Ο αδερφή της μητέρας μου, είχε παντρευτεί ένα στρατιωτικό, ανθυπασπιστή υλικού πολέμου αποσπασμένο στα ΚΑΑΥ Πλαταμώνα, δεν είχαμε καλές σχέσεις επειδή ο Μάκης (ο ανθυπασπιστής που σας έλεγα) ήταν Νεοδημοκράτης. Ο Πατέρας μου τον θεωρούσε αχάριστο επειδή ενώ τον πήγε στον Πλαταμώνα μετάθεση με τα δικά του βύσματα ο Μάκης επέμενε πως την θέση του την έδωσε ένας μητροπολίτης.
Ο Μάκης δεν ήταν για τα μπουζούκια, προτιμούσε να είναι υπηρεσία τα σαββατοκύριακα και να παίρνει μαζί του τον αποκωδικοποιητή του Filmnet για να βλέπει τσόντες τρώγοντας πασατέμπο που ακουμπούσε πάνω στην τεράστια κοιλιά του. Ο Μάκης μου έλεγε πως όταν θα είναι συνταξιούχος στα 50 του και θα αγοράσει με το εφάπαξ ένα καλό αμάξι για να βολτάρει με την θεία, ενώ το μάτι του καρφωνόταν στο τιγρέ κολάν της Ιβάνκας. Η θεία σε αντίθεση με τον Μάκη (τον άντρα της) βοηθούσε πολλές φορές στο χωράφι αλλά τα βράδια γύριζε πάντα σπίτι για να μαγειρέψει κάτι στον Μάκη.
Στα 19 μου με κάλεσε και εμένα η πατρίδα, εμφανίστηκα λιγάκι στο κέντρο για να πάρω την ειδικότητα μου. Αφού έγινα λοχίας πήρα ειδικότητα βοηθός χειριστή φωτοτυπικού μηχανήματος σε ένα συνοριακό φυλάκιο λίγο έξω απο την Λάρισα. Δυστυχώς το φυλάκιο δεν είχε φωτοτυπικό και έτσι ανέλαβα το ΚΨΜ. Στο ΚΨΜ ψήναμε σουβλάκια (καλαμάκια) τα βράδια και τα πουλούσαμε 100 δραχμές χωρίς να έχουμε φυσικά κέρδος, με την σειρά τον Μιχάλη όμως βγάζαμε απο ένα κομμάτι κρέας απο κάθε σουβλάκι και στα 5 σουβλάκια φτιάχναμε ένα δικό μας και έτσι κερδίζαμε το κατοστάρικο.
Ο Μιχάλης ήταν ΚΕΠΙΚ, σήκωνε τα τηλέφωνα και εκανε τις συνδέσεις με τις εξωτερικές γραμμές, είχαμε συμφωνήσει με ενα σουβλατζίδικο να συνδέουμε μόνο με το δικό του τηλέφωνο όταν κάποιος φαντάρος ζητούσε να βγάλει γραμμή για να παραγγείλει. Αν επέμενε πως θέλει να παραγγείλει από τρίτο μαγαζί τότε έριχνε απλά τη γραμμή. Ο Σουβλατζής, τα κομμάτια από τα σουβλάκια και κάτι φασόλια που πουλούσαμε στον μπακάλη μας έδιναν ένα καλό εισόδημα, αρκετό για να πάμε στα λαδάδικα στις εξόδους μας.
Μετά το στρατό, εκπαιδευμένος πλέον ζήτησα απο τον Πατέρα να με διορίσει στο δημόσιο. Ο Πατέρας ήταν αρνητικός, εμείς είμαστε ΠΑΣΟΚ μου έλεγε, δε χρειάζεται να διοριστούμε, αυτά είναι για να εξαγοράζουμε τους δεξιούς και τους αριστερούς. Εμείς πάμε για τις μεγάλες δουλειές.
Φυσικά είχε δίκιο, έβλεπα τους φίλους μου στο δημόσιο να μουχλιάζουν δίχως να μπορούν να πάνε σε ένα σκυλάδικο μη τους δει ο προϊστάμενος που κάθονταν με επιχειρηματίες στο πρώτο τραπέζι. Δεν ήθελα τέτοια ζωή, έβλεπα τις γαλότσες μου στο κάθισμα του συνοδηγού, πίσω το σουτιέν και τις γόβες της Ιβάνκας καθώς οδηγούσα το λευκό Καγιέν ντυμένος γαμπρός για την βραδινή έξοδο και ένιωθα τυχερός.
Ο παπα-Γιάννης άλλωστε είχε πει πολλές φορές πως πρέπει να νιώθω τυχερός που ο Θεός επέλεξε να στείλει σε εμάς τα ΕΣΠΑ, είμαστε καλή οικογένεια έλεγε καθώς έπιανε το μπούτι της Ιβάνκας.