Μετά τα αρνητικά στοιχεία της Eurostat, έκθεση της Κομισιόν για το 2022 δείχνει ότι η Ελλάδα φέρεται να μην εκπληρώνει τις ιατρικές ανάγκες του πληθυσμού της σε ένα ποσοστό που πλησιάζει το 9%
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, η χώρα μας βρέθηκε για μία ακόμη φορά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όσον αφορά την ποιότητα της περίθαλψης που παρέχει στους πολίτες της σε σύγκριση με εκείνη που απολαμβάνουν οι πολίτες στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μάλιστα τα στοιχεία που παρουσίασε η Eurostat και τα οποία δείχνουν την απόσταση της περίθαλψης που έχουν οι Ελληνες στη σύγκρισή τους με τις άλλες χώρες της ΕΕ προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του αρμόδιου υπουργού Υγείας, που έφθασε να αμφισβητεί τη μέθοδο καταγραφής που χρησιμοποιήθηκε.
Ελάχιστες ημέρες μετά τη δημοσίευση των συμπαρασμάτων της Eurostat, μια άλλη έκθεση (αυτή τη φορά αποτέλεσμα έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) επιβεβαίωσε τη χαμηλή θέση της χώρας μας σε σχέση με τις αντίστοιχες κατατάξεις, αυτή τη φορά στο πεδίο των ανεκπλήρωτων ιατρικών αναγκών των πολιτών της.
Στην έκθεση αυτή η Ελλάδα φέρεται να μην εκπληρώνει τις ιατρικές ανάγκες του πληθυσμού της σε ένα ποσοστό που πλησιάζει το 9%. Δηλαδή ένας στους έντεκα συμπολίτες μας δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε γιατρό, εξετάσεις, φάρμακα κ.ο.κ.
Το δε ποσοστό αυτό είναι «υπερπολλαπλάσιο» από όλες τις υπόλοιπες χώρες που καταγράφονται στην έκθεση, καθώς ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι χαμηλότερος του 0,5%, ενώ η δεύτερη χειρότερη χώρα με αυτό το κριτήριο είναι η Ρουμανία με κάτω από 4% του πληθυσμού.
Να επισημάνουμε βέβαια ότι τα στοιχεία που περιγράφει η έκθεση αφορούν το 2022, ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα δεν έχει καλύψει ως σήμερα τη δραματική αυτή απόσταση που τη χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Την έκθεση αυτή δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του προγράμματος EU4Health με τίτλο «Ο ρόλος της υγειονομικής περίθαλψης στη μείωση των ανισοτήτων και της φτώχειας στην ΕΕ».
Τα συμπεράσματά της ανέδειξαν κρίσιμα στοιχεία για την κατάσταση της υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα, εστιάζοντας στις οικονομικές ανισότητες, τις ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας και τις καταστροφικές ιδιωτικές δαπάνες.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι η κάλυψη των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης έχει αντίκτυπο στη μείωση της φτώχειας, συγκρίσιμο με εκείνο των οικονομικών βοηθημάτων, όπως τα επιδόματα ανεργίας.
Ωστόσο, από το 2019 έχει αυξηθεί το ποσοστό των πολιτών της ΕΕ με ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες, με τους πολίτες των χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων να επηρεάζονται δυσανάλογα. Οι τάσεις αυτές υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης των ανισοτήτων στην πρόσβαση στην υγεία.
Η Ελλάδα καταγράφει από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ σε επίπεδο ανεκπλήρωτων ιατρικών και οδοντιατρικών αναγκών και συγκεκριμένα περίπου 9% των πολιτών δηλώνουν ότι δεν μπορούν να καλύψουν ιατρικές ανάγκες λόγω υψηλού κόστους, ενώ πάνω από 11% αναφέρουν ανεκπλήρωτες οδοντιατρικές ανάγκες, κυρίως για τον ίδιο λόγο.
Οι λόγοι αυτοί συνδέονται άμεσα με τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση της οδοντιατρικής περίθαλψης και τη συνεχιζόμενη οικονομική πίεση στα ελληνικά νοικοκυριά.
Καταστροφικές ιδιωτικές δαπάνες
Η Ελλάδα ανήκει επίσης στην ομάδα χωρών με υψηλά ποσοστά καταστροφικών δαπανών για την υγεία. Ως καταστροφικές δαπάνες εννοούνται τα ποσά που δαπανά ένα νοικοκυριό για κρίσιμα αγαθά – όπως φάρμακα και υπηρεσίες υγείας – θυσιάζοντας άλλες σημαντικές δαπάνες, ακόμη και προϊόντα διατροφής.
Φαίνεται στην έκθεση λοιπόν ότι πάνω από το 5% των ελληνικών νοικοκυριών δαπανούν περισσότερο από το 40% της οικονομικής τους δυνατότητας για ιατρικά έξοδα. Οι δε ηλικιωμένοι και οι ευάλωτες ομάδες, όπως άτομα με αναπηρίες, πλήττονται δυσανάλογα, με τα νοικοκυριά που αποτελούνται αποκλειστικά ηλικιωμένα μέλη να είναι τα πιο εκτεθειμένα, επιβεβαιώνοντας το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος σε προχωρημένη ηλικία.
Ελλειψη πρόσβασης στην Ελλάδα, τι γίνεται στις άλλες χώρες
Μια άλλη ενότητα της έκθεσης δείχνει ότι παρ’ όλο που οι δημόσιες πολιτικές υγείας στηρίζονται στη καθολική κάλυψη, τα στοιχεία μαρτυρούν ότι η κάλυψη είναι ανεπαρκής, ειδικά για τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, και ότι η πρόσβαση σε φροντίδα είναι άνιση, με έντονη γεωγραφική και κοινωνική διαφοροποίηση, με την οικονομική δυνατότητα να καθορίζει τελικά την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Μάλτα καταγράφουν σχεδόν μηδενικά ποσοστά ανεκπλήρωτων αναγκών, ενώ η Λετονία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία εμφανίζουν ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση από καταστροφικές δαπάνες, με την Ελλάδα να βρίσκεται στη δεύτερη υψηλότερη ομάδα κινδύνου.
Ανάγκη για πολιτική παρέμβαση
Η έκθεση θέτει ως προτεραιότητα την ενίσχυση της πρόσβασης σε προσιτές και ισότιμες υπηρεσίες υγείας. Για την Ελλάδα, αυτό μεταφράζεται σε άμεση αναμόρφωση της χρηματοδότησης του συστήματος Υγείας ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι άμεσες ιδιωτικές δαπάνες με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες, ιδιαίτερα ηλικιωμένων και φτωχών νοικοκυριών.
Σημειώνει δε ότι απαιτείται βελτίωση της κάλυψης της οδοντιατρικής περίθαλψης, που σήμερα επιβαρύνει σχεδόν αποκλειστικά τον πολίτη, και μείωση του κόστους πρόσβασης σε εξετάσεις και φάρμακα μέσω ενίσχυσης των δημόσιων δομών και της αποδοτικότερης διαχείρισης πόρων.
«Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των συστημάτων Υγείας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην πορεία προς την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης Υγείας. Η πανδημία της COVID-19 υπογράμμισε την κρίσιμη ανάγκη για καλύτερα προετοιμασμένα συστήματα Υγείας, ικανά να αντέξουν μελλοντικές κρίσεις» τονίζεται.
Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο τη μακροπρόθεσμη ικανότητα των συστημάτων Υγείας να ανταποκριθούν σε παρόμοιες κρίσεις υγείας στο μέλλον, αλλά και την ικανότητα να ανταποκριθούν σε ευρύτερες προκλήσεις, όπως οικονομικές υφέσεις, δημογραφικές αλλαγές ή το κόστος των νέων τεχνολογιών.
Τα κενά στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη αποδυναμώνουν την ανθεκτικότητα των συστημάτων Υγείας και ενέχουν τον κίνδυνο να εδραιωθούν οι υφιστάμενες ανισότητες στον τομέα της υγείας.
Η εξασφάλιση αποτελεσματικής ανταπόκρισης στις μελλοντικές προκλήσεις θα απαιτήσει, συνεπώς, την αποτελεσματική διαχείριση των συστημάτων Υγείας, ακόμη και με περιορισμένους πόρους, χωρίς να θίγεται το θεμελιώδες δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη για όλους.
Επιπλέον, όπως υποστηρίζεται στην έκθεση του καθηγητή Ντράγκι για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, «οι πολιτικές που προωθούν την οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνοδεύονται από κοινωνική ένταξη.
Η δημιουργία ανθεκτικών και χωρίς αποκλεισμούς συστημάτων Υγείας είναι απαραίτητη για την επίτευξη αυτών των στόχων» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης.