Εφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 91 ετών, ο Πίτερ Αρνέτ, ο καταξιωμένος πολεμικός ανταποκριτής του Associated Press που κέρδισε το βραβείο Pulitzer για την κάλυψη του πολέμου του Βιετνάμ και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς τηλεοπτικούς ρεπόρτερ στον κόσμο μέσα από τη συχνότητα του CNN.
Ο Αρνέτ πέθανε την Τετάρτη στο Νιούπορτ Μπιτς της Καλιφόρνια από καρκίνο του προστάτη, γνωστοποίησε η κόρη του, Ελσα.
Από τις ζούγκλες του Βιετνάμ έως το χειμαζόμενο από τον πόλεμο Ιράκ, ο Αρνέτ υπήρξε διαχρονικά μάχιμος, «ανέκρινε» πρόσωπα πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα, έσπασε κανόνες και ενέπνευσε γενιές νέων δημοσιογράφων.
Γλιτώνοντας τη σφαίρα
Σε διάστημα 45 ετών, ο Αρνέτ κάλυψε 17 πολέμους σε Ασία, Μέση Ανατολή, Ευρώπη και Λατινική Αμερική, αρχικά για το Associated Press και στη συνέχεια για το CNN και άλλα τηλεοπτικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης. Είχε κάνει τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, έγραψε δύο βιβλία, έδωσε σειρά διαλέξεων.
Η πρώτη του αποστολή σε μια εμπόλεμη ζώνη ήταν μια αποκλειστική είδηση για ένα πραξικόπημα στο Λάος το 1960. Οταν τα τανκς μπλόκαραν το τηλεγραφείο στην πρωτεύουσα Βιεντιάν, βούτηξε στον ποταμό Μεκόνγκ και κολύμπησε μέχρι την Ταϊλάνδη για να βρει τρόπο να στείλει το ρεπορτάζ του στο Associated Press.

«Το δακτυλογραφημένο άρθρο του ΑΡ, το διαβατήριό μου και 20 χαρτονομίσματα των 10 δολαρίων τα κρατούσα με τα δόντια μου», θυμάται σε ένα απομνημονεύματά του. «Με θεώρησαν τρελό που κολύμπησα στον ποταμό, αλλά εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν λογικό. Επρεπε να δημοσιεύσω το άρθρο όσο το δυνατόν γρηγορότερα».
Τον Ιανουάριο του 1966 εντάχθηκε σε ένα τάγμα Αμερικανών στρατιωτών που προσπαθούσαν να εξοντώσουν τους Βιετναμέζους ελεύθερους σκοπευτές. Στεκόταν δίπλα στον διοικητή του τάγματος όταν ο διοικητής σταμάτησε για να διαβάσει έναν χάρτη.
«Καθώς ο συνταγματάρχης τον κοίταζε, άκουσα τέσσερις δυνατούς πυροβολισμούς. Οι σφαίρες διαπέρασαν τον χάρτη και τον χτύπησαν στο στήθος, λίγα εκατοστά από το πρόσωπό μου», περιέγραφε ο Αρνέτ χρόνια μετά, το 2013, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην Αμερικανική Ενωση Βιβλιοθηκών (American Library Association). «Σωριάστηκε στο έδαφος, στα πόδια μου».

«Ηταν γιος στρατηγού, απόφοιτος της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Γουέστ Πόιντ και διοικητής τάγματος. Αλλά ο συνταγματάρχης Τζορτζ Άιστερ πέθανε σαν στρατιώτης. Ισως ήταν τα διακριτικά του συνταγματάρχη στο γιακά του, ή ο χάρτης που κρατούσε στο χέρι του, ή απλά μια τυχαία σύμπτωση που ο ελεύθερος σκοπευτής των Βιετκόνγκ επέλεξε τον Άιστερ από τους πέντε μας που στεκόμασταν σε εκείνο το σκονισμένο μονοπάτι της ζούγκλας», είπε στον επικήδειό του.
Κάλυψε τον πόλεμο του Βιετνάμ από το 1962 έως το τέλος του, το 1975. Ωστόσο, έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό το 1991, μετά τη ζωντανή μετάδοση των τελευταίων εξελίξεων του πρώτου Πολέμου του Κόλπου για το CNN.

H μετά ΑΡ ζωή
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Αρνέτ παρέμεινε στο Associated Press μέχρι το 1981, οπότε και προσχώρησε στο τότε νεοσύστατο CNN.
Δέκα χρόνια αργότερα βρισκόταν στη Βαγδάτη καλύπτοντας έναν άλλο πόλεμο. Δεν έκανε μόνο ρεπορτάζ από το μέτωπο, αλλά και πρωτοσέλιδα με αποκλειστικές, συχνά αμφιλεγόμενες, συνεντεύξεις με τον τότε πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν και τον μελλοντικό εγκέφαλο της 11ης Σεπτεμβρίου, Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου ήταν που έδωσε στον Αρνέτ και το CNN παγκόσμια φήμη.
Μετακόμισε στο ξενοδοχείο Al Rashid της Βαγδάτης, λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η Επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου», στις 17 Ιανουαρίου 1991. Οι περισσότεροι δυτικοί δημοσιογράφοι είχαν ήδη φύγει από τη Βαγδάτη. Οι υπόλοιποι — εκτός από το συνεργείο του CNN — εκδιώχθηκαν από το Ιράκ. Στη συνέχεια, οι συνάδελφοί του στο CNN έφυγαν εθελοντικά.
Ο Αρνέτ έμεινε και έγινε ο τελευταίος δυτικός δημοσιογράφος στην περιοχή, τα μάτια και τα αυτιά εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Αρχικά δεν μπόρεσε να μεταδώσει ζωντανές εικόνες. Ωστόσο, καθώς οι σειρήνες των αεροπορικών επιδρομών ηχούσαν και οι βόμβες συγκλόνιζαν την πόλη, οι τηλεφωνικές του ανταποκρίσεις από το δωμάτιο του ξενοδοχείου έγιναν σημείο αναφοράς.
«Υπήρξε μια έκρηξη ακριβώς δίπλα μου, ίσως την ακούσατε», έλεγε σε μία από τις περίφημες αυτές ανταποκρίσεις, με ήρεμη φωνή και τη νεοζηλανδική του προφορά, λίγα δευτερόλεπτα μετά τον εκκωφαντικό κρότο ενός πυραύλου που προσγειωνόταν κάπου κοντά. Καθώς συνέχιζε να μιλάει, οι σειρήνες των αεροπορικών επιδρομών ηχούσαν στο παρασκήνιο.
«Νομίζω ότι κατέστρεψε το κέντρο τηλεπικοινωνιών», είπε για μια άλλη έκρηξη. «Χτυπούν το κέντρο της πόλης».
Το 1995 δημοσίευσε το βιβλίο με τις αναμνήσεις του, «Live From the Battlefield: From Vietnam to Baghdad, 35 Years in the World’s War Zones» (Ζωντανά από το πεδίο της μάχης: Από το Βιετνάμ στη Βαγδάτη, 35 χρόνια στις εμπόλεμες ζώνες του κόσμου).
Ο Arnett παραιτήθηκε από το CNN το 1999, λίγους μήνες μετά την απόσυρση από το δίκτυο μιας ερευνητικής έκθεσης που δεν είχε ετοιμάσει ο ίδιος, αλλά την οποία είχε παρουσιάσει, στην οποία ισχυριζόταν ότι το 1970 είχε χρησιμοποιηθεί το θανατηφόρο αέριο σαρίν κατά Αμερικανών στρατιωτών που είχαν λιποτακτήσει στο Λάος.
Το 2003, ενώ κάλυπτε τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου για το NBC και το National Geographic, απολύθηκε επειδή παραχώρησε συνέντευξη στην κρατική τηλεόραση του Ιράκ, κατά τη διάρκεια της οποίας επέκρινε τη στρατηγική του αμερικανικού στρατού – δηλώσεις που θεωρήθηκαν αντιαμερικανικές στην πατρίδα του.
Κόντρα στις εικασίες πως θα εγκατέλειπε την ειδησεογραφία ή ακόμη και το επάγγελμα, σε μία εβδομάδα ο Αρνέτ είχε προσληφθεί ως πολεμικός ανταποκριτής για μέσα του Βελγίου, της Ταϊβάν και των ΗΑΕ.
Ο Πίτερ Γκρεγκ Αρνέτ γεννήθηκε στο Ρίβερτον της Νέας Ζηλανδίας στις 13 Νοεμβρίου 1934 και ήταν ένας από τους τρεις γιους του Ερικ και της Τζέιν. Στα 17 του εγκατέλειψε το σχολείο για να εργαστεί σε μια εφημερίδα στην Invercargill, στο νότιο τμήμα της χώρας. Μετά από μια θητεία στο στρατό της Νέας Ζηλανδίας, προσλήφθηκε στην εφημερίδα The Wellington Standard και 18 μήνες αργότερα μετανάστευσε στην Αυστραλία για να εργαστεί στην εφημερίδα The Sydney Sun.

«Δεν είχα πραγματικά καμία ιδέα για το πού θα με οδηγούσε η ζωή μου, αλλά θυμάμαι εκείνη την πρώτη μέρα που μπήκα στο γραφείο της εφημερίδας ως υπάλληλος και βρήκα το μικρό μου γραφείο, πως είχα μια — ξέρετε — εξαιρετικά ευχάριστη αίσθηση ότι είχα βρει τη θέση μου», περιέγραφε το 2006.
























