Γράφει ο Θωμάς Κυριάκος
Βρισκόμαστε στην Μεγάλη Βδομάδα του 1941. Η οπισθοχώρηση των Συμμαχικών δυνάμεων και οι νέες θέσεις άμυνας είχαν μεταφερθεί νότια του Αλιάκμονα, από τις 14 Απριλίου. Την επόμενη μέρα, την Μεγάλη Τρίτη, ξεκίνησε η Γερμανική επίθεση σε δύο μέτωπα. Στην περιοχή των Σερβίων και της Ελασσόνας, όπου μετά από διαρκή βομβαρδισμό κατελήφθησαν από τα Γερμανικά Στρατεύματα και στην περιοχή του Κάστρου του Πλαταμώνα, σημείο όπου επιχείρησε το Γερμανικό Πυροβολικό, με συνεχές σφυροκόπημα.
Την ίδια μέρα στη Λάρισα μια ομάδα από 8 Messerschmitt Bf 109 της Γερμανικής Σμηναρχίας ΙΙ/JG77 επιτέθηκε στο αεροδρόμιο της Λάρισας, ενώ ταυτόχρονα 3 Hurricane της 3ης Μοίρας βρισκόταν σε φάση απογείωσης. Η αερομαχία που ακολούθησε ήταν σκληρή, ενώ οι αποστολές των Γερμανικών μαχητικών συνεχίστηκαν καθ΄όλη την διάρκεια της ημέρας προκαλώντας αρκετές προσβολές αεροσκαφών στο έδαφος. [1]
Στην μονάδα του Νεοζηλανδού στρατιώτη Francis Clive Lowe, όπως είχε αναφερθεί και στο προηγούμενο δημοσίευμα [2], τη Μηχανοκίνητη Νεοζηλανδική Μεραρχία Ιππικού που είχε αναλάβει να “καλύψει” τα νώτα των Νεοζηλανδών συμμάχων που κινούνταν νότια κατά την οπισθοχώρηση τους, η αγωνία για τις εξελίξεις είχε φτάσει στο αποκορύφωμα:
“Περιμέναμε δύο μέρες, βλέποντας τα φορτηγά και τα στρατεύματά μας να κατεβαίνουν από το βορρά. Οι ιστορίες τους έμοιαζαν ίδιες. Υπήρχε τρόμος για τους Γερμανούς, αλλά παρόλα αυτά συνέχισαν να κατεβαίνουν με τάξη. Τα αεροπλάνα τους είχαν καταλυτική επιρροή εναντίον των στρατευμάτων μας. Όλοι συμφώνησαν ότι θα μπορούσαμε να τους αποκρούσουμε ακόμα και να τους αναγκάσουμε σε υποχώρηση, αν είχαμε κάποιες αεροπορικές δυνάμεις για να μας βοηθήσουν. Αυτό το παροιμιώδες ‘IF.’
Μέσα σε αυτές τις δύο μέρες, τα Γερμανικά αεροπλάνα μας έδωσαν σκέτη κόλαση. Κάθε μισή ώρα, ερχόταν κανονικά σαν ρολόι εργασίας . Κάθε φορά έπρεπε να αναζητήσουμε καταφύγιο στο πλησιέστερο μέρος αν και οι βόμβες που χρησιμοποιούσαν ήταν πολύ μικρές. Αν καθόμασταν να σκεφτούμε μόνο, οι γέφυρες ήταν το ασφαλέστερο μέρος για να κρυφτεί κανείς, διότι φαινόταν να είναι πολύ προσεκτικοί στο να ρίξουν τις βόμβες τους λίγο πιο μακριά από αυτές. Ακόμα και σε τέτοιες ταραχώδεις στιγμές, ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν προσπαθεί να σκεφτεί όσο το δυνατόν πιο λογικά. Μόνο πολύ σπάνια έπεφτε κάποια μεγάλη βόμβα. Όμως ο πραγματικός κίνδυνος βρισκόταν σε εκείνες τις σφαίρες που μας έριχναν με τα πολυβόλα τους.»
Κατά την διάρκεια της τρίτης νύχτας υπήρξε μια αποφασιστική αλλαγή. Ήμασταν όλοι στη γέφυρα. Φρουρούσαμε, και ελέγχαμε κάθε άνθρωπο που φορούσε η όχι στολή και περνούσε .Κάποιος τύπος περνώντας, είπε κάτι πολύ προκλητικό. Μας είπε ότι οι Γερμανοί θα ήταν εδώ σύντομα, και τότε ο λαός της Ελλάδας θα ήταν απαλλαγμένος από την καταπίεση των Βρετανών. Είπε πολλά άλλα πράγματα και δεν μπορούσε να δώσει μια λογική δικαιολογία για το γιατί θα πρέπει να διασχίσει τη γέφυρα και να πάει βόρεια. Προχώρησε πάνω στη γέφυρα και αψήφησε την προειδοποίησή μας να μείνει μακριά από αυτήν. Στην πραγματικότητα γέλασε με περιφρόνηση.
“Οι Γερμανοί έρχονται και τότε θα δούμε αν τους εμποδίζετε να διασχίσουν τη γέφυρα ΧΑΙΛ…”
Ένα όπλο εκπυρσοκρότησε πάνω στη γέφυρα και τα τελευταία του λόγια κόπηκαν σε ένα πνιγμένο πνιγμό.
“Μπάσταρδε Γερμανέ, μπορείς να φωνάξεις Heil Hitler στην κόλαση τώρα.” Είπε άγρια ένας από τους δικούς μας.
Πυροβολήθηκε ανάμεσα στα μάτια, παρότι είχε πέσει το σκοτάδι, και είχε σκοτωθεί ακαριαία. Στις πέντε Γυάρδες δεν αστοχείς εύκολα.
Η κίνηση πάνω από τη γέφυρα είχε σχεδόν σταματήσει. Στις επτά η ώρα το τρίτο βράδυ μια ομάδα Νεοζηλανδών Bren Carriers κατέφθασε. «Είναι αυτοί που περιμένουμε;» αναρωτηθήκαμε. Αλλά οι ελπίδες μας τέλειωσαν όταν ένας από τους τελευταίους αξιωματικούς που αποχωρούσε μας είπε:
“Υπάρχει ακόμα στρατός που θα έρθει. Πρέπει να περιμένετε γι αυτούς παιδιά και μόλις περάσουν θα πρέπει να κάνετε πολύ καλή δουλειά ανατινάζοντας την γέφυρα, διότι οι Γερμανοι είναι ακριβώς πίσω τους. Καλή τύχη!” Και με αυτές τις κουβέντες πήδησε πίσω στο Bren Carrier κι έφυγε».
«Στις οκτώ πυροβολισμοί και εκρήξεις ακούστηκαν περίπου έξι μίλια κάτω από τον ποταμό.
“Γειά” μου είπε ο Τζακ “Οι Γερμανοί συναντήθηκαν εκεί με μια Ταξιαρχία Αυστραλών”.
“Ελπίζω ότι οι Αυστραλοί θα κρατήσουν γερά”, είπε ο λοχίας Redmond- “Θα είμαστε στην Fancy Street αν δεν το κάνουν”.
“Λοιπόν, για όνομα του Θεού κόψτε αυτή τη συζήτηση. Τα νεύρα μου είναι ήδη χάλια” είπε ένας από μας.
“Πρέπει να δεις την αλήθεια κατάματα, Jim.” απάντησε ψυχρά ο λοχίας.
Κατά την διάρκεια της μέρας πήγαμε αρκετές φορές στο Αυστραλέζικο κυλικείο και η κύρια διατροφή μας ήταν φρούτα με κρέμα, σοκολάτα και μπύρα. Η πραγματική Αυστραλέζικη μπύρα. Είχαμε ένα μεγάλο απόθεμα μαζί μας εκείνη την τρίτη νύχτα.
Η ώρα πήγε εννέα. Άλλα φορτηγά δεν είχαν έρθει, και είχαμε την ησυχία μας, αλλά κάτω από τον ποταμό, οι λάμψεις από τις εκρήξεις και διάφορες φωτοβολίδες και τροχιοδεικτικά, έπαιζαν πάνω-κάτω συνεχώς. Περίπου στις δέκα, οι εκρήξεις και τα τροχιοδεικτικά σταμάτησαν, αλλά στάλθηκαν κάποιες συνθηματικές φωτοβολίδες.
Πήγε ΄Έντεκα, Δώδεκα και μετά Μία.Κι ακόμα τίποτα, απλά μια ήρεμη σιωπή. Τα νεύρα μας κόντευαν να σπάσουν. Μετά από όλες αυτές τις ημέρες των βομβαρδισμών και των εκρήξεων δεν θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε. Η συνομιλία μας ήταν σύντομη, οι απαντήσεις μας ήταν κοφτές και επιτέλους έπεσε σε μια σιωπή μεταξύ μας τόσο πνιγηρή, σχεδόν όσο και η σιωπή γύρω μας»
«Κατά τις Δυόμισι ο λοχίας γυρόφερε. Καθώς πλησίαζε στον καθένα, βομβαρδίστηκε από ερωτήσεις. Απάντησε σε όλους και έδωσε στον καθένα από ένα ουίσκι.
“Θεέ μου αυτό είναι τρομερό λοχία”, είπα όταν ήρθε σε μένα. “Θα ήθελα κάτι να συμβεί.”
“Ναι, είναι δύσκολο για τα νεύρα, Clive, αλλά ας κάνουμε λιγάκι υπομονή ακόμα. Πρέπει να έρθουν σύντομα”.
“Ποιοί θα έρθουν σύντομα; Οι Γερμανοί; ή τίποτα δικοί μας πάλι σε Bren Carrier; Πιστεύετε ότι οι δικοί μας χάθηκαν;” Ρώτησα.
“Ούτε καν.” γέλασε “Πιες αυτό. Πάρε μια καλή γουλιά. Θα σου κάνει καλό, και μου έδωσε το μπουκάλι ουίσκι. Ήταν γεμάτο, έτσι τουλάχιστον κάποιος θα το άδειαζε. Έβαλα το μπουκάλι στα χείλη μου και καθώς το φλογερό υγρό έπεσε κάτω από το λαιμό μου, θα μπορούσα να αισθανθώ μια νέα ζωή παλλόμενη μέσα μου.
«Ω, δεν ήξερα ότι το χρειάζομαι τόσο διαβολεμένα.” Είπα, και του έδωσα πίσω το μπουκάλι.»
Συνεχίζεται…
Θωμάς Ζ. Κυριάκος
thomask.larissa@gmail.com
[1] «Ο αεροπορικός πόλεμος για την κατάληψη της Ελλάδος (Απρίλιος 1941)», του Ιωάννη Βαρσάμη, δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2021, στο περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία».
[2] «Νοσταλγώντας την παλιά Λάρισα – Οι πελαργοί της Λάρισας», του Θωμά Κυριάκου, στη Larissa Press, δημοσιεύθηκε στις 14 Απριλίου 2021.