Ηλίας Μαγκλίνης: Το μόνο της ζωής τους ταξίδι
2022 επιμέλεια Ελένη Μπούρα
εκδ. Μεταίχμιο σελ. 364
Της Νατάσας Παπουτσή
Μαθήτρια στην Γ΄ Λυκείου θυμάμαι, είχαμε στο μάθημα της ιστορίας δύο βιβλία για την εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Δύο βιβλία που έπρεπε να αποστηθίσω για να γράψω καλά στις εξετάσεις για την είσοδό μου στα ΑΕΙ. Στην ιστορία έγραψα πολύ καλά, 18 θυμάμαι, αλλά την ιστορία τη μίσησα τότε. Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια για ν’ αρχίσω να την συμπαθώ. Όταν συνειδητοποίησα πως ιστορία δεν είναι γεγονότα, ημερομηνίες και παρελάσεις. Ιστορία είναι οι άνθρωποι και οι τόποι και ‘’πατρίδα είναι το χώμα που καλύπτουν τα πέλματά μας’’ όπως καίρια επισημαίνει ο Ηλίας Μαγκλίνης στο βιβλίο του “Το μόνο της ζωής τους ταξίδι”, που διάβασα πρόσφατα.
Το ζήλεψα το βιβλίο και μου άρεσε πολύ. Γιατί είναι ανένταχτο! Αποτελεί ένα κολλάζ από ιστορικά στοιχεία, έρευνες, εξομολογήσεις και είναι ταυτόχρονα ένα οδοιπορικό στον χώρο και τον χρόνο.
Ο παππούς του συγγραφέα, Νίκος, υπηρέτησε στη Μικρά Ασία 4 χρόνια, 1919-1923, και ο Ηλίας Μαγκλίνης σχεδόν 100 χρόνια μετά ακολουθεί τα βήματά του προσπαθώντας να ιχνηλατήσει το ταξίδι που έκανε εκείνος. Ταξιδεύει λοιπόν στη Σμύρνη, στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Εσκί Σεχίρ και στην Προύσα. Δίνει στον αναγνώστη ζωντανές εικόνες της Τουρκίας του σήμερα όπου όλοι τον αποκαλούν κομσούρ- γείτονα. Με πήρε απ’ το χέρι και γεύτηκα μαζί του καζάν ντιμπί. Βρέθηκα σε σοκάκια όπου ήπια παρέα του τσάι σε μικρά ποτηράκια, είδα άντρες να χορεύουν χορούς δερβίσικους με κουτάλια στα χέρια να τα χτυπούν ρυθμικά και γυναίκες με μαντίλες και σύγχρονα καταστήματα κινητής τηλεφωνίας δίπλα σε μουσεία και αγάλματα του Κεμάλ.
Μέσα απ’ αυτό το ταξίδι-κι αυτό είναι το σημαντικό- ο Ηλίας Μαγκλίνης μιλά στον παππού του και αναρωτιέται τι ένοιωθε εκείνος, τι σκεφτόταν, τι βίωσε όταν έκανε την ίδια διαδρομή στρατιώτης στη μεγάλη εκστρατεία.
«… Όπου πατούν το λιγοστό ξερόχορτο γίνεται τρίμματα που μαζί με το λεπτό χώμα τρυπώνει στα μάτια – όξινο, τοξικό, κάνει στη στιγμή τους λιπώδεις λευκούς βολβούς με τις λεπτεπίλεπτες αλλά σχεδόν ανάγλυφες πορφυρές διακλαδώσεις – συνέπεια της παρατεταμένης αϋπνίας, της συσσωρευμένης καταπόνησης – να καίνε και να τσούζουν. Ατενίζουν τους λόφους στο βάθος να στέκουν γυμνοί και μόνο πλησιάζοντας διαπιστώνουν πως πρόκειται για μαύρους ακανόνιστα πελεκημένους βράχους, στεγνούς και πυρακτωμένους, αιώνια διψασμένους κάτω απ’ τον Ήλιο».
«Πυρωμένη, φρυγμένη γη, γεμίζει τα χείλη και τα στόματα, τα λαρύγγια και τα πνευμόνια με άμμο και στάχτη. Το καμιόνι εγκαταλείπεται και καταφτάνει μια μονάδα Ιππικού για να καταδιώξει τον εχθρό. Όταν το βράδυ φτάνουν στο χωριό καταυλίζονται όπως όπως με το ηθικό στα γόνατα».
«Οι νεαροί αταξίδευτοι εικοσάχρονοι άντρες με τα όπλα πέφτουν τυχαία στο αποτύπωμα αυτό που άφησαν πίσω τους κάποιοι που εδώ και αιώνες είναι νεκροί. Τώρα, και αυτοί οι νεαροί πολεμιστές είναι από χρόνια νεκροί και όμως συνεχίζουν να διψούν. Ίσως το μόνο που μας ενώνει μαζί τους, με τρόπο μυστηριακό μέσα στον χρόνο, να είναι αυτή η δίψα…».
Αποσπάσματα από την πορεία προς τον Σαγγάριο. Και στο Κουρδικό χωριό Κιουρτ Ταχαζίρ οι ντόπιοι αναρωτιούνται: “ Όλη η Τουρκία είναι κρυμμένη εκεί μέσα και σας βλέπει από μακριά να πλησιάζετε… Και μεις ακόμη σας βλέπουμε εδώ και μέρες να έρχεστε. Κι έχουνε σχέδιο να σας πετάξουν ξανά μέσα στην έρημο και να σας αφήσουν εκεί να ψηθείτε. Αυτοί εκεί έχουν πολύ νερό, εσείς τι έχετε;”.
Οι δυσκολίες και η φρίκη του πολέμου και η σιωπή. Ο παππούς δε μιλά και ο συγγραφέας αναρωτιέται: “Είναι το σφαγείο της μάχης μια άλλου τύπου περιστροφή, το συμπαντικό στροβίλισμα των δερβίσηδων αυτή τη φορά όμως με άφθονο αίμα και χυμένα εντόσθια; Δυσκολεύομαι πολύ να το δω έτσι: την αρμονική, γαλήνια όσο και εκστατική περιστροφή του δερβίση με τον χορό της ξιφολόγχης”.
Έχει πολλές τέτοιες εικόνες ο Μαγκλίνης στο βιβλίο. Δύσκολες και αποτρόπαιες και φρικιαστικές. Αλλά ζωντανές και αληθινές. Μια πραγματική ιστορία, ανθρώπινη. Μιλά στον παππού του και στην ψυχή του αναγνώστη. Η φρίκη δεν έχει πατρίδα, ο πόλεμος είναι καταστροφή για νικητές και ηττημένους. Για τους ανθρώπους και τους τόπους. Για τους άντρες που πεθαίνουν και τις γυναίκες που μένουν πίσω να περιμένουν…
Το βιβλίο έχει υπότιτλο «οδοιπορικό σε πόλεμο και σε ειρήνη». Θεωρώ ότι αποτελεί αντιπολεμική ωδή. Έτσι το είδα, έτσι το αγάπησα. Ιστορίες αληθινές μέσα από μαρτυρίες χωρίς φανφάρες και μεγάλες ιδέες. Αυτός είναι ο πόλεμος, αυτή είναι η κτηνωδία και έτσι γράφεται η Ιστορία. Με πόνο, αίμα και «όχι πια» των ανθρώπων που τη χάραξαν στα πεδία των μαχών όλου του κόσμου. Και έτσι πιστεύω θα’ πρεπε να διδάσκεται και στα σχολειά μας. Με σιωπές και θύμησες για να την αγαπάμε…