που μας ξυπνούσε η μυρωδιά από το γιουβέτσι της μαμάς που σέρβιρε νευριασμένη για το κραγιόν που είχε βρει στο πουκάμισο του πατέρα.
Και ήταν οι μέρες μας, μέρες ΠΑΣΟΚ.