Ξημέρωνε σε λίγο, μια μαύρη BMW με ξεφόρτωνε στην αυλή, σερνόμουν με τη λαχουρένια γραβάτα μέχρι την πόρτα ελπίζοντας να μου ανοίξει την πόρτα η μάνα. “Άμα σε δει ο πατέρας σου έτσι μεθυσμένο με ξεσκισμένα πουκάμισα”, ψέλιζε, μα που να με δει, όσο ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη θα κερνούσε τις Ρωσίδες στο μπαράκι δίπλα απο τον συνεταιρισμό. Αν τελικά έψηνε και καμία να την πάρει στο δωματιάκι της πομόνας… καλό μεσημέρι.
Στο δρόμο για το κρεβάτι εμπόδιο η γιαγιά, φορούσε την μαντήλα για να πάει στην εκκλησία και άρχιζε να μου λέει να μην μπλέξω με καμιά από αυτές του πατέρα και πως η Χριστίνα του γείτονα είναι καλό κορίτσι, ποιος είπε άλλωστε το αντίθετο όλο το βράδυ λουλούδια της πετούσα στο τραπέζι.
Αφού έδωσα τις υποσχέσεις ξέλυσα την γραβάτα έπεσα με τα παπούτσια στο κρεβάτι και κοιμήθηκα με παρέα την μυρωδιά του γιουβετσιού. Κατά τις 12 με ξύπνησε το τρακτέρ και οι παναγιες του πατέρα που δεν χωρούσε να παρκάρει σε ολόκληρη αυλή. Έβαλα το μαξιλάρι στο κεφάλι να μην ακούσω τους τσακωμούς και ξύπνησα κατά τις 2 το μεσημέρι ξανά να φάω το γιουβετσάκι, του πατέρα το πιάτο ακόμη εκεί, αφού έκανα ακροβατικά πάνω από τα σπασμένα πιάτα και τα ποτήρια του πολέμου που προηγήθηκε για το κραγιόν στο γιακά έριξα το αναβραζόμενο στο ποτήρι, και άρχισα να γεμίζω το στομάχι μου, αφού με μπούκωσε η γιαγιά φαγητό, κατέβασα και μερικά κουταλιού και ήρθε ο Μήτσος να με πάρει για καφέ.
Στην αυλή ο θείος με το χοντρό μουστάκι διάβαζε το Βήμα της Κυριακής, “θα έρθεις στο εργοστάσιο;” με ρώτησε, “να κανονίσω” συνέχισε, “έτσι παρτάλι θα ζεις; Στη ΔΕΗ θα σε προσέχω εγώ”. Αφου ρε θείε δεν πατάς ποτέ του είπα και έφυγα για καφέ. Στο καφενείο τσιπουράκι και μεζεδάκι μετά τον φρεντοτσίνο. Ο Κυρ Νίκος, έβγαλε τις γαλότσες ανέβασε τα ποδάρια στην απέναντι καρέκλα και είπε βρέχει κατομμύρια αποψε στον ΧΑΑ, δες τα Κλωστήρια Ναούσης έχει ψωμί, ενώ προσπαθούσα να ακούσω ανάμεσα σε τηλεφωνικές εντολές και το “γλυκα γλύκα γλυκιά μου έλα στην αγκαλιά μου”.
Προσπάθησα να τον πείσω να ρίξει κανα μύριο σε δυνατά χαρτιά,μια κατασκευαστική που είχε πάγιο αποθεματικό ένα ανεβατόρ όλο κι όλο. Χτύπησα ένα φραπεδάκι και έφυγα για τα μπαμπάκια να αλλάξω πομόνα, καθώς ξεκλείδωνα το δωματιάκι παρατήρησα χωμένα στη λάσπη δυο ψηλοτάκουνα και δυο γαλότσες του πατέρα, έκανα αναστροφή και γύρισα σπίτι να ετοιμάσω το καγιέν για τα μπουζούκια…