Ξύπνα Γιώργη, ήταν τα τρυφερά λόγια του πατέρα μου κάθε πρωί στις πέντε τα χαράματα, ξύπνα παιδί μου, ήρθε η ώρα ν’ αρμέξουμε τα πρόβατα. Καλοκαίρια στα ορεινά της βόρειας Πίνδου, στα 1800 μέτρα υψόμετρο, με την θερμοκρασία να δείχνει περίπου έξι βαθμούς (τόσο υπολογίζαμε αργότερα, ως ταξιδιώτες στο ίδιο βουνό, γιατί τότε τη δεκαετία του 1970 δεν είχαμε θερμόμετρα που μετρούσαν την εξωτερική θερμοκρασίας. Μια ζωή σαν παραμύθι, το παραμύθι των παιδικών και νεανικών μου χρόνων. Όταν ήμουν παιδάκι, πριν το δημοτικό σχολείο, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν άλλα επαγγέλματα, εκτός από τους βοσκούς και τους αγρότες. Είχαμε βέβαια στο χωριό και τον κουρέα, τον ράφτη, τον μπακάλη, τον φούρναρη, τον (αγροτικό) γιατρό, τη μαία κι άλλα επαγγέλματα που τώρα χάθηκαν. Ωστόσο αυτά που παίζανε κεντρικό ρόλο ήταν τα δύο πρώτα.
Η σχέση μας με τη γη και τα ζώα ήταν επομένως τόσο φυσική, όπως κι αυτή με τους ανθρώπους. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει «πρώτα θα φάνε τα πρόβατα και μετά τα παιδιά». Ναι θα πει κάποιος, με άλλου είδους συνείδηση, ότι ήταν και είναι ζώα εκμετάλλευσης, προορίζονται για την θρέψη του ανθρώπου. Αλήθεια είναι αυτό. Όμως η αλήθεια αυτή δεν αναιρεί τον συναισθηματικό δεσμό των ανθρώπων με τα ζώα τους. Θυμάμαι ότι κάθε πρόβατο, από τα 500 περίπου, είχε το δικό του όνομα και όχι μόνο αυτό, είχε και τη δική του γενεαλογία. Γνωρίζανε σε βάθος χρόνου τους προγόνους κάθε προβατίνας. Ο πατέρας μου ήξερε να τα γιατροπορεύει, είχε κτηνιατρικές γνώσεις, έκανε ακόμη κι εγχειρήσεις στον εγκέφαλο των προβάτων για την λεγόμενη «βουρλαμάρα», ένα είδος σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία, γεγονός που τον έκανε περιζήτητο σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Οι τροφές που επιλέγανε για τα ζώα ήταν καθαρές, απεχθάνονταν τις συσκευασμένες ζωοτροφές ή εκείνες που γινότανε από διάφορα υπολείμματα. Τα ζώα όταν δεν βοσκούσανε έξω, τρώγανε στάρι, καλαμπόκι, τριφύλλι, βίκο.
Γύρω από το κοπάδι στηνόταν ένα ολόκληρος κόσμος, ένας πολιτισμός με μια ιδιαίτερη κουλτούρα γνώσεων, ηθών, παραδόσεων. Τα τσελιγκάτα ανασταίνανε ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων, δίνανε πνοή στον τόπο και συνθέτανε ένα πολύβουο και πλούσιο σκηνικό. Έντονη παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα, θρύλοι και παραδόσεις, πανηγύρια και θρησκευτικές δοξασίες, ανταμώματα και αποχωρισμοί. Μια κοινότητα ανθρώπων που βούιζε σαν ένα μελίσσι.
Η ποιμενική ζωή μοσχομύριζε ανάπτυξη, κοινωνική, οικονομική, πνευματική.
Από τότε βέβαια αλλάξανε πολλά, η ποιμενική ζωή και το επάγγελμα του κτηνοτρόφου έγινε αλλιώτικο. Η προβατοτροφία κράτησε πολλά από τα παλιά της χαρακτηριστικά, απέκτησε ωστόσο κι αυτή ένα πιο σύγχρονο πρόσωπο.
Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ότι εκχερσώθηκε. Μοιάζει σαν η γη και τα ζώα πλέον να θεωρούνται κάτι ξεπερασμένο έως και ξιπασμένο. Και οι άνθρωποι που μοχθούν μαζί της να θεωρούνται μπανάλ.
Θυμάμαι πόσο δύσκολο ειδικά τις δεκαετίες της «ευμάρειας» οι άντρες βοσκοί να βρουν μια γυναίκα να παντρευτούν. Ο τσέλιγκας έχασε την υπόσταση και το κύρος που είχε άλλες εποχές. Από την άλλη όμως η κάθε γκουρμεδιά του Κολωνακίου από τα προϊόντα αυτού του τσέλιγκα ή εκείνου του αγρότη φτιάχνεται. Κι όχι μόνο η γκουρμεδιά, αλλά και το απλό καθημερινό φαγάκι που χορταίνει κάπως την πείνα του λαού μας.
Εκτός κι αν έχουμε πιστέψει στο παραμύθι ότι ο τουρισμός είναι το άρμα της οικονομίας μας. Ε, αν το πιστεύουμε σίγουρα θα πεινάσουμε. Δεν είναι δυνατόν σήμερα να εισάγουμε ένα μεγάλο μέρος βασικών διατροφικών προϊόντων, σε μια χώρα που θα μπορούσε να είναι ο απόλυτος αγροτοδιατροφικός παράδεισος.
Η τουριστική ανάπτυξη μυρίζει μούχλα, τσετσιπωσιά, εκμετάλλευση κι έχει απομακρύνει τους ανθρώπους από την ουσία της ύπαρξής τους. Έχει ρημάξει τον τόπο, την ηθική μας και έχει κατακερματίσει τις συνειδήσεις και τη συλλογική κουλτούρα κάθε επιμέρους κοινωνία. Αλλά φέρνει χρήματα, επενδύσεις στα νησιά μας, στις πόλεις μας και εσχάτως θέλουν να βάλουν χέρι και στα βουνά μας, θα φέρουν κι εκεί την ανάπτυξη. Όχι που θα τα αφήνανε στους τσοπαναραίους.
Ο τόπος μας χρειάζεται ανάσες, χρειάζεται ανατροπές, κοντολογίς χρειάζεται όλοι μαζί, ακόμη κι αν ταλαιπωρηθούμε, όχι απλά να σταθούμε δίπλα κι αλληλέγγυοι στους αγώνες των αγροτών και των κτηνοτρόφων, αλλά να αγωνιστούμε το ίδιο, όπου κι όπως μπορούμε. Παρεμπιπτόντως δεν γίνεται να αλλάξουν τα πράγματα αν δεν ταλαιπωρηθούμε και πρωτίστως αν δεν αγωνιστούμε.
Και κάτι ακόμη, η κυβέρνηση βλέπει τους αγρότες ως καθρέπτη του εαυτού της, βλέπει δηλαδή μια τρομοκρατική οργάνωση. Και δίκιο έχει, καθώς το κλέψιμο του κρατικού χρήματος και το ξέπλυμα, σε τέτοιου είδους οργάνωση παραπέμπουν. Και μάλιστα το πιο κωμικοτραγικό είναι αυτή η ωμή κοροϊδία που μας κάνουν, αυτή που φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης. Αυτή που μια μάνα δίνει στο παιδί της κάτι λίγα χρήματα να αγοράσει μια Φεράρι, γιατί είναι μια άξια μάνα που δουλεύει σκληρά για το παιδί της κι όχι μόνο αυτό, αλλά είναι από μια τυχερή οικογένεια που πιάνει το τζόκερ στον αέρα.
Τελευταία φορά που πήγα στο χωριό μου, το ιστορικό Κιλελέρ, στη γειτονιά που είναι το πατρικό μου σπίτι υπάρχει μια σκληρή εγκατάλειψη. Κάποτε εκεί έσφυζε από ζωή. Άνθρωποι, ζώα, δραστηριότητες. Κάπως έτσι μαραζώνει η ύπαιθρος και τα χωριά μας. Και φανταστείτε ότι το δικό μου δεν είναι ένα μικρό χωριό, ακόμη έχει ανθρώπους που παλεύουν να το κρατήσουν όρθιο και ευτυχώς μεταξύ αυτών και αρκετούς νέους ανθρώπους. Δεν είναι όμως ζωντανό, δεν είναι ακμαίο, δεν έχει προοπτική.
Να θυμόμαστε όμως αν κάθε ελληνικό χωριό, έως και το πιο απομακρυσμένο, αν αυτή η χώρα στο σύνολό της δεν παράγει, τότε ίσως δεν έχει μέλλον.
Στο γραφείο άνθρωποι που χάσανε το βιός τους, δεν ξέρω ακριβώς γιατί, ίσως κάπου διαβάσανε στο «βιογραφικό» μου για την κτηνοτροφική μου καταγωγή. Ο θρήνος τους είναι μεγάλος, όπως και η οργή τους. Θέλω να στείλω ένα μήνυμα σε αυτούς που δεν μπορούν να κατανοήσουν την σύνδεση του βοσκού με το κοπάδι του, ότι αυτοί οι άνθρωποι και πονάνε και πεινάνε. Η θανάτωση των ζώων είναι για κάποιους μια διοικητική απόφαση, αλλά για εκείνους ισούται με το ξερίζωμα της καρδιάς τους. Μόνο έτσι μπορώ να το δω κι έτσι μόνο θα έπρεπε να το βλέπουν κι όλοι αυτοί που δεν μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος της συμφοράς. Κι εύχομαι να μην το αντιληφθούν μόνο από τις μοιραίες συνέπειες στο δικό τους πορτοφόλι.
























