Τον χειμώνα τελειώναμε με τα καλοκαιρινά μαγαζιά, κουρασμένοι από την ορθοστασία του καλοκαιριού και τους μίζερους που έπιαναν τον χώρο για ένα ποτό. Καιρός για σακάκι και γραβάτα με λαχούρι, φρεσκοσιδερομένα, ψεκασμένα με μεριτο (αυτό με τη λαβή).
Ο πορτιέρης αξία σταθερή που κρατούσε τους άπλυτους έξω από τα μαγαζιά μας, και ήταν φορές που είχαμε κράτηση πρώτο τραπέζι και φορές που είχαμε απλά πολλά λεφτά μαζί μας. Όταν περνούσαν τα τελευταία ρεψίματα από τα παιδάκια και το τζατζίκακι ξεκινούσε το πρόγραμμα και όλα αποκτούσαν χρώματα , χρώματα ζεστά σαν το χρώμα του ουίσκι που έτρεχε στα ποτήρια μας. Και γεμίζαμε με λουλούδια τις πίστες και τα πόδια της τραγουδίστριας γκρεμίζοντας τον μισογυνισμό των δεξιών που είχαν κάνει την προσευχή τους και περίμεναν το πρωί για να πάνε στην αρτοκλασία, τους δεξιούς που νόμιζαν πως τον άρτο τον επιούσιο τον δίνει ο Θεός και όχι το ΠΑΣΟΚ και έτρεχαν στις εκκλησίες και τους παπάδες να ζητήσουν άρτο και ευχή από τα κιτρινισμενα από τις χθεσινές πανσετες μουστάκια τους.
Άνθρωποι τυφλοί που δεν έβλεπαν τον επίγειο παράδεισο και αναζητούσαν παράδεισο με χορτάρια σαν αυτά που έβραζε ο παππούς για να ρίξει την χοληστερίνη μετά τα λουκανικα . Τους λυπόμουν που δεν ζούσαν την πραγματικότητα και περίμεναν την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ για να μας πουν “ΣΑΣ ΤΑ ΛΕΓΑΜΕ”.
Αν είχαν χορέψει μαζί μας αν είχαν πνίξει τα κοπλεξ τους στο ουίσκι θα ήταν η ζωή μας ακόμα ΠΑΣΟΚ…