Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά παγιώνεται ως η πιο οξεία σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα νεότερα στοιχεία της Eurostat για το 2024, σε συνδυασμό με τα επίσημα δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος για την πορεία των τιμών διαμερισμάτων το 2024–2025, αποτυπώνουν μια χώρα όπου το κόστος κατοικίας έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο δυσβάσταχτους παράγοντες του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Οι αριθμοί δείχνουν μια πραγματικότητα πολύ πιο πιεστική από εκείνη που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα ευρωπαϊκά νοικοκυριά.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024 τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για να καλύψουν το στεγαστικό κόστος, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο μέσος όρος διαμορφώθηκε στο 19,2%. Η εικόνα είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, εκείνα που βρίσκονται κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος, σε αυτή την κατηγορία, η επιβάρυνση εκτινάσσεται στο 62,8%, στοιχείο που δείχνει πόσο δυσανάλογα πλήττονται οι πιο ευάλωτοι.
Η Ελλάδα καταγράφει επίσης τα υψηλότερα ποσοστά στεγαστικής υπερφόρτωσης τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Το 29% των κατοίκων αστικών περιοχών και το 28% των κατοίκων αγροτικών περιοχών δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για τη στέγη, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ είναι 10% και 6%. Σε χώρες όπως η Κύπρος και η Κροατία, το ποσοστό δεν ξεπερνά το 3%, υπογραμμίζοντας το μέγεθος της ελληνικής απόκλισης.
Παράλληλα, η χώρα εμφανίζει μια σειρά διαρθρωτικών στεγαστικών αδυναμιών που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την εικόνα. Στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόλις 1,3 δωμάτια ανά κάτοικο, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,7, ενώ το 19% του πληθυσμού δηλώνει ότι δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μαζί με τη Βουλγαρία. Πρόκειται για δείκτη που δεν αφορά μόνο την οικονομική ανισότητα αλλά και την ποιότητα του στεγαστικού αποθέματος.
Το πρόβλημα αποτυπώνεται και στις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το 2024, το 43% των Ελλήνων ζούσε σε νοικοκυριό με καθυστερήσεις σε ενοίκια, δάνεια ή λογαριασμούς, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν μόλις 9%. Η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη και είναι παράλληλα η χώρα με την πιο έντονη αύξηση καθυστερήσεων την περίοδο 2010–2024. Από το 31% των νοικοκυριών το 2010, το ποσοστό εκτινάχθηκε στο 43% το 2024, όταν σε χώρες όπως η Κροατία το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε από 30% σε 9%. Η διαδρομή αυτή δείχνει μια συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση, που δεν σχετίζεται μόνο με εξωτερικούς οικονομικούς παράγοντες αλλά και με τις εσωτερικές δομικές αδυναμίες της ελληνικής αγοράς κατοικίας.
Αν και η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται στις χώρες με την πιο ακραία αύξηση τιμών κατοικιών από το 2010 μέχρι σήμερα ,όπως η Ουγγαρία, η Εσθονία ή η Λιθουανία, η ιδιαιτερότητά της βρίσκεται στο γεγονός ότι η ζήτηση αυξάνεται, αλλά η προσφορά νέων κατοικιών παραμένει ελάχιστη. Την ώρα που στην ΕΕ οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν κατά 53% και τα ενοίκια κατά 25%, η Ελλάδα εξακολουθεί να υποφέρει από χαμηλή οικοδομική δραστηριότητα και περιορισμένη παραγωγή νέων κατοικιών. Το 2024 ο κατασκευαστικός κλάδος αντιστοιχούσε μόλις στο 2,2% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας – ένα από τα μικρότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Σλοβακία το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 8,8% και 8,6%, γεγονός που αποτυπώνει με σαφήνεια πόσο υστερεί η Ελλάδα στη δημιουργία νέας στεγαστικής προσφοράς.
Τα νεότερα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έρχονται να συμπληρώσουν αυτή τη ζοφερή εικόνα. Το τρίτο τρίμηνο του 2025 οι τιμές των διαμερισμάτων ήταν αυξημένες κατά 7,7% σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Για το 2024 συνολικά, η άνοδος ήταν 9,1%, χαμηλότερη από το 13,9% του 2023, αλλά αρκετή για να διατηρήσει τις τιμές σε δυσπρόσιτα επίπεδα. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η τάση στα παλαιότερα διαμερίσματα, όπου οι τιμές αυξήθηκαν κατά 8,5% το τρίτο τρίμηνο του 2025, περισσότερο από τα νεόδμητα, που κινήθηκαν στο 6,6%. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2024 τα νέα διαμερίσματα αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 10,2%, ενώ τα παλαιά κατά 8,3%, με τις αυξήσεις του 2023 να είναι ακόμη υψηλότερες.
Το συνολικό συμπέρασμα είναι πως, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη εξακολουθεί να επενδύει συστηματικά στην οικοδομή και στην ενίσχυση του στεγαστικού της αποθέματος, η Ελλάδα παραμένει καθηλωμένη σε ένα μοντέλο χαμηλής παραγωγής νέων κατοικιών, υψηλών στεγαστικών επιβαρύνσεων και μεγάλης οικονομικής ευαλωτότητας. Η συνδυασμένη πίεση των χαμηλών εισοδημάτων, της μειωμένης αγοραστικής δύναμης, των υψηλών τιμών και της περιορισμένης προσφοράς συνθέτει ένα περιβάλλον στο οποίο η στεγαστική κρίση δεν αποτελεί πλέον μια παροδική δυσκολία, αλλά μια βαθιά δομική πρόκληση που απειλεί τη συνοχή των νοικοκυριών και την κοινωνική σταθερότητα.
























