Γράφει ο Αλέξανδρος Σουφλιάς Δικηγόρος LLM
Την περασμένη εβδομάδα, ο Αμερικανός συντηρητικός σχολιαστής Τσάρλι Κερκ δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από έναν ελεύθερο σκοπευτή, κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης που ο ίδιος διοργάνωνε σε πανεπιστήμιο της Γιούτα. Ο θάνατός του δεν προκάλεσε απλώς ένα κύμα συλλυπητηρίων, αλλά και μια άβολη και αποκαλυπτική αντίδραση από ένα σημαντικό μέρος του δημόσιου διαλόγου, ειδικά στην Ελλάδα, που έσπευσε να κρίνει όχι τον δολοφόνο, αλλά τις ιδέες του θύματος.
Ο Κερκ, μια αναμφίβολα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, υπήρξε για πολλούς στις ΗΠΑ η φωνή μιας ολόκληρης γενιάς συντηρητικών. Λατρεύτηκε από εκατομμύρια Ρεπουμπλικάνους ως ένας χαρισματικός ρήτορας, που τολμούσε να υπερασπιστεί τις παραδοσιακές αμερικανικές συντηρητικές αξίες σε κάθε ευκαιρία. Με τις δημόσιες ρητορικές του αναμετρήσεις, την καθοριστική συμβολή του στην εκλογή Τραμπ και την επιρροή του οργανισμού του, Turning Point USA (μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές οργανώσεις νεολαίας στην ιστορία των ΗΠΑ), έγινε γρήγορα παγκοσμίως γνωστός. Για τους Δημοκρατικούς, από την άλλη, δεν ήταν παρά ένας επικίνδυνος προπαγανδιστής.
Στην Ευρώπη, και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα, το όνομά του ήταν γνωστό κυρίως σε κύκλους πολιτικοποιημένης νεολαίας. Ακριβώς γι’ αυτό, η έκρηξη δημοσιεύσεων που ακολούθησε τον θάνατό του από Έλληνες πολιτικούς, δημοσιογράφους και επιδραστές («influencers») μου προκάλεσε έκπληξη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιεύσεων αυτών εκκινούν, σχεδόν τελετουργικά, με μια αυτοαναφορική ωδή στις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου. Πρόκειται όμως για ένα πρόχειρο και βιαστικά τοποθετημένο προσωπείο, καθώς δεν αργούν να αναδυθούν στην επιφάνεια οι ενστάσεις, τα «όμως», τα «αλλά» και τα «παρ’ όλα αυτά», με τα οποία εκτίθεται μια ισχνή επιχειρηματολογία η οποία μπορεί να συμπτυχθεί ως εξής: ο Τσαρλς Κερκ δεν έκανε την ορθή (ή μάλλον την αρεστή σε αυτούς) χρήση της ελευθερίας του λόγου και συνεπώς «πήγαινε γυρεύοντας».
Αυτό το «πήγαινε γυρεύοντας» δεν είναι απλώς μια κριτική· είναι μια απροκάλυπτη σχετικοποίηση της δολοφονίας ενός ανθρώπου. Σε πολλά δε δημοσιεύματα αυτό το «πήγαινε γυρεύοντας» από το ύφος και τους υπαινιγμούς του κειμένου μεταφράζεται σε ένα σχεδόν πανηγυρικό «καλά να πάθει». Ένας άνθρωπος που τόλμησε να εκφράσει τις «λάθος» απόψεις δεν είναι άξιος λύπησης. Το άξιζε.
Ας μην κρυβόμαστε όμως, οι απόψεις αυτές πάντα υπήρχαν, ειδικά στο ελληνικό κοινό. Η ανθρώπινη ζωή παραμένει δίχως αξία στα μάτια ενός φανατικού που θεωρεί τον αντίπαλό του (ταξικό, οπαδικό, εθνικό, εδώ πολιτικοϊδεολογικό) ως την απόλυτη προσωποποίηση του κακού. Και το κακό μαθαίνουμε από την παιδική μας ηλικία ότι είναι άξιο εξόντωσης.
Ήταν όμως ο Τσαρλς Κερκ η προσωποποίηση του κακού που άξιζε τα δεκάδες άρθρα με το ξέπλυμα της εκτελέσεώς του; Γιατί έσπευσαν τόσοι πολλοί, τόσο γρήγορα, να τοποθετηθούν για μια προσωπικότητα που μέχρι χθες αγνοούσαν; Η απάντηση δεν είναι απλή, ούτε και μονοδιάστατη. Η δολοφονία του πάντως, έγινε η τέλεια αφορμή για να εκδηλωθεί μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ορισμένων, ότι υπάρχουν απόψεις τόσο ανυπόφορες, που όσοι τις εκφράζουν παραιτούνται σιωπηρά από το δικαίωμά τους στην ίδια τη ζωή.
Αυτό που καθιστά την διαπίστωση αυτή ακόμα πιο τρομακτική, δεν είναι τόσο η προέλευσή της άποψης αυτής, όσο ο τόπος εκθέσεώς της, καθώς δεν περιορίστηκε σε ιδιωτικές συζητήσεις καφενειακού τύπου, αλλά διατυπώθηκε δημόσια, με σιγουριά ηθικής ανωτερότητας, σε ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Από τους ανθρώπους που διαμορφώνουν τον δημόσιο διάλογο, θα περίμενε κανείς κάτι παραπάνω από στυγνό κεκαλυμμένο φανατισμό. Θα περίμενε αντικειμενικότητα, αμεροληψία και την κατανόηση ότι ο ρόλος τους δεν είναι να ορίζουν την διαφορετική προς τους ίδιους άποψη ως εγγενώς κακή. Όταν εμμέσως πλην σαφώς δικαιολογούν τον αφανισμό ενός ανθρώπου, δεν αποτυγχάνουν απλώς ως δημόσια πρόσωπα, αλλά γίνονται ηθικοί αυτουργοί στη φίμωση και τη βία που ακολουθεί.
Η δε σπουδή να «πλαισιώσουν» και ουσιαστικά να δικαιολογήσουν τη δολοφονία την ίδια ακριβώς ημέρα που συνέβη, είναι η πιο εύγλωττη λεπτομέρεια. Με το αίμα του θύματος ακόμη νωπό, η προτεραιότητα πολλών δεν ήταν η καταδίκη του δράστη, αλλά του θύματος. Μια κριτική ορισμένο καιρό μετά θα μπορούσε να εκληφθεί ως αμερόληπτη ανάλυση. Μια «κριτική» λίγες ώρες μετά από μια εκτέλεση, δεν είναι παρά ένας κακοκρυμμένος πανηγυρισμός, που οδηγεί στον εκφοβισμό όσων σκέφτονται διαφορετικά.
Ο Τσάρλι Κερκ ήταν 31 χρονών, παντρεμένος με την Έρικα και πατέρας μιας κόρης 3 ετών και ενός υιού 1 έτους. Πίστευε σε ορισμένα πράγματα, για τα οποία δεν φοβόταν να μιλήσει δημόσια. Δολοφονήθηκε επειδή έκανε «μη αποδεκτή» χρήση της ελευθερίας του λόγου. Υπάρχει, όμως, ελευθερία του λόγου όταν αυτή πρέπει πρώτα να περάσει από την έγκριση των αυτόκλητων κριτών του «ορθού»;