Ρεπορταζ – Φωτογραφία : Δημήτρης Καστανάρας // LarissaPress
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα βιώνει σχεδόν κάθε χρόνο κινητοποιήσεις των αγροτών, οι οποίες πολλές εξαπλώνονται σε όλη τη χώρα με σημαντική δυναμική και πρωτοφανείς μορφές δράσης. Ποιοι είναι αυτοί οι αγρότες, από πού έρχονται και σε ποιο ιστορικό κινηματικό παρελθόν αναφέρονται; Ποιες είναι οι ρίζες του κινήματός τους και ποια η ιστορική συνεχεια του;

Το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας ξεκίνησε από τη Θεσσαλία στις αρχές του 20ού αιώνα και συνδέθηκε από τη γέννησή του με την πάλη των Θεσσαλών κολίγων, με τις εξεγέρσεις τους να αποτελούν αποτέλεσμα των οξύτατων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν από την εκμετάλλευση των τσιφλικάδων και την καταπίεση του αστικού κράτους. Βασικό αίτημα των κολίγων της Θεσσαλίας ήταν η διανομή των τσιφλικιών τα οποία πούλησαν οι Τούρκοι τσιφλικάδες σε Έλληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης (Σκυλίτσης, Ζάππας, Ζωγράφος, κ.ά.), ενόψει της προσάρτησης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα που έγινε το 1881.

Το 1910 το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του, όταν το προγραμματισμένο πανθεσσαλικό συλλαλητήριο της Λάρισας εξελίχθηκε σε αιματηρή εξέγερση.

Όλα ξεκίνησαν από το χωριό Κιλελέρ, όπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο για να μεταβούν στη Λάρισα. Μετά την άρνηση του επιβαίνοντος διευθυντή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, οι αγρότες ξεκίνησαν να λιθοβολούν τον συρμό καθώς απομακρυνόταν. Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, ομάδα 800 χωρικών σταμάτησε το τρένο.

Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, στρατιωτικοί που επέβαιναν στο συρμό πυροβόλησαν τον όχλο, σκοτώνοντας 2-4 αγρότες και τραυματίζοντας άλλους. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν στο χωριό Τουλάρ (σήμερα Μελία) με 2 νεκρούς και 15 τραυματίες, ενώ όταν τα νέα έφτασαν στη Λάρισα οι συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και στρατού επεκτάθηκαν με 2 ακόμα νεκρούς μετά την επέμβαση του ιππικού.

Η εξέγερση κέρδισε τη συμπάθεια του ελληνικού λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του ζητήματος και φουντώνοντας το αγροτικό κίνημα σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ μετά τα πρώτα νομοθετικά μέτρα που έλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέρ των κολίγων το 1911 ακολούθησαν και άλλες κινητοποιήσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις πιέσεις των αστών και τις διεκδικήσεις των Μικρασιατών προσφύγων οδήγησαν στην αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1922, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την κυβέρνηση Πλαστήρα.

Και ερχόμαστε στο σήμερα.
Οι αλλαγές στον αγροτικό χώρο παγκοσμίως, τα νέα δεδομένα της οικονομίας, οι χρόνιες αδικίες απέναντι στον αγροτικό κόσμο της δουλειάς, αλλά και οι αλλαγές που προκαλούνται από την κλιματική κρίση, είναι στοιχεία τα οποία σαφώς επηρεάζουν το αγροτικό κίνημα και στην Ελλάδα.

Ένα πρόβλημα κρίσιμο για τον αγρότη, είναι να έχει εξασφαλισμένη ρευστότητα για να αγοράσει αγροτικά εφόδια, δηλαδή λιπάσματα και ζωοτροφές, και ταυτόχρονα να μπορεί να αντέξει το ενεργειακό και περιβαλλοντικό κόστος της υφιστάμενης κατάστασης.

Το κόστος αυτό αφορά την πρόσβαση στο πετρέλαιο και στο νερό. Το αγροτικό πετρέλαιο απορροφά ενδεχομένως ακόμα και το ήμισυ του κόστους παραγωγής, ενώ και στο θέμα του νερού τα πράγματα είναι σύνθετα, καθώς στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας δεν υπάρχουν υποδομές δίκτυα άρδευσης, και άρα ο παραγωγός χρειάζεται να καταφύγει σε γεωτρήσεις, αυξάνοντας το κόστος σε ρεύμα και τη σπατάλη νερού, κινδυνεύοντας παράλληλα με σταδιακή υφαλμήρωση ή ερημοποίηση της γης του.

Οι αγρότες σήμερα διεκδικούν, μεταξύ άλλων, μέτρα στήριξης ενάντια στο υψηλό κόστος παραγωγής, με κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής για το ρεύμα, αφορολόγητο πετρέλαιο, επιδότηση των ζωοτροφών.
Κατάργηση του ΦΠΑ σε μέσα και αγροεφόδια και προστασία από τις φυσικές καταστροφές, με υλοποίηση όλων των απαραίτητων έργων υποδομής.
Άμεση πληρωμή των καθυστερημένων ενισχύσεων και επιδοτήσεων, ιδιαίτερα από ΟΠΕΚΕΠΕ.
Πλήρεις και γρήγορες αποζημιώσεις για ζημιές από φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, ξηρασία και ζωονόσους.
Φορολογικές ελαφρύνσεις και ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών φορολογικών συντελεστών για αγροτικό πετρέλαιο και εισροές.
Εγγυημένες ή βιώσιμες τιμές παραγωγού, ώστε να καλύπτονται το κόστος και το εισόδημα των παραγωγών.
Σταθερό και δίκαιο πλαίσιο επιδοτήσεων από την ΚΑΠ, χωρίς περικοπές και με ενίσχυση των μικρομεσαίων αγροτών.
Καλύτερη στήριξη της κτηνοτροφίας, που αντιμετωπίζει υψηλό κόστος και μειώσεις στο ζωικό κεφάλαιο.


























