Προς νέα αύξηση γύρω στα 40 ευρώ οδεύει ο κατώτατος μισθός, ο οποίος τον ερχόμενο Απρίλιο του 2026, αναμένεται να διαμορφωθεί στα 920 από τα 880 ευρώ που είναι σήμερα. Πρόκειται για την προτελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού πριν τις εκλογές και η κυβέρνηση επιθυμεί να πλησιάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον στόχο των 950 ευρώ που έχει θέσει για το 2027.
Με δεδομένο το γεγονός ότι οι αυξήσεις του 2027 ενδέχεται να συμπέσουν με τις εκλογές ή με την προεκλογική περίοδο, οποία τοποθετείται την άνοιξη του συγκεκριμένου έτους, γίνεται φανερό ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να εμφανίζεται ότι έχει υλοποιήσει τον στόχο της για την αύξηση των μισθών.
Οι διαδικασίες για τον προσδιορισμό του νέου κατώτατου μισθού θα ξεκινήσουν εντός του Ιανουαρίου και θα ολοκληρωθούν τον Μάρτιο, με την ανακοίνωση του ποσού το οποίο θα ισχύσει από την 1η Απριλίου.
Η αύξηση του κατώτατου θα επηρεάσει και τους βασικούς μισθούς των εργαζομένων του δημοσίου τομέα, καθώς και οι μισθοί αυτοί θα αναπροσαρμοστούν προς τα πάνω. Συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 2026, θα αυξηθούν κατά το ίδιο ποσό ο κατώτατος μισθός με τον εισαγωγικό μισθό στο Δημόσιο αλλά και όλοι οι βασικοί μισθοί των επόμενων κλιμακίων. Ενδεικτικά αναφέρεται πως ο βασικός – εισαγωγικός μισθός στο Δημόσιο θα ανέβει στα 920 ευρώ εφόσον η τελική αύξηση του κατώτατου μισθού προσδιοριστεί στα 40 ευρώ.
Στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον – τελικώς – επικρατήσει αυτό το σενάριο, οι κατώτατες αποδοχές των εργαζομένων με προϋπηρεσία θα αυξηθούν περαιτέρω με τον εξής τρόπο: Με μία τριετία ο μισθός θα είναι στα 1.016 ευρώ. Με δύο τριετίες θα διαμορφωθεί στα 1.117 ευρώ και με τρείς τριετίες ο μισθός θα ανέλθει στα 1.230 ευρώ.
Οι μέσοι μισθοί
Οι αυξήσεις στους μέσους μισθούς το ερχόμενο έτος αναμένεται να επηρεασθούν – άμεσα – από την αλλαγή του νομικού δικαίου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το οποίο περιλαμβάνεται στην κοινωνική συμφωνία και αναμένεται εντός του Ιανουαρίου να γίνει νόμος του κράτους.
Πάντως οι αυξήσεις στην κατηγορία των μισθών αυτών δεν θα είναι αυτόματη. Θα πρέπει να υπογραφούν νέες κλαδικές συμβάσεις, ώστε να φανούν στις τσέπες των εργαζομένων, τα πρώτα αποτελέσματα της κοινωνικής συμφωνίας και των αλλαγών στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Συνεπώς θα χρειαστεί ολόκληρο το έτος προκειμένου να αξιολογηθεί η προσπάθεια και να γίνει ο πρώτος απολογισμός. Επίσης η κάλυψη του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις όπως απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καθυστερήσει περισσότερο και αναμένεται να επιτευχθεί το κοντά στο 2030.
Η επαναφορά των μισθών στα προ τις οικονομικής κρίσης επίπεδα είναι μια εξαιρετικά επίπονη διαδικασία και δεν επιτυγχάνεται αυτόματα με την αλλαγή του νομικού συλλογικού δικαίου. Απαιτεί περαιτέρω συμφωνίες σε κλαδικό επίπεδο και αλλά και θετική διάθεση από όλες τις πλευρές (εργαζόμενους και εργοδότες) προκειμένου να επιτευχθεί η επανεκκίνηση των συμβάσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι σήμερα η κάλυψη των εργαζόμενων συλλογικές συμβάσεις βρίσκεται μόλις στο 20%.
Πάντως, με την ισχύ της συμφωνίας μπαίνουν οι βάσεις και δημιουργείται το απαραίτητο πλαίσιο ώστε μέσω των διαπραγματεύσεων να αυξηθούν οι μισθοί. Αλλάζει το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, οι οποίες γίνονται – πλέον – ευκολότερες και πιο ουσιαστικές, θεσπίζονται οι βασικές αρχές των συνομιλιών και δίδεται η δυνατότητα στους κοινωνικούς εταίρους να συμφωνήσουν στη βελτίωση των αμοιβών των εργαζομένων, κάτι που θα ισχύει για το σύνολο των απασχολούμενων σε έναν κλάδο παραγωγής και όχι σε ορισμένες μόνο επιχειρήσεις.
Τα κατώτατα όρια – που σήμερα ορίζει η κυβέρνηση – προσδιορίζουν μόνο το ελάχιστο όριο των αμοιβών που πρέπει να δίδεται σε έναν εργαζόμενο. Μετά από αυτό επενεργεί η κλαδική σύμβαση εργασίας η οποία προσδιορίζει τις επιπλέον αμοιβές (πάνω από τον κατώτατο μισθό) που δίδονται στους εργαζόμενους ενός κλάδου. Όταν δεν υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις δεν υπάρχουν και επιπλέον αμοιβές που αυξάνουν τον μέσο μισθό.
























