Σε πάνω από 180 δισ. υπολογίζεται το συνολικό ποσό των επιδοτήσεων που εισέρρευσαν στην ελληνική γεωργία από το 1981 έως σήμερα, ποσό που ύστερα από 44 χρόνια φαίνεται περισσότερο σαν να έπεσε σε μια τεράστια «μαύρη τρύπα», παρά στο να συμβάλει στην ισχυροποίηση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής με όφελος τόσο για τους ίδιους τους γεωργούς και κτηνοτρόφους όσο και για τους καταναλωτές και τη βιομηχανία. Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της γεωργίας υποχώρησε τα πρώτα 15 χρόνια της εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ενώ το 2023 έφτασε να είναι στα ίδια επίπεδα με αυτά του 1996, η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση είναι μικρότερη πλέον κατά περίπου 50% σε σύγκριση με το 1981 –μόνο μέσα σε επτά χρόνια, την περίοδο 2013-2020, μειώθηκε κατά 20%–, οι απασχολούμενοι στη γεωργία είναι λιγότεροι κατά περίπου ένα εκατομμύριο σε σύγκριση με 20 χρόνια πριν, το εμπορικό ισοζύγιο αγροτοδιατροφικών προϊόντων μόλις το 2020 κατέστη πλεονασματικό έπειτα από 35 ολόκληρα χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι καταναλωτές απολαμβάνουν σε προσιτές τιμές ελληνικά προϊόντα. Τι έγινε με το αγροτικό εισόδημα; Τα πρώτα χρόνια εφαρμογής της ΚΑΠ αυξήθηκε για να υποχωρήσει στη συνέχεια. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι 44 χρόνια μετά την εφαρμογή της ΚΑΠ στην Ελλάδα, οι αγρότες είναι στους δρόμους, οι καταναλωτές «στα κάγκελα» –κατά το κοινώς λεγόμενο– και η βιομηχανία εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών.
Πού πήγαν όλα αυτά τα χρήματα; Η «εύκολη» απάντηση, αλλά με μπόλικη δόση υπερβολής και λαϊκισμού, είναι ότι πήγαν στα πολυτελή αυτοκίνητα (εύλογα θα σκεφθεί κάποιος ότι το φαινόμενο είναι διαχρονικό, ακόμη και εάν οι μάρκες αλλάζουν από Porsche Cayenne σε Ferrari), στις βίλες ή ακόμη και στα μπουζούκια (πολιτιστικά κέντρα για τον λαό κατά τον αείμνηστο Ευάγγελο Γιαννόπουλο). Ενα μέρος τους, πράγματι, μπορεί να πήγε. Αυτό όμως που κυρίως συνέβη είναι ότι η εισροή χρημάτων στη γεωργία δεν συνοδεύτηκε από σχεδιασμό και κυρίως εφαρμογή στρατηγικής για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.
Ετσι οι πρώτες δεκαετίες εφαρμογής της ΚΑΠ στην Ελλάδα αύξησαν μεν το αγροτικό εισόδημα μέσα από τις άμεσες ενισχύσεις και κυρίως μέσα από τους μηχανισμούς στήριξης των τιμών, αλλά το ελληνικό γεωργικό προϊόν (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τιμές αγοράς) έφτασε ακόμη και να μειωθεί, καθώς στην ουσία ο πρωτογενής τομέας δεν λειτούργησε με όρους πραγματικής προσφοράς και πραγματικής ζήτησης. Και ακριβώς η απουσία της παραπάνω συνθήκης αποτέλεσε αντικίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων, κυρίως ιδιωτικών, σε συνδυασμό, βεβαίως, και με τα πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού την εν λόγω περίοδο.
Η εισροή χρημάτων στη γεωργία δεν συνοδεύτηκε από σχεδιασμό και κυρίως εφαρμογή στρατηγικής για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Οι πρώτες δεκαετίες εφαρμογής της ΚΑΠ στην Ελλάδα αύξησαν μεν το αγροτικό εισόδημα μέσα από τις άμεσες ενισχύσεις και κυρίως μέσα από τους μηχανισμούς στήριξης των τιμών, αλλά το ελληνικό γεωργικό προϊόν (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τιμές αγοράς) έφτασε ακόμη και να μειωθεί.
Ετσι, από την ανάλυση των στοιχείων (σ.σ. σχετική επεξεργασία και ανάλυση έχουν κάνει οι Ν. Μαραβέγιας και Γ. Μέρμηγκας στον συλλογικό τόμο «Η ελληνική γεωργία προς το 2010») προκύπτει ότι την περίοδο 1981-1995 η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της γεωργίας μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,44%, ενώ το ίδιο διάστημα το εισόδημα ανά απασχολούμενο στον αγροτικό κλάδο αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,27%.
Την πρώτη οκταετία ΠΑΣΟΚ μάλιστα, την περίοδο 1981-1989, το εισόδημα ανά απασχολούμενο στον αγροτικό τομέα αυξήθηκε με ρυθμό 2,79%. Οι άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις έφτασαν να αποτελούν το 1994 το 171% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής σε προϊόντα όπως το βαμβάκι, στα δημητριακά οι άμεσες ενισχύσεις μαζί με τους μηχανισμούς προστασίας τιμών το 68% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής κ.ο.κ. Οι αναθεωρήσεις της ΚΑΠ –υπό το βάρος του δημοσιονομικού αδιεξόδου που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενοι μηχανισμοί της– προς ένα μοντέλο μείωσης των άμεσων ενισχύσεων και περιορισμού των δασμών στα εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα, βρήκαν τον ελληνικό γεωργικό τομέα απροετοίμαστο, αφού τα χρήματα που δόθηκαν τα προηγούμενα χρόνια δεν κατευθύνθηκαν σε παραγωγικές επενδύσεις.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις στη γεωργία παρουσιάζουν την περίοδο 1981-1995 αρνητικό ρυθμό μεταβολής (-3,11%), ενώ οι συνολικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, παρουσίασαν επίσης αρνητικό ρυθμό μεταβολής (-1,38%). Τα κοινοτικά «πακέτα» που ακολούθησαν επίσης δεν αξιοποιήθηκαν σωστά έτσι ώστε να καταστεί πιο ανταγωνιστικός ο αγροτικός τομέας και συνολικά ο τομέας της αγροδιατροφής. Από το 1995 έως σήμερα οι ακαθάριστες επενδύσεις στη γεωργία (συμπεριλαμβάνονται και επενδύσεις σε δασοκομία και αλιεία) ανήλθαν σε περίπου 51 δισ. ευρώ, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν επαρκείς ή πολύ περισσότερο αποδοτικές. Αλλωστε, η αναλογία των επενδύσεων ως προς την προστιθέμενη αξία εξακολουθεί να παραμένει χαμηλή στην Ελλάδα (24,7% το 2020), ευρισκόμενη σε απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (30,5%), κάτι που μεταφράζεται σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα του γεωργικού κλάδου.
Ο εκσυγχρονισμός σε πολλές περιπτώσεις περιορίστηκε στην αγορά ενός καινούργιου τρακτέρ, ενώ το κράτος, από την πλευρά του, δεν προχώρησε σε επενδύσεις κυρίως σε υποδομές αναγκαίες για να ανακόψουν τη φυγή προς τα αστικά κέντρα, αλλά ούτε έδωσε κίνητρα για τη μεγέθυνση των εκμεταλλεύσεων. Το 75% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι κάτω από 50 στρέμματα, όταν το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170 στρέμματα.
Μόλις το 0,7% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είχε πλήρη αγροτική κατάρτιση, υπό την έννοια ότι μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση παρακολούθησαν πρόγραμμα κατάρτισης τουλάχιστον 2 ετών και πραγματοποίησαν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε αντικείμενο σχετικό με τον πρωτογενή τομέα. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2010 ήταν… 0,32%. Σχεδόν 4 στους 10 ιδιοκτήτες – επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι ηλικίας από 65 ετών και άνω, ενώ οι αγρότες ηλικίας κάτω των 40 ετών είναι μόλις το 7,2% των επικεφαλής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Ο εκσυγχρονισμός σε πολλές περιπτώσεις περιορίστηκε στην αγορά ενός καινούργιου τρακτέρ, ενώ το κράτος από την πλευρά του δεν προχώρησε σε επενδύσεις, κυρίως σε υποδομές αναγκαίες για να ανακόψουν τη φυγή προς τα αστικά κέντρα, αλλά ούτε έδωσε κίνητρα για τη μεγέθυνση των εκμεταλλεύσεων. Το 75% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι κάτω από 50 στρέμματα, όταν το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170.
Στο ερώτημα, λοιπόν, «πού πήγαν τα λεφτά;» η απάντηση δυστυχώς είναι ότι σε μεγάλο βαθμό πήγαν… χαμένα.
Ελλειμμα στρατηγικής και ΚΑΠ «α λα ελληνικά»
Χρειάστηκε να περάσουν 35 χρόνια, μία δεκαετής οικονομική κρίση και μια πανδημία για να καταστεί ξανά πλεονασματικό το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων σε μια χώρα όπου η γεωργία αποτελούσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 πάνω από το 10% του ΑΕΠ. Το παραπάνω αποτελεί ίσως και την ισχυρότερη απόδειξη απουσίας στρατηγικής για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας, απουσία που συνδυάστηκε, με εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα για το σύνολο της εθνικής οικονομίας, και με τις κατευθύνσεις που έδινε η ΚΑΠ.
Ετσι, ενώ το 1985 το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων ήταν πλεονασματικό (στα 63,15 δισ. δραχμές) από το 1986 ξεκίνησε να είναι ελλειμματικό και το 1997 το έλλειμμα να φτάνει τα 280 δισ. δρχ. (περίπου 821 εκατ. ευρώ με βάση την επίσημη σταθερή ισοτιμία). Την εποχή της μεγάλης ευμάρειας στην Ελλάδα, την περίοδο 2004-2009, το εμπορικό έλλειμμα των αγροτικών προϊόντων ανέβαινε με ταχείς ρυθμούς ξεπερνώντας το 2008 τα 3 δισ. ευρώ. Το 2020 ήταν η πρώτη φορά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 που το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων ήταν πλεονασματικό (κατά 524 εκατ. ευρώ), όπως και το 2021, το 2023 και οριακά το 2024. Το καλό νέο δεν είναι μόνο ότι το ισοζύγιο είναι πλεονασματικό, αλλά ότι αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει αύξηση των εξαγωγών και όχι απλώς μείωση των εισαγωγών, όπως έγινε τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης.
Καλό νέο ότι το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων είναι πλέον πλεονασματικό, με αύξηση εξαγωγών και όχι απλώς μείωση εισαγωγών.
Πέρα από την απουσία για χρόνια συνολικά πολιτικής για την εξωστρέφεια της οικονομίας και όχι μόνο για τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι κατευθύνσεις της ΚΑΠ, αφού ενίσχυσαν την εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές σε πολλά βασικά προϊόντα. Οι μεγάλες ενισχύσεις στον σκληρό σίτο, έναντι του μαλακού, ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρασκευή αλευριού, είχαν ως αποτέλεσμα το εξής: η παραγωγή του μαλακού σιταριού το 1984 ήταν στο 65% της παραγωγής του 1981, για να φτάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στο 28% της παραγωγής του 1981. Η «πριμοδότηση» της καλλιέργειας βαμβακιού είχε ως αποτέλεσμα η παραγωγή του να εξαπλασιαστεί, ενώ το ίδιο έγινε και με τις καλλιέργειες των άλλων βιομηχανικών φυτών (καπνά και ζαχαρότευτλα). Για να έρθει, βεβαίως, η αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2004 και να σημάνει την αρχή του τέλους για τις καλλιέργειες των καπνών και των ζαχαρότευτλων. Τραγική ειρωνεία; Οι καλλιέργειες που πριμοδοτήθηκαν είναι αρδευόμενες και τώρα αναζητείται, μεταξύ άλλων, υπό το βάρος της μείωσης των αποθεμάτων νερού και της κλιματικής κρίσης η αντικατάστασή τους με άλλες, οι οποίες δεν θα έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε νερό. Την προηγούμενη δεκαετία είδαμε βεβαίως να γίνεται αντικατάσταση καλλιεργειών, αλλά με… φωτοβολταϊκά.
Φυσικά ρόλο διαδραμάτισε και η εφαρμογή «α λα ελληνικά» των κατευθύνσεων της ΚΑΠ με ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτό που συνέβη με τα οπωροκηπευτικά. Αν και εξαρχής προβλεπόταν η υποχρεωτική τυποποίηση, υπό την έννοια ότι μόνο ο παραγωγός μπορούσε να μεταφέρει το προϊόν στο τυποποιητήριο, αυτό στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Και εκεί ίσως βρίσκεται η «ρίζα του κακού» για την απόκλιση των τιμών από το χωράφι στο ράφι. Από τη στιγμή που «επιτρέπεται» ο έμπορος να φέρνει δικό του συνεργείο για τη συγκομιδή στο χωράφι, συμπιέζει αυτομάτως την τιμή παραγωγού, ο οποίος δεν καρπώνεται την προστιθέμενη αξία του τυποποιημένου προϊόντος.
Αντιθέτως, η Ελλάδα επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο, όπως έχει επισημάνει σε σχετική του μελέτη ο Δημήτρης Μπουρδάρας (Ινστιτούτο Αγροτικών Ερευνών), στην εφαρμογή του μέτρου της απόσυρσης, οδηγώντας στις χωματερές ακόμη και ποσότητες που δεν πληρούσαν τα κριτήρια, μόνο και μόνο για να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι τιμές με Ομάδες Παραγωγών να έχουν αυτό ως μοναδικό αντικείμενο. Τελικά το μέτρο της απόσυρσης καταργήθηκε το 1996.
























