Του Βασίλη Ραούλη
Η αντιπολίτευση στο δήμο έχει θεμελιώδη και αναντικατάστατο ρόλο: να ασκεί έλεγχο, να καταθέτει προτάσεις, να διορθώνει αστοχίες. Όταν όμως ο επικεφαλής της στο δημοτικό συμβούλιο, σπεύδει, μόλις 18 μήνες μετά τις εκλογές, να μιλήσει για «δημοτική αρχή που πρέπει να φύγει», σε συνέντευξή που παραχώρησε στο έγκριτο μέσο σας, τίθεται ένα σοβαρό ερώτημα: μπορεί πράγματι να σταθεί στον θεσμικό ρόλο που του ανατέθηκε ή θα κινείται μόνο με γνώμονα αυτή την εμμονή;
Οι πολίτες, τον Οκτώβριο του 2023, αποφάσισαν με συντριπτική πλειοψηφία, να γυρίσουν σελίδα. Αποδοκίμασαν την προηγούμενη δημοτική αρχή που διοικούσε επί εννέα χρόνια και έδωσαν νέα εντολή σε μια διαφορετική πορεία. Αν λοιπόν σήμερα η αντιπολίτευση μιλά για «αποχώρηση», στην ουσία δεν αμφισβητεί μόνο τη δημοτική αρχή αλλά και την κρίση της ίδιας της κοινωνίας.
Η ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δείχνει ότι η στείρα λογική του «να φύγει ο άλλος» οδηγεί σε αδιέξοδα. Το παράδειγμα του δήμου της Θεσσαλονίκης και ο αντίστοιχος τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο τότε δήμαρχός της, Γιάννης Μπουτάρης, είναι ενδεικτικό.
Η άρνηση, από μόνη της, ποτέ δεν αποτελούσε πολιτικό σχέδιο.
Η αντιπολίτευση οφείλει να είναι παρούσα με προτάσεις, με υπευθυνότητα και με αίσθημα καθήκοντος απέναντι στους πολίτες. Όταν όμως εγκλωβίζεται σε μια μόνιμη άρνηση και στο αίτημα «να φύγει η δημοτική αρχή», χάνει την ευκαιρία να αποδείξει ότι μπορεί να είναι χρήσιμη. Και κυρίως, χάνει την επαφή με την κοινωνία, η οποία ζητά λύσεις και προοπτική, όχι στείρο αρνητισμό.
Κι εδώ γεννιούνται δύο κρίσιμα ερωτήματα
Το πρώτο: αν ένας επικεφαλής αντιπολίτευσης ζητά σήμερα να φύγει μια δημοτική αρχή που έχει ακόμη 3,5 χρόνια θητείας μπροστά της, πώς θα πορευτεί στη συνέχεια; Με ποια διάθεση συνεργασίας; Με ποια διάθεση προτάσεων; Θα αναλώνεται διαρκώς σε έναν μονότονο και άγονο λόγο που δεν οδηγεί πουθενά; Πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι η κρίση του για το έργο της δημοτικής αρχής όταν έχει προεξοφλήσει το ότι …πρέπει να φύγει;
Το δεύτερο: ακόμη κι αν δεχθεί κάποιος ως πολιτικά ορθό το …«να φύγουν αυτοί», το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι αναπόφευκτα: ποιοι να έρθουν στη θέση τους; Οι ίδιοι που αποδοκιμάστηκαν τόσο εκκωφαντικά, μόλις πριν λίγους μήνες από τους πολίτες; Μία νέα εκδοχή των ιδίων που αποδοκιμάστηκαν; Κάποιοι «άλλοι», άγνωστοι, των οποίων η πρόταση δεν υπάρχει, οι ίδιοι δεν υπάρχουν και αναζητούνται; Η κοινωνία έχει ήδη δώσει την απάντησή της, και οι απαντήσεις αυτές δεν αλλάζουν με ευχές ή εμμονές.
Το «ποιος μένει» και το «ποιος φεύγει» το αποφασίζουν οι πολίτες, και μόνο οι πολίτες, την ημέρα των εκλογών. Μέχρι τότε, η ευθύνη της αντιπολίτευσης είναι να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, όχι να εγκλωβίζεται σε μια βιαστική και εμμονική ρητορική, που τελικά την εκθέτει, την εκτρέπει από το θεσμικό της ρόλο και απαξιώνει την όποια ιστορική της διαδρομή.