Αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους. Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη.
Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.
Υπήρξε ίσως η σπουδαιότερη μουσική φωνή που ανέδειξε ποτέ το ελληνικό τραγούδι. Ουσιαστικά, ο Καζαντζίδης ένωσε δύο «κόσμους» διαφορετικούς μεταξύ τους, αυτόν του ρεμπέτικου τραγουδιού και αυτόν του ελαφρού τραγουδιού. Για τα σπάνια φωνητικά χαρίσματα του Στέλιου Καζαντζίδη έχουν αναφερθεί με θαυμασμό ο Φρανκ Σινάτρα, ο Ζεκί Μουρέν, ο Άκης Πάνου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο τενόρος Κωνσταντίνος Παλιατσάρας και πολλοί άλλοι.
Ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει πει χαρακτηριστικά: «αν ο Μπιθικώτσης τραγούδησε Το Άξιον Εστί, ο Καζαντζίδης το έκανε πράξη». Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε αρνηθεί να γίνει η κηδεία του δημοσία δαπάνη. Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας, ανάμεσα στους τάφους των γονιών του, όπως το επιθυμούσε ο ίδιος, ενώ η κηδεία του εξελίχθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μέχρι σήμερα ιδρύονται σύλλογοι για αυτόν και πολλοί δρόμοι φέρουν το όνομα του.