«Έλα κύρια Μαρία, η σειρά σου…»
Η γιαγιά σηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα της, ρίχνοντας το βάρος στο μπαστούνι της. Ο κορμί της δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο. Περπατούσε σκυφτή. Το πρόσωπο της ρυτιδιασμένο. Σκαμμένο από βάσανα. Το βλέμμα της έβγαζε όμως μια έντιμη γλυκύτητα.
Πλησίασε το γκισέ του Ταχυδρομείου.
«Χρόνια πολλά για τον άντρα σου καλέ…», είπε στη νεαρή υπάλληλο που της χαμογέλασε.
Άνοιξε με κόπο μια σακούλα που κρατούσε στο αριστερό της χέρι. Μια μπλε σακούλα πολυχρησιμοποιημένη, γεμάτη έγγραφα. Έβγαλε από μέσα την ταυτότητά της, φθαρμένη κι αυτή. «Σε λίγο θα χρειαστεί να την αντικαταστήσει», σκέφτηκα καθώς την παρατηρούσα από πίσω, περιμένοντας στην ουρά του καταστήματος.
Το ταχυδρομικό κατάστημα του χωριού σήμερα είχε αρκετό κόσμο. Όλο ηλικιωμένους. Αν και το χωριό είναι από τα μεγαλύτερα του Πηλίου, δεν υπολόγιζα πως τόσο νωρίς το πρωί θα έπεφτα πάνω σε… κοσμοσυρροή. Είχα βρεθεί εκεί για μια υποχρεωτική συναλλαγή, καθώς στο δημαρχείο, όπου είχα πάει για να τακτοποιήσω μια προσωπική υπόθεση, μου ζήτησαν την πληρωμή ενός παράβολου. «Δεν είναι κάτι…», μου είχε πει η υπάλληλος που με εξυπηρετούσε. «Πήγαινε στο ταχυδρομείο, πλήρωσέ το κατευθείαν και έλα να υπογράψεις». Απέφυγα να κάνω την πληρωμή ηλεκτρονικά, καθώς είχα την ευκαιρία να μυρίσω λίγο χωριό. Αυτό που δεν ήξερα ήταν πως εκείνη την ημέρα γινόταν η πληρωμή των συντάξεων.
Η υπάλληλος πίσω από το γκισέ, μόλις είχε παραλάβει την χρηματαποστολή. Δεσμίδες χρημάτων είχαν τοποθετηθεί πρόχειρα στο χρηματοκιβώτιο και η κοπέλα είχε ξεκινήσει τις πληρωμές. Παππούδες και γιαγιάδες είχαν βγει από νωρίς, σα να πήγαιναν στην εκκλησία.
«50, 100, 150…». Το μέτρημα των χρημάτων ολοκληρώθηκε μπροστά στα μάτια της κυρίας Μαρίας. «466, 50», της είπε.
Η γιαγιά με τρεμάμενα χέρια τα πήρε, τα δίπλωσε και τα έβαλε στο εσωτερικό της ζακέτας της. Άφησε πάνω στο γκισέ 1,60. «Αυτά για σένα…» είπε στην υπάλληλο, και γύρισε να φύγει.
Τέσσερις ηλικιωμένοι που προηγήθηκαν της συναλλαγής μου, έκαναν το ίδιο. Πήραν τη σύνταξή τους, και άφησαν ψιλά στην υπάλληλο, με μια κίνηση ιεροτελεστίας, βγαλμένη από άλλες εποχές. Τότε που οι οικογένειες στα χωριά περίμεναν τον ταχυδρόμο να τους φέρει τη σύνταξη και μόλις τον έβλεπαν τον φόρτωναν με καλούδια, «έτσι για το καλό».
Τα χρόνια πέρασαν. Οι ταχυδρόμοι εξαφανίστηκαν. Έπρεπε να γίνει αναδιοργάνωση. Σε λίγο θα εξαφανιστούν και τα ταχυδρομεία. Πρέπει να γίνει αναδιοργάνωση.
Διαβάζοντας χθες την ανακοίνωση των ΕΛΤΑ, το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στην γιαγιά του χωριού. Δεν ξέρω πώς θα παίρνει τη σύνταξή της. Θα βρουν, λέει, τον τρόπο…
Αυτό που ξέρω είναι πως όποιον τρόπο κι αν βρουν, η κυρά Μαρία θα βρει κι αυτή κάπου να αφήνει «1,60». Έτσι για το καλό. Για την αναδιοργάνωση…
























