Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Ας υποθέσουμε πως μιλάμε για μια πολυκατοικία. Μια πολυκατοικία παλαιάς κατασκευής που έχει αντέξει πολλά στο πέρασμα των δεκαετιών. Σε αυτή ζουν πολλές και διαφορετικές οικογένειες. Στην πλειοψηφία τους σε ιδιόκτητα διαμερίσματα. Τα τελευταία, αρκετά, χρόνια δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Υπάρχουν οικογένειες στον πέμπτο όροφο που δεν ξέρουν ποιοι ακριβώς μένουν στον πρώτο ή στον δεύτερο.
Σε ένα από τα διαμερίσματα του πρώτου ορόφου δεν βγαίνουν τα έξοδα. Σε ένα άλλο, δεν έχει δουλειά το παιδί. Σε ένα τρίτο, η κόρη μόλις χώρισε και επέστρεψε πίσω στους γονείς, μαζί με ένα παιδάκι. Στο κεντρικό διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, η κόρη δίνει πανελλήνιες, ενώ πιο δίπλα παρακαλάνε να μην χρειαστεί να ανάψουν το καλοριφέρ νωρίς. Στον τρίτο όροφο μένει μια χήρα που τα βγάζει πέρα οριακά, ενώ δίπλα της μένει μια οικογένεια αλλοδαπών που πάντα χαμογελά. Στον τέταρτο μένει μια οικογένεια που έχει χάσει το παιδί της και από τότε όλα είναι κλειστά, ενώ δίπλα μένουν δυο φοιτητές που κάνουν πάρτι κάθε βράδυ.
Ένα βράδυ στον κεντρικό δρόμο μπροστά στην πολυκατοικία σημειώνεται ένα σοβαρό περιστατικό. Ένας άντρας κυνηγάει να μαχαιρώσει μια γυναίκα. Αυτή φωνάζει και παρακαλάει για τη ζωή της. Τα φώτα των διαμερισμάτων ανάβουν. Κάποιος τηλεφωνεί στο περιπολικό το οποίο όμως αργεί. Κάποιοι κατεβαίνουν στον δρόμο. Ο άγνωστος άντρας έχει μαχαιρώσει τη γυναίκα, ωστόσο δεν φεύγει, απειλεί να τη σκοτώσει. Σημειώνεται εμπλοκή. Έρχεται το περιπολικό της αστυνομίας. Γίνεται το λάθος. Συλλαμβάνεται ο δράστης αλλά και ένας από τους φοιτητές. Η πολυκατοικία ξεσπά. Και έτσι ξεσηκώνεται και η απέναντι. Και η πιο δίπλα. Όλοι είναι στον δρόμο. Ο καθένας φωνάζει οργισμένος και σύντομα αρχίζουν να βρίζουν γιατί φταίνε τα πάντα: η ακρίβεια, τα διαζύγια, οι αλλοδαποί… Ο καθένας φωνάζει με αφορμή αυτό που βιώνει εναντίον όλων των υπολοίπων. Και όλοι μαζί την κυβέρνηση και τους πολιτικούς.
Η τυχαία αυτή, ψεύτικη φυσικά, ιστορία δεν ξέρω πόσες πιθανότητες έχει να συμβεί κάποιο βράδυ σε οποιαδήποτε πόλη της χώρας. Ξέρω όμως πως δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Όπως φαίνεται, με την αγροτική σπίθα να έχει ανάψει στον κάμπο, η κυβέρνηση δείχνει έτοιμη να παίξει το παιχνίδι του κοινωνικού αυτοματισμού. Θεωρεί πως η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών θέλει νόμο και τάξη και δεν θα δεχθεί το κλείσιμο των δρόμων. Για μια όμως ακόμη φορά η εκτίμηση είναι εσφαλμένη. Το έργο παίχτηκε ξανά και προφανώς δεν διαβάστηκε σωστά στο Μαξίμου. Ήταν εκείνη η Κυριακή που ξαφνικά εκατομμύρια Έλληνες βγήκαν στους δρόμους για τα Τέμπη και εκείνοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί.
Μετά τη χρεοκοπία της προηγούμενης δεκαετίας, τις εμφυλιοπολεμικές κραυγές και τον τεκτονικό πολιτικό σεισμό, ο Έλληνες έδωσαν σοβαρή εντολή σταθερότητας και αλλαγής νοοτροπίας. Ψήφισαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη δυο φορές γιατί πείστηκαν πως μόνο αυτός μπορεί να υλοποιήσει ένα πραγματικά εκσυγχρονιστικό έργο.
Στο σημείο που βρισκόμαστε όμως έχουν εγγραφεί πλέον σοβαρά ρήγματα ανάμεσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο και την κοινωνία, με βασικό επιταχυντή των ρηγμάτων αυτών την διαφθορά και την ακρίβεια. Οι πολίτες παρακολουθούν μια σειρά γεγονότων που επιβεβαιώνουν πως επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα. «Το παιχνίδι γίνεται για τους δικούς τους, τους λίγους και πολύ ισχυρούς», ενώ η ακρίβεια δημιουργεί εφιάλτες.
Η κυβέρνηση χωρίς πάλι να το αντιλαμβάνεται χτυπιέται στο μαλακό της υπογάστριο, καθώς ακυρώνεται το βασικό δίπτυχο στο οποίο δομήθηκε η θητεία Μητσοτάκη.
Οι φετινές αγροτικές κινητοποιήσεις είναι διαφορετικές από τις προηγούμενες. Το ξέρουν καλά όσοι παρακολουθούν από μέσα τις εξελίξεις. Η καταστροφή στην Θεσσαλία δεν έχει προηγούμενο, σε όλα τα επίπεδα.
Τώρα είναι ανάγκη να γίνουν άμεσες παρεμβατικές κινήσεις. Γιατί αλλιώς κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν και πώς θα κινηθούν και οι απέναντι πολυκατοικίες…
























