Στη «διαγραφή» χρεών προς το δημόσιο ύψους άνω των 10 δισ. ευρώ, θα προχωρήσει μέχρι το τέλος του 2025 η ΑΑΔΕ, στο πλαίσιο της προσπάθειας εκκαθάρισης του χαρτοφυλακίου των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Πρόκειται για χρέη, από τη τα οποία εκτιμάται πως έχουν μηδαμινές πιθανότητες είσπραξης είτε λόγω της παρόδου αρκετών ετών από τη αρχική βεβαίωσή τους, είτε επειδή δεν υφίστανται οι βασικοί οφειλέτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) και οι κληρονόμοι τους, έχουν αποποιηθεί τις κληρονομιές, τα οποία θα τεθούν στο αρχείο, μέχρι νεωτέρας.
Αφορά για παράδειγμα περιπτώσεις στις οποίες ο οφειλέτης και οι συνυπόχρεοί του δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία και ολοκληρώθηκε η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων και απαιτήσεων του οφειλέτη και έπαυσαν οι εργασίες πτώχευσης αν πρόκειται για πτωχό.
Ακόμη υπάρχουν περιπτώσεις που οι οφειλέτες, έχουν μεταβιβάσει τα περιουσιακά τους στοιχεία και η ΑΑΔΕ δεν έχει τη δυνατότητα να τα δεσμεύσει και να τα κατασχέσει, έναντι των οφειλών τους.
Ωστόσο, αν οφειλή που έχει καταχωρισθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης, επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Ποια χρέη θα τεθούν στο «αρχείο»
Σύμφωνα με τις οδηγίες της διοίκησης της ΑΑΔΕ εντός του 2025 οι εισπρακτικές υπηρεσίες της Αρχής θα προβούν:
Στον χαρακτηρισμό ως ανεπίδεκτων είσπραξης χρεών ύψους 9,8 δισ. ευρώ, από τη δεξαμενή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική και Τελωνειακή Διοίκηση. Η επιλογή των χρεών που θα τεθούν στο “αρχείο” ανατέθηκε στην Ειδική Μονάδα Είσπραξης (ΕΜΕΙΣ).
Στον χαρακτηρισμό ως ανεπίδεκτων είσπραξης, από τις ΔΟΥ, τα Κέντρα Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕΒΕΙΣ) και το ΚΕΜΕΦ, οφειλών ύψους 200 εκατ. ευρώ.
Στον χαρακτηρισμό ως ανεπίδεκτων είσπραξης 5 εκατ. ευρώ εκ των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την Τελωνειακή Διοίκηση.
Σημειώνεται πως υποθέσεις οφειλών προς τα τελωνεία άνω του 1,5 εκατ. ευρώ διαβιβάζονται στην ΕΜΕΙΣ για να χαρακτηριστούν “ανεπίδεκτες είσπραξης”.
Μέχρι τώρα η ΑΑΔΕ έχει χαρακτηρίσει ως ανεπίδεκτα είσπραξης χρέη ύψους 26,35 δισ. ευρώ, από το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών 111,8 δισ. ευρώ και με την προσθήκη των επιπλέον 10 δισ. ευρώ το ύψος των χρεών που θα αρχειοθετηθούν, θα ανέλθει σε 36,35 δισ. ευρώ ή στο 32,5% του συνολικού υπολοίπου των χρεών.
Παρότι έχουν χαρακτηριστική ανεπίδεκτα είσπραξης, εξακολουθούν και εμφανίζονται στους πίνακες με τα συνολικά χρέη προς το δημόσιο, που καταρτίζει η ΑΑΔΕ. Αντιθέτως δεν εμφανίζονται σε αυτούς τα χρέη του ΟΣΕ ύψους 10,4 δισ. ευρώ, που διαγράφηκαν οριστικά.
Στόχος της διάκρισης των χρεών σε εισπράξιμα και μη, είναι η στοχοποίηση των οφειλών που θεωρούνται “εισπράξιμες” και να μην χάνεται πολύτιμος χρόνος για χρέη που είναι θεωρητικά και πρακτικά αδύνατο να εισπραχθούν.
Πώς θα γίνει η αρχειοθέτηση
Η διάκριση των χρεών προς το δημόσιο σε εισπράξιμα και μη θα γίνει με το νέο πλαίσιο που νομοθετήθηκε το καλοκαίρι με τον Τελωνειακό Κώδικα. Η απόφαση για τον χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, ανάλογα με το ύψος της εκκρεμούς οφειλής λαμβάνεται:
Για ποσό έως 300.000 ευρώ, η απόφαση λαμβάνεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ ή τελωνειακής αρχής.
Για ποσά από 300.000 ευρώ έως 3 εκατ. ευρώ, από τον διοικητή της ΑΑΔΕ.
Για ποσά άνω των 3 εκατ. ευρώ, η εισήγηση γίνεται πλέον αποκλειστικά από την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης (ΕΜΕΙΣ).
Πάντως, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του 1,5 εκατ. ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Με τη νέα διάταξη, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και οι συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα:
Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων.
Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής.
Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά ορισμένο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της ΑΑΔΕ, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
Όταν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία
Κατά παρέκκλιση χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές, παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου, αν για τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ.
Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών.
Στην περίπτωση αυτή, ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.
Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων, ακόμα και αν η κατάσχεση αυτής δεν κατέστη δυνατόν να επιβληθεί παρά την έγγραφη παραγγελία της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης ή από άλλο πρόσφορο για τον σκοπό αυτό στοιχείο.
Αν η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί κινητών του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών.
Παλαιά χρέη
Επίσης, ως ανεπίδεκτες είσπραξης χαρακτηρίζονται οφειλές και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ.
Αν η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών.
Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά.
Μπλόκο στην περιουσία
Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
Αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της
Δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό.
Δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.