Γράφει ο Θωμάς Κυριάκος
Βρισκόμαστε στην 18η Απριλίου 1941, Μεγάλη Παρασκευή, με την τύχη του πολέμου να έχει κριθεί. Οι Γερμανοί ήδη από την προηγούμενη, έχοντας καταλάβει τις βόρειες περιοχές του Νομού μας, προελάμβαναν προς τη Λάρισα, ενώ από την πλευρά, των Τεμπών, τμήμα του Γερμανικού στρατού, που είχε καταλάβει την περιοχή του Πλαταμώνα, εκείνο το πρωί επιτέθηκε στις δυνάμεις των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών που υπερασπίζονταν τα στενά. Μέχρι το μεσημέρι η περιοχή των Τεμπών είχε καταληφθεί. Στην Αθήνα οι πολιτικές εξελίξεις ήταν δραματικές. Μετά από μια κρίσιμη σύσκεψη με τον Βασιλιά ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορύζης, που είχε διαδεχθεί τον Ιωάννη Μεταξά μετά τον θάνατο του, επέστρεψε σπίτι του και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες αυτοκτόνησε με δύο σφαίρες στην καρδιά.
Στη Λάρισα η Μηχανοκίνητη Νεοζηλανδική Μεραρχία Ιππικού του στρατιώτη Francis Clive Lowe, που είχε αναλάβει να “καλύψει” τα νώτα των Συμμαχικών Δυνάμεων κατά την οπισθοχώρηση τους, περίμεναν για δεύτερη ημέρα να περάσει και το τελευταίο συμμαχικό όχημα για να ανατινάξουν τη γέφυρα του Πηνειού στην προσπάθειά τους να καθυστερήσουν την είσοδο των Γερμανών στη Λάρισα κατά την οπισθοχώρησή τους. Η αναμονή της απελπισίας έφθανε στο τέλος της.
“Η ώρα είχε πάει Δυόμισι και ο λοχίας γυρόφερνε”, αναφέρει στο ημερολόγιο του ο F.C.Lowe.
«Καθώς πλησίαζε στον καθένα, βομβαρδίστηκε από ερωτήσεις. Απάντησε σε όλους και έδωσε στον καθένα από ένα ουίσκι.
“Θεέ μου αυτό είναι τρομερό λοχία”, είπα όταν ήρθε σε μένα. “Θα ήθελα κάτι να συμβεί.”
“Ναι, είναι δύσκολο για τα νεύρα, Clive, αλλά ας κάνουμε λιγάκι υπομονή ακόμα. Πρέπει να έρθουν σύντομα”.
“Ποιοί θα έρθουν σύντομα; Οι Γερμανοί; ή τίποτα δικοί μας πάλι σε Bren Carrier; Πιστεύετε ότι οι δικοί μας χάθηκαν;” Ρώτησα.
“Ούτε καν.” γέλασε “Πιες αυτό. Πάρε μια καλή γουλιά. Θα σου κάνει καλό, και μου έδωσε το μπουκάλι ουίσκι. Ήταν γεμάτο, έτσι τουλάχιστον κάποιος θα το άδειαζε. Έβαλα το μπουκάλι στα χείλη μου και καθώς το φλογερό υγρό έπεσε κάτω από το λαιμό μου, θα μπορούσα να αισθανθώ μια νέα ζωή παλλόμενη μέσα μου.
«Ω, δεν ήξερα ότι το χρειάζομαι τόσο διαβολεμένα.” Είπα, και του έδωσα πίσω το μπουκάλι.»
“Ναι, βοηθάει εντάξει, αλλά στην πραγματικότητα θα πρέπει να παίρνετε πραγματικό ρούμι, ακόμα όμως δεν έχουμε, οπότε βολευτείτε με αυτό! Εις υγείαν Clive! Κρατήστε γερά. Σύντομα θα βρίσκονται εδώ”.
Έβαλα το τουφέκι και τον κοίταξα που πήγαινε στον επόμενο . Η συζήτηση ξεκίνησε ξανά και μάλιστα με αρκετά επιφωνήματα. Ήταν τόσο δυνατή γιατί όλοι είχαμε διαφορετικές απόψεις. Τυχεροί επίσης, που δεν υπήρχαν γυναίκες να μας ακούσουν (λόγω των βρισιών). Ένας θόρυβος ακούστηκε κατά μήκος του δρόμου. Λιγάκι στην αρχή, αλλά σταδιακά όλο και πιο δυνατά. Τσιτώσαμε! Τα τουφέκια ήρθαν στα χέρια μας. Ακολούθησαν κάποιες αγχωτικές στιγμές. Μέσα από το σκοτάδι φάνηκαν σκιές οχημάτων. Ήταν γερμανικά ή βρετανικά; Ή ήταν δικοί μας; (Νεοζηλανδοί) Η καρδιά μου χτύπαγε σαν σφυρί στο στήθος μου. Αργά σήκωσα το τουφέκι και ψιθύρισα στον εαυτό μου.
«Θα πάω κάτω με αυτό το πράγμα που φλέγεται ούτως ή άλλως.” Δεν αναγνώριζα τη δική μου φωνή.
«Γεια σας!» Μια φωνή, βγήκε από το σκοτάδι.
“Δόξα το Θεό” απάντησε ο λοχίας μας: “Ποιος είναι;”
“Νεοζηλανδική Μεραρχία Ιππικού (Μηχανοκίνητη)” ήταν η απάντηση. Σταμάτησαν.
“Γεια σου λοχία.” είπε ένας αξιωματικός καθώς βγήκε. “Είμαστε οι τελευταίοι από τον στρατό μας, είμαστε όλοι από τη νότια πλευρά τώρα. Καλύτερα να βιαστείτε. Οι Γερμανοί είναι σχεδόν στην ουρά μας.”
Σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες, που υπάρχουν στα αρχεία του AUSTRALIAN WAR MEMORIAL, το κονβόι των οχημάτων που πέρασε από τη Λάρισα εκείνη την ημέρα είχε μήκος περίπου 55~60 μίλια. Αν είχαμε ως αφετηρία τη Λάρισα, σημείο όπου βρισκόταν το πρώτο όχημα το τελευταίο θα ήταν κοντά στα Σέρβια Κοζάνης. Τόσο μεγάλος ήταν ο όγκος των οχημάτων και των στρατιωτών που μετέφεραν κατά την οπισθοχώρησή τους οι Σύμμαχοι όπως και η ευθύνη των Νεοζηλανδών, που είχαν αναλάβει την καθυστέρηση των Γερμανών που συνέχιζαν την πορεία τους προς το Νότο.
“Ναι Κύριε” απάντησε ο Redmond. “Δεξιά αγόρια πίσω στο έμβολο και θα την τινάξουμε στον αέρα (την γέφυρα) “, μας φώναξε. Το Bren Carrier έφευγε μακριά καθώς σπεύσαμε πίσω στο ηλεκτρικό έμβολο.”Μα το θεό, στοιχηματίζω ότι ανεβαίνει σε μια αποθήκη πυρομαχικών» είπε ο Τζακ.
Παρακολουθούσαμε καθώς ο λοχίας πήρε τη λαβή του εμβόλου και στα δύο χέρια. Το πάτησε για μια στιγμή και έπειτα πιο δυνατά. Μια λαμπρή λάμψη φωτίζει ξαφνικά ολόκληρο τον ουρανό και μια απίστευτη έκρηξη χωρίζει στα δυο τον αέρα. Εκεί που ήμασταν, αισθανόμασταν ασφαλείς, αλλά η γη βυθίστηκε κάτω από τα πόδια μας, και σε έναν από μας ένα κομμάτι πετρώματος καρφώθηκε πάνω στο κράνος του. Τον τίναξε κάτω για ένα δευτερόλεπτο, αλλά μετά από λίγο το ξεπέρασε γελώντας.
Επιστρέψαμε στη γέφυρα ή εκεί που βρισκόταν κάποτε αυτή. Θα έλεγα ότι κάναμε τέλεια δουλειά. Ο λοχίας σταμάτησε κοιτάζοντας τα συντρίμμια.
“Λοιπόν, είναι μια πρωτοκλασάτη δουλειά παιδιά” είπε.
“Έλα ρε Λοχία” είπε ο Jim “Δεν είναι καλό να περιμένουμε άλλο εδώ τώρα, ας φύγουμε”.
Ακόμη και την στιγμή που ο Jim μιλούσε, ακούσαμε φορτηγά στο δρόμο, ο θόρυβος σε μια περίπτωση έμοιαζε από τανκ. Ακούγοντας προσεκτικά ανακαλύψαμε ότι έρχονται από τη Λάρισα. Κάποιος φώναξε από ένα Bren Carrier.
“Για όνομα του Θεού! Οι Αυστραλοί έφυγαν τη νύχτα στις 9 το βράδυ και οι Γερμανοί διέσχισαν τον ποταμό στις δέκα” ήταν ο αξιωματικός από το τελευταίο όχημα Bren που μίλησε. Mετά από μια σύντομη παύση συνέχισε “Επέστρεψα για να σας προειδοποιήσω, δεν σας έμεινε καθόλου χρόνος, οι Γερμανοί περιμένουν μόνο το φως της ημέρας πριν εισέλθουν στη Λάρισα. Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι δεν έχουν μείνει δικοί μας στη Λάρισα. Όλοι κατευθύνονται προς τη Λαμία, δηλαδή όσοι έμειναν.
“Ακολουθήστε με τα φορτηγά σας.”
Είδε τη κατεστραμμένη γέφυρα. “Είναι μεγάλη δουλειά” ήταν το μόνο σχόλιό του.
“Ναι, αλλά ποιο το όφελος, αν είναι ήδη (οι Γερμανοί) πάνω από πέντε μίλια μπροστά μας.”
“Ναι, αλλά θα κρατήσει τα τανκς τους μακριά για λίγο.”
Ήμασταν ήδη στο φορτηγό. Ξεκίνησε με ένα βρυχηθμό και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ακολουθούσαμε τα Bren. Νομίζω ότι όλοι αφήσαμε ένα αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς το φορτηγό πήρε ταχύτητα.
Πηγαίνοντας δίπλα από την Λάρισα στην ανατολή της αυγής δεν θα μπορούσα παρά να σκεφτώ: “Λάρισα μόλις πριν λίγες εβδομάδες ήσουν μια όμορφη μικρή ελληνική πόλη, τότε ένας σεισμός σε χτύπησε! Την προηγούμενη νύχτα οι παλιο- Ιταλοί πήραν αβαντάζ στον πόνο σου και τώρα οι Γερμανοί έχουν αποτελειώσει την καταστροφή σου. Σε αποχαιρετώ”
Ο Τζιμ οδήγησε το φορτηγό με ταχύτητα και πριν ανέβει ο ήλιος είχαμε αφήσει τις πεδιάδες της Λάρισας και βρισκόμασταν στους λόφους ανάμεσα στη Λαμία και σε αυτήν. Δεν υπήρξε κανένα θεαματικό συμβάν εκτός από μία αεροπορική επιδρομή, αλλά κανένας δεν έπαθε τίποτα. Έτσι προχωρήσαμε στους λόφους κάτω από τη Λαμία, η οποία είχε δεχθεί μια ανάλογη επιδρομή δύο ημέρες νωρίτερα. Είχε προκαλέσει μια επίσης ανάλογη ζημιά.”
Την επόμενη ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή 19 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Λάρισα χωρίς να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση. Βρήκαν μια πόλη σχεδόν άδεια από κατοίκους. Ερείπια παντού. Ένα νέο, δύσκολο, «σκοτεινό» κεφάλαιο για την πόλη μας ξεκινούσε και θα διαρκούσε τρεισήμισι χρόνια περίπου μέχρι την λυτρωτική ημέρα της 23ης Οκτωβρίου του 1944.
Ολοκληρώνοντας τα τρία δημοσιεύματα του ημερολογίου του Νεοζηλανδού στρατιώτη Francis Clive Lowe [1] [2], θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον εγγονό του Jason Lowe, για την επαφή του μαζί μου πριν 4~4,5 χρόνια και τους διαχειριστές της σελίδας Greece at WWII Archives στο FACEBOOK για την μετάφραση του ημερολογίου, γιατί χωρίς το ενδιαφέρον τους και την ευαισθητοποίησή τους δεν θα μπορούσαμε σήμερα, 80 χρόνια μετά, να συμπληρώσουμε την ιστορική μνήμη της πόλης μας και κατ΄ επέκταση της χώρας μας για εκείνη την περίοδο.
Αφιερωμένο στη μνήμη του Francis Clive Lowe.
Θωμάς Ζ. Κυριάκος
thomask.larissa@gmail.com
[1] «Νοσταλγώντας την παλιά Λάρισα – Οι πελαργοί της Λάρισας», του Θωμά Κυριάκου, στη Larissa Press, δημοσιεύθηκε στις 14 Απριλίου 2021.
[2] «Νοσταλγώντας την παλιά Λάρισα – Η αναμονή της απελπισίας», του Θωμά Κυριάκου, στη Larissa Press, δημοσιεύθηκε στις 16 Απριλίου 2021.