Πριν από περίπου δύο χρόνια, η Κωνσταντίνα Κυδωνάκη άρχισε να δυσκολεύεται να μένει μόνη της. Το πρόβλημα ξεκίνησε με την οδήγηση. Ήθελε πάντα να υπάρχει κάποιος δίπλα της στο αυτοκίνητο «σε περίπτωση που συμβεί κάτι». Σύντομα το άγχος επεκτάθηκε και τις ώρες που βρισκόταν στο σπίτι. Τα βράδια ζητούσε από μέλη της οικογένειάς της να κοιμηθούν μαζί της ή από φίλες να μείνουν μετά από την έξοδο. Σήμερα, η κατάσταση έχει φτάσει σε σημείο που διστάζει ακόμη και να πάει μόνη της μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς.
Όταν συνειδητοποίησε ότι το πρόβλημα ολοένα και χειροτέρευε, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Έψαξε για ψυχολόγο στην περιοχή της, ρώτησε γνωστούς, επισκέφθηκε διαδικτυακές πλατφόρμες για να δει τιμές. Οι πρώτες συνεδρίες τής έδωσαν μια αίσθηση ανακούφισης· ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε συστηματικά γι’ αυτό που ζούσε. Όμως δυστυχώς αυτό ήταν κάτι το προσωρινό.
Με εισόδημα λίγο πάνω από τον βασικό μισθό, ως βοηθός φυσικοθεραπευτή, δεν είχε πολλά περιθώρια για σταθερό πρόγραμμα θεραπείας. Κάθε συνεδρία κόστιζε 50 ευρώ, ποσό που φαινόταν διαχειρίσιμο στην αρχή, αλλά σύντομα άρχισε να βαραίνει τον μηνιαίο προϋπολογισμό της. Δεν ήθελε να κόψει τις ελάχιστες κοινωνικές της δραστηριότητες -εξόδους με φίλους, γυμναστήριο-, γιατί ένιωθε ότι σε αυτές έβρισκε διέξοδο για το άγχος της.
Η οικογένειά της, που ήδη στηρίζει ένα μέλος με χρόνια προβλήματα υγείας, τής πρότεινε να καλύψει τα έξοδα των συνεδριών, αλλά εκείνη αρνήθηκε. «Δεν θέλω να τους φορτώσω κι άλλο», λέει. Για λίγο προσπάθησε να συνεχίσει μόνη της, κάνοντας αραιές επισκέψεις. Η βελτίωση δεν κράτησε.
Η περίπτωση της Κωνσταντίνας δεν είναι η μόνη. Στη σημερινή Ελλάδα, οι συνεδρίες με τον «ψ» -όπως συνηθίζει να αποκαλεί τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας η νεότερη γενιά, γεγονός που υποδηλώνει και την άνεσή της με αυτούς-, έχουν γίνει κάτι το απολύτως οικείο. Οι νέοι άνθρωποι μιλούν δημόσια για την εμπειρία τους ακόμη και στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Η φράση «έχω ραντεβού με τον “ψ” μου» ακούγεται με την ίδια φυσικότητα που κάποτε ακουγόταν το «πάω γυμναστήριο» ή «έχω οδοντίατρο».
Ως απλό κομμάτι της καθημερινότητας μας λοιπόν, το στίγμα και τα ταμπού έχουν υποχωρήσει θεαματικά μέσα σε μια γενιά. Το ερώτημα όμως είναι αν αυτή η αλλαγή στην νοοτροπία συνοδεύεται από αντίστοιχη ουσιαστική και καθολική πρόσβαση στην θεραπευτική διαδικασία.
Είναι η ψυχοθεραπεία ένα «σπορ» για λίγους;
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να έχει γίνει κομμάτι της δημόσιας συζήτησης, όμως η δυνατότητα να τη διατηρήσει κάποιος σε βάθος χρόνου εξακολουθεί να εξαρτάται από το πορτοφόλι του. Μήπως, τελικά, παρά τη διάδοση και την αποδοχή της, παραμένει ένα «σπορ» για λίγους;
Οι τιμές για μία ιδιωτική συνεδρία ενηλίκων ξεκινούν συνήθως γύρω στα 50–60 ευρώ, με μεγάλες διαφοροποιήσεις ανάλογα με την πόλη, την εμπειρία του επαγγελματία και τη ζήτηση. Σε μεγάλες αστικές περιοχές, οι αμοιβές μπορεί να φτάσουν τα 120 ή και 150 ευρώ ανά συνεδρία, ειδικά σε θεραπευτές με εξειδικευμένες γνώσεις ή υψηλή προβολή.
Υπάρχουν και πιο προσιτές λύσεις -για φοιτητές, ανέργους ή ανθρώπους με χαμηλότερα εισοδήματα-, όμως η διαθεσιμότητα είναι περιορισμένη και συχνά δεν καλύπτει τη συχνότητα που απαιτείται για ουσιαστική θεραπευτική πρόοδο.
Σε αντίθεση με τη σωματική υγεία, όπου υπάρχουν μηχανισμοί αποζημίωσης, η ψυχική υγεία στηρίζεται κυρίως στην ιδιωτική δαπάνη. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ η ανάγκη εκφράζεται μαζικά και χωρίς φόβο, η πρόσβαση παραμένει άνιση.
«Χρειάζεται μια τιμή επαρκής, αλλά όχι επώδυνη»
Ο Πάνος Πλουμίδης, ψυχοθεραπευτής – δικαστικός ψυχολόγος (Msc) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, βλέπει καθημερινά νέους και νέες να προσέρχονται στο γραφείο του έχοντας ήδη σκεφτεί το οικονομικό κομμάτι της θεραπείας. «Οι άνθρωποι συνήθως που έρχονται είναι κάπως προετοιμασμένοι… ειδικά οι νέοι και αυτό είναι πάρα πολύ καλό για το μπάτζετ. Δηλαδή υπολογίζουν από πριν πόσο μπορεί να είναι το κόστος», λέει.
«Κάποιες φορές αυτό που έχουν σκεφτεί δεν είναι λειτουργικό. Αν κάποιος χρειάζεται πάρα πολλή βοήθεια και μου πει “θέλω 2 φορές τον μήνα”, μπορεί και να μη τον αναλάβω, γιατί θεωρώ ότι χρειάζεται δύο φορές την εβδομάδα και δεν θέλω να πάρω την ευθύνη για κάτι που δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι όπως πρέπει».
Όσο για το πώς διαμορφώνει τις δικές του τιμές: «Συνήθως, όπως ο μέσος ψυχολόγος με αξιώσεις και εμπειρία, προτιμούμε μια αμοιβή που αντιστοιχεί στα 50 ή 60 ευρώ ανά συνεδρία που είναι και ο επίσημος μέσος όρος για την Ελλάδα. Όμως σε παραδείγματα όπως φοιτητών ή νέων ανθρώπων χαμηλά αμειβομένων, έχει τύχει να δεχθώ και την αμοιβή των 30 ευρώ. Αυτό εφόσον είναι λειτουργικό για τον θεραπευόμενο και η συχνότητα θα πρέπει να είναι μεγάλη λόγω αναγκών και συνέπειας και από τις δύο πλευρές». Οι φράσεις που ακούει από τους θεραπευόμενους δείχνουν πώς το οικονομικό διαπλέκεται με την ανάγκη. «Ακούς “θέλω να κάνω τόσες φορές”, ή “δεν θέλω να σταματήσω, αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω”».
Οι περισσότεροι, όπως λέει, έχουν πλέον ξεπεράσει την αμηχανία να μιλήσουν ανοιχτά για χρήματα, κάτι που πριν από μερικά χρόνια ήταν σπάνιο. «Το συζητάμε πολύ καλά το οικονομικό από πριν, καταλαβαίνω ποια είναι τα δεδομένα και αναλόγως πράττω». Για τον ίδιο, η τιμή είναι κομμάτι της θεραπευτικής σχέσης. «Εγώ θεωρώ ότι το σωστό στη τιμή της ψυχοθεραπείας είναι ένα ποσό επαρκές, αλλά όχι επώδυνο… να μην πρέπει να στερείται κάποιος. Φυσικά και η τιμή να μην είναι εξευτελιστική, ούτως ώστε να δίνει αξία στην διαδικασία».
Ο κ. Πλουμίδης επισημαίνει ακόμη ότι η τιμή μιας συνεδρίας δεν αφορά μόνο τα 50 λεπτά της ώρας που περνά ο θεραπευόμενος στο γραφείο. «Η αμοιβή περιλαμβάνει όλη την ευθύνη που αναλαμβάνεις για έναν άνθρωπο, την ετοιμότητά σου να ανταποκριθείς εκτός συνεδρίας αν χρειαστεί, το σύνολο της επαγγελματικής παρουσίας σου στη ζωή του θεραπευόμενου», εξηγεί. Αναφέρεται σε έκτακτες τηλεφωνικές κλήσεις, σε πρόσθετο χρόνο στήριξης, αλλά και σε ώρες που δε χρεώνονται όταν κάποιο ραντεβού ακυρωθεί την τελευταία στιγμή.
Οι ακυρώσεις, άλλωστε, αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. «Όταν κάποιος στείλει μήνυμα πέντε λεπτά πριν και δεν έρθει, αυτή η ώρα για εμένα είναι χαμένη. Δεν μπορώ να τη δώσω σε άλλον, ούτε να την αντικαταστήσω», εξηγεί. Παρότι τα τελευταία χρόνια καθιερώνεται σταδιακά και στην Ελλάδα πολιτική ακυρώσεων –όπως ισχύει εδώ και δεκαετίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες–, η εφαρμογή της παραμένει δύσκολη. «Στο εξωτερικό είναι αυτονόητο ότι αν ακυρώσεις την τελευταία στιγμή, θα πληρώσεις τη συνεδρία. Στην Ελλάδα ακόμη συναντάμε αντιδράσεις του τύπου “Μα αφού δεν ήρθα, γιατί να πληρώσω;”», λέει χαρακτηριστικά.
15% του μέσου μεικτού μισθού το κόστος για έναν μήνα θεραπειών
Ο Ανδρέας Δαμπολιάς, 33 ετών, είναι άνεργος εδώ και αρκετό καιρό. Όταν διαπίστωσε την ανάγκη του για ψυχοθεραπεία, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια σκληρή πραγματικότητα. Στην Ελλάδα η ψυχοθεραπεία δεν καλύπτεται ουσιαστικά από τον ΕΟΠΥΥ, παρά μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση (άρθρο 42 του ΕΚΠΥ), οι ψυχοθεραπείες μπορούν να αποζημιώνονται μόνο όταν υπάρχει ιατρική γνωμάτευση από ψυχίατρο, όταν ο ασφαλισμένος δεν έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα υπηρεσιών ψυχικής υγείας και όταν οι θεραπείες εκτελούνται από συμβεβλημένους παρόχους.
Στην πράξη, όμως, ένας βασικός περιορισμός είναι ότι πολύ λίγοι ψυχολόγοι έχουν σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ, οπότε η αποζημίωση συνήθως δεν εφαρμόζεται ή επιτυγχάνεται μόνο με πολύπλοκες διαδικασίες και προσκόμιση δικαιολογητικών.
Για τον Ανδρέα, αυτό σημαίνει ότι αν αποφασίσει να ξεκινήσει θεραπεία, θα πρέπει να καλύψει ο ίδιος όλο το κόστος -ποσό που δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή-, και να προσπαθήσει να λάβει πίσω ένα μέρος του υποβάλλοντας στοιχεία στον ΕΟΠΥΥ -διαδικασία με προϋποθέσεις και πολλά εμπόδια.
Αυτή η κατάσταση βέβαια, δεν ισχύει μόνο για την ελληνική πραγματικότητα. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης η ψυχοθεραπεία συχνά δεν καλύπτεται πλήρως από το δημόσιο σύστημα υγείας. Ειδικά για προβλήματα μέτριας έντασης, παραμένει υπηρεσία με κυρίως ιδιωτική επιβάρυνση.
Σε ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, η δημόσια ασφάλιση καλύπτει μεγάλο μέρος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων και εξωτερικών θεραπειών. Σε άλλες χώρες της ΕΕ, όμως, οι ασθενείς υφίστανται σημαντικά εμπόδια όπως είναι οι μακρές λίστες αναμονής, οι συμπληρωματικές χρεώσεις, ο περιορισμένος αριθμός δωρεάν συνεδριών κ.ά.
Σε άρθρο της European Data Journalism Network αναφέρεται ότι στη Ρουμανία οι άνθρωποι χρειάζονται περίπου 2½ ημέρες αποδοχών για να καλύψουν το κόστος μιας ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας. Στην Κροατία μια ιδιωτική συνεδρία κοστίζει περίπου 50 €, ποσό που ισοδυναμεί με πάνω από 13 φορές (!!) το κατώτατο ημερομίσθιο.
Στην Ελλάδα, αν λάβουμε υπόψιν μας τα στοιχεία από την ΕΡΓΑΝΗ σύμφωνα με τα οποία ένας μέσος μεικτός μισθός είναι γύρω στα 1.340 ευρώ και το κόστος μίας συνεδρίας 50 ευρώ την εβδομάδα, τότε το 14%-15% των μεικτών αποδοχών ενός υπαλλήλου θα πρέπει να διατίθενται για την ψυχοθεραπεία του. Στην Ιταλία αυτό το ποσοστό είναι στα 10,72% και στην Φινλανδία 9,8%.
Οι γραμμές βοήθειας απευθύνονται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
Η Νίκη Δημητρόπουλου, ως ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών, η οποία δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να απευθυνθεί σε ιδιώτη, δοκίμασε τις γραμμές ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. «Αφιέρωσα το μισάωρο που μου αντιστοιχούσε στο να περιγράψω το πρόβλημα, σε μία επαγγελματία που δεν μπορούσε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα να ασχοληθεί σοβαρά. Κλείνοντας μου είπε όποτε θέλω να καλέσω και πάλι, αλλά ότι δεν υπήρχε τρόπος να μιλήσω ξανά με την ίδια. Οπότε θα έπρεπε την επόμενη φορά να πω τα ίδια πράγματα σε έναν άλλον θεραπευτή, να ξανασυστηθώ δηλαδή από την αρχή. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική πρόοδος με αυτόν τον τρόπο».
Αυτές οι δομές, παρότι χρήσιμες σε περιόδους κρίσης, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη σταθερή θεραπευτική σχέση. «Μία τηλεφωνική γραμμή μπορεί να σε βοηθήσει να μην κάνεις κάτι παρορμητικό, να σου δώσει μια πρώτη κατεύθυνση, να σε στηρίξει εκείνη τη στιγμή», εξηγεί ο κ. Πλουμίδης. «Αλλά δεν είναι ψυχοθεραπεία. Δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχει βάθος χρόνου, δεν υπάρχει ο άνθρωπος που σε ξέρει και δουλεύει μαζί σου πάνω στα θέματά σου».
Οι πανεπιστημιακές υπηρεσίες, όπου υπάρχουν, λειτουργούν με περιορισμένο προσωπικό και χωρητικότητα. Συχνά οι φοιτητές περιμένουν εβδομάδες για το πρώτο ραντεβού και οι συνεδρίες είναι ελάχιστες.
Χωρίς έλεγχο, αλλά ούτε και στήριξη οι επαγγελματίες
Από την πλευρά των επαγγελματιών, το ζήτημα, πέρα από οικονομικό είναι και θεσμικό. Όπως εξηγεί ο Πάνος Πλουμίδης, αν η ψυχοθεραπεία επρόκειτο να ενταχθεί σε κάποιον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα, όπως ο ΕΟΠΥΥ, «θα έπρεπε να προηγηθεί ένα σοβαρό ξεκαθάρισμα του ποιος είναι τι και ποιες περιπτώσεις επιτρέπεται να αναλάβει, καθώς δεν υπάρχει σαφής θεσμική κατηγοριοποίηση ανάμεσα σε ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, συμβούλους ψυχικής υγείας, life coaches κλπ. Ουσιαστικά, ο καθένας μπορεί με δύο σεμινάρια να δηλώσει “σύμβουλος ψυχικής υγείας” και να ανοίξει γραφείο την επόμενη ημέρα. Δεν υπάρχει προαπαιτούμενο, ούτε επαρκής έλεγχος από κρατικό φορέα», λέει.
Η απουσία ξεκάθαρου πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένας ενιαίος επαγγελματικός σύλλογος που να υπάγονται όλοι, ούτε ένα θεσμοθετημένο σώμα ελέγχου ή κώδικας δεοντολογίας με ουσιαστική ισχύ. «Δεν υπαγόμαστε στο Υπουργείο Υγείας. Είμαστε τυπικά πάροχοι υπηρεσιών χωρίς ΦΠΑ, σαν να πρόκειται για μια επιχείρηση. Δεν υπάρχει συνδικαλιστικό όργανο, ούτε φορέας που να εφαρμόζει κανόνες», σημειώνει ο ίδιος.
Πως θα μπορούσε να γίνει η ψυχοθεραπεία πιο προσιτή σε όλους
Στις σύγχρονες κοινωνίες η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να παραμείνει ένα προνόμιο για λίγους. Η ανάπτυξη κοινοτικών δομών ψυχικής υγείας που θα προσφέρουν δωρεάν ή πολύ χαμηλού κόστους συνεδρίες σε άτομα με χαμηλό εισόδημα, η ενίσχυση των πανεπιστημιακών συμβουλευτικών κέντρων, καθώς και η προώθηση ομαδικών θεραπευτικών προγραμμάτων όπου είναι κατάλληλο, μπορούν να λειτουργήσουν ως ουσιαστικά εργαλεία διεύρυνσης της πρόσβασης.
Από την πλευρά του ο κ. Πλουμίδης τονίζει ότι: «Πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσει το πεδίο των επαγγελματιών και να υπάρξει θεσμική αναγνώριση. Να καθοριστούν τα επαγγελματικά όρια, να υπάρξει σαφής εποπτεία και να ενταχθεί η ψυχοθεραπεία σε ένα πλαίσιο κάλυψης που να σέβεται και τον πολίτη και τον επαγγελματία».
Στο μοντέλο που ο ίδιος θα ήθελε να δει να υλοποιείται, το κράτος θα αποζημιώνει έναν συγκεκριμένο αριθμό συνεδριών τον χρόνο, με δίκαιη αμοιβή για τον θεραπευτή και χωρίς οικονομικό φραγμό για τον πολίτη.
«Η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως είδος πολυτελείας», λέει . «Αντιθέτως, είναι μια βασική υπηρεσία φροντίδας που βοηθά ανθρώπους να σταθούν στα πόδια τους, να ζήσουν καλύτερα, να εργαστούν, να συνδεθούν με τους άλλους. Κάθε ευρώ που επενδύεται εκεί, επιστρέφει πολλαπλάσια στην κοινωνία».