Στο σόι της Χριστίνας ήταν δεξιοί, ο πατέρας της ο κυρ. Δημήτρης φανατικός δεξιός.
Δεν είχαμε πολλές επαφές ως οικογένεια, αν και γείτονες. Ο κυρ. Δημήτρης είχε ένα μαγαζί κάτω από το σπίτι του και έφτιαχνε κάγκελα. Η γυναίκα του η κυρα Βαρβάρα δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από το σπίτι, παρά μόνο με την πεθερά της για να πάνε εκκλησία. Η Χριστίνα ήταν η μοναχοκόρη τους.
Μέχρι το 2003 ο κυρ. Δημήτρης είχε ένα ζούνταπ και πίσω την ηλεκτροκόληση και γύριζε από σπίτι σε σπίτι για μερεμέτια. Δεν πολυμιλούσε και τα βράδια έβλεπα μόνο ένα μικρό φωτάκι στο χωλ τους αναμμένο, δείγμα πως έπεφταν από νωρίς για ύπνο. Μέχρι τότε η Χριστίνα ήταν απόμακρη και την έβλεπα μόνο στο σχολείο, όταν πήγαινα.
Τέλη του 2003 ο Πατέρας αποφάσισε να τους καλέσει σπίτι μας για τραπέζι, η μάνα θεώρησε εξαιρετικά σοβαρό αυτό το τραπέζι, έτσι συμμαζέψαμε ό,τι σαβούρα είχαμε στο σπίτι και τα χώσαμε μέσα στην ντουλάπα. Η Ιβάνκα ξεσκόνισε και έπλυνε τα πάντα. Βγάλαμε τα καλά σερβίτσια και τους περιμέναμε.
Ο κυρ Δημήτρης πρώτος πέρασε το πορτάκι της αυλής, μετά η κυρα Βαρβάρα και μετά με ένα μακρύ, λευκό φόρεμα η Χριστίνα. Κάναμε τον σταυρό μας (δε θυμάμαι άλλη φορά να τον είχαμε κάνει) και αρχίσαμε το φαγητό. Οι γυναίκες μιλούσαν για τα πετσετάκια, εγώ προσπαθούσα να ακουμπήσω το πόδι της Χριστίνας την ώρα που της έδειχνα κάτι βιβλία. Και ο Πατέρας μιλούσε με τον κυρ Δημήτρη. Αφού φάγαμε το γλυκό του κουταλιού ο κυρ Δημήτρης ήταν διαφορετικός, έριξε μια στην πλάτη της κυρα Βαρβάρας και της είπε άντε πάμε σπίτι τώρα. Είχε ένα περίεργο χαμόγελο, σαν αυτό που είχε ο Πατέρας όταν γύριζε με την Ιβάνκα από το χωράφι.
Η γειτονιά μας άλλαξε απότομα, μέσα σε λίγες μέρες φορτηγά παρκαρισμένα με το λογότυπο του κυρ Δημήτρη έπιαναν όλους τους χώρους στάθμευσης. Η κυρα Βαρβάρα κυκλοφορούσε με ενα ATOS στην αγορά και η Χριστίνα έπινε τώρα καφέ μαζί μου. Ο κυρ Δημήτρης είχε πάρει έργα στο Καλατράβα είπε η Μάνα μου, “ο προκομμένος ο πατέρας σου κανόνισε”, μου είπε.
Ένα Σαββατόβραδο ο κυρ Δημήτρης ήταν στο ίδιο μπουζουκτσίδικο που συχνάζαμε με τον Πατέρα. Στα γόνατά του η Ιβάνκα και δίπλα ο Πατέρας. Φαντάστηκα πως θα είχε και αυτός θέματα με τον προστάτη, η Ιβάνκα ήταν άλλωστε πολύ καλή σε αυτό.Ίσα με 20 Αλβανοί δούλευαν τώρα στου Κυρ Δημήτρη, η Χριστίνα ήταν διευθύντρια προσωπικού, η κυρα Βαρβάρα φρόντιζε το Marketing και η Πεθερά της στο τμήμα έρευνας.
Σε μια σπάνια στιγμή που πίναμε καφέ μαζί με τον πατέρα τον ρώτησα, “τωρα πατέρα είναι δικός μας; ΠΑΣΟΚ;” Ο Πατέρας έβαλε τα γέλια και απάντησε “δεν αλλάζει έτσι εύκολα ο δεξιός, χρειάζεται πίστη” … αλλά περίμενε… συνέχισε.
Το 2008 η Χριστίνα μπήκε με κλάματα στην καφετέρια, ο κυρ Δημήτρης είχε προβλήματα με το ΣΔΟΕ. Τον κυνηγούσαν για το Καλατράβα, είχε λεει κουβαλήσει 45.000 τόνους σίδερα με ένα φορτηγάκι σε μια μέρα και δεν τον πιστεύανε.
Γύρισα σπίτι, δεν μου έκανε καρδιά να βγω με την Χριστίνα τόσο χάλια. Μίλησα στον πατέρα, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε, “γιε μου, τώρα είναι η στιγμή που ο κυρ Δημήτρης θα πιστέψει στη δύναμή μας, στον ένα και πραγματικό σοσιαλιστικό Θεό” και έφυγε για το σπίτι του κυρ Δημήτρη.
Ήξερα για τα θαύματα που μπορούσε να κάνει το ΠΑΣΟΚ μα τώρα κυβερνούσε η Δεξιά. “Άσε τις βλακείες, μη κοιτάς τα λογότυπα μου απάντησε ο Πατέρας”. Λίγες μέρες αργότερα ο κυρ Δημήτρης ήταν μαζί μας στα μπουζούκια, η Χριστίνα πάνω στο τραπέζι και η Ιβάνκα μου χάιδευε το κεφάλι. Τον είχε σώσει ο Πατέρας.
Ο κυρ Δημήτρης, τώρα είχε αλλάξει, μέχρι χθες πίστευε πως μόνο ένας δημόσιος υπάλληλος μπορεί να αλλάξει πίστη και ποτέ ένας ιδιώτης. Μεγάλος ο Θεός του ΠΑΣΟΚ όμως, σώθηκε και σώθηκε και η Χριστίνα μαζί του.