Γράφει ο Βασίλης Πλατής*
Είναι άραγε οι αγρότες στην Ελλάδα την περίοδο της Μεταπολίτευσης «τα κακομαθημένα παιδιά της Πολιτείας» κατ’ αναλογία προς τον ελληνικό λαό που, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ιστορικού Κώστα Κωστή, υπήρξαν «τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας»; Σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα, βέβαια, και για λόγους που συνδέονταν με την ένδοξη καταγωγή των Νεοελλήνων και το συμβολικό φορτίο που έφεραν εξαιτίας αυτής.
Η εκδοχή αυτή ίσως να μην απέχει σήμερα πολύ από την πραγματικότητα, με βάση πραγματολογικά στοιχεία του δημόσιου βίου και της πολιτικής ζωής του τόπου. Η ελληνική οικονομία, από συστάσεως του κράτους, βασίστηκε, ως γνωστό, στον πρωτογενή τομέα, ήτοι στην αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα. Επιπλέον, λόγω της έκτασης που έλαβε η αγροτική απασχόληση στην ύπαιθρο και της μάζας των ψηφοφόρων που απορρόφησε, συνδέθηκε άρρηκτα με τις εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας ‒κατά συνέπεια και με τις πελατειακές σχέσεις που ανέπτυσσαν.
Στον αντίποδα όλων αυτών, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Έλληνας αγρότης είναι εκτεθειμένος στις διαθέσεις του καιρού, που τα τελευταία χρόνια ‒ελέω και κλιματικής αλλαγής‒ δεν είναι τόσο «φιλικές» μαζί του αλλά και κάθε λογής επιτηδείων, ανά περίπτωση: από τον έμπορο-τοκογλύφο, που στα πρώτα βήματα της αγροτικής οικονομίας προαγόραζε σε εξευτελιστικές τιμές τις σοδειές, έως τον αδίστακτο μεταπράτη, τους μεσάζοντες, τις πολυεθνικές.
Αναμφίβολα, οι άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους χριστουγεννιάτικα και ξεροσταλιάζουν στα μπλόκα ‒κι ας μην είναι η εποχή που οι αγροτικές εργασίες βρίσκονται στο φόρτε τους‒ δεν το κάνουν από έλλειψη «κοινωνικής επαφής» και αλληλεπίδρασης. Τέτοιου είδους ανάγκες άλλωστε κάλυπτε διαχρονικά και με πληρότητα στην ελληνική ύπαιθρο ο «πατροπαράδοτος» καφενές, κάποτε βαμμένος «πράσινος» ή «μπλε», την περίοδο των έντονων πολιτικών παθών της Μεταπολίτευσης, πάντοτε όμως διατελέσας πεδίο ασφαλών πολιτικών debates, στον οποίο εκδηλώνονταν ευκρινώς δυσαρέσκειες σε κυβερνητικές πολιτικές αλλά και εκλογικές τάσεις. Είπαμε, ο αγροτικός κόσμος αποτελεί «βαρόμετρο» για τις πολιτικές εξελίξεις, και σήμερα και χτες.
Τελευταία, όμως, υφίσταται και μια άλλη παράμετρος στο «αγροτικό»: η εκτεταμένη διαφθορά, που υπονομεύει εκ των ένδον την ευημερία της πλειονότητας των αγροτών προς όφελος ολίγων εξ αυτών, οι οποίοι είναι στενά συνδεδεμένοι με την κομματική εξουσία. Κοντά σε αυτή, και ο «όλεθρος» της ευλογιάς που επέπεσε στα κεφάλια των κτηνοτρόφων οδηγώντας τους στην απόγνωση (για του λόγου το αληθές, τα τελευταία εικοσιτετράωρα, κτηνοτρόφος από την περιοχή της Πέλλας έχασε ολόκληρο το κοπάδι του και βρέθηκε αίφνης με εγκεφαλικό στο νοσοκομείο Γιαννιτσών).
Τι κι αν παλιότερα η κερδοφορία και το χρήμα που έρρεε άφθονο από τα ευρωπαϊκά ταμεία άμβλυναν τις ανισότητες στην κοινότητα, με αποτέλεσμα οι κινητοποιήσεις των αγροτών να αποτελούν περίπου «ενιαύσια εθιμοτυπία»; Αντίθετα, σήμερα, η κατάσταση στον αγροτικό κόσμο φαίνεται ανεξέλεγκτη. Παρόλα αυτά, οι αγρότες, και κάθε άλλη κοινωνική τάξη, δεν νομιμοποιούνται να εργαλειοποιούν κοινωνικά αγαθά, όπως η ελεύθερη και απρόσκοπτη διέλευση των πολιτών στις εθνικές οδούς ή και άλλα.
Προφανώς το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή του κειμένου δεν μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια. Ωστόσο, το μήνυμα των αγροτικών κινητοποιήσεων δεν είναι άλλο από το ότι η ελληνική ύπαιθρος σήμερα στενάζει, ενώ η οικονομία δεν εμφανίζεται τόσο ανθεκτική ώστε να μπορεί να ενδίδει με ευκολία σε «κανακέματα» ή «εκβιασμούς» ισχυρών κοινωνικών ομάδων.
Σε αυτό, λοιπόν, το δυστοπικό περιβάλλον η διαφθορά επιβιώνει και «ανθίσταται» εν μέσω θρυλούμενων μεταρρυθμίσεων, ενώ η κυβέρνηση πασχίζει να περιορίσει τη δημοσκοπική-εκλογική φθορά της και να προσαράξει σε απάνεμη «Ιθάκη».
* Ο Βασίλης Πλατής είναι φιλόλογος – Δρ Ιστορίας ΑΠΘ
























