Τα αιωρούμενα σωματίδια, το όζον και τα οξειδία του αζώτου στην ατμόσφαιρα, οι ελλείψεις στη διαχείριση απορριμμάτων, καθώς και η ηχορρύπανση δηλητηριάζουν τη ζωή των πολιτών, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα.
Στη δεύτερη χειρότερη θέση πανευρωπαϊκά βρέθηκε η Ελλάδα σε πρόσφατη ανακοίνωση της Eurostat όσον αφορά την επιβάρυνση των νοικοκυριών και της καθημερινότητας των πολιτών από τη ρύπανση, τη μόλυνση και τα περιβαλλοντικά προβλήματα, μεταξύ αυτών και την ηχορρύπανση. Το 20,5% των κατοίκων της Ελλάδας που ρωτήθηκαν απάντησε πως επηρεάζεται αρνητικά από τις καταστάσεις αυτές, ένα ποσοστό πολύ πιο αυξημένο από το 12,2% που αποτελεί τον μέσο όρο των χωρών της Ε.E. Την αρνητική πρωτιά έχει η Μάλτα, με 34,7% των νοικοκυριών να επηρεάζονται αρνητικά από τη ρύπανση και την περιβαλλοντική υποβάθμιση, ενώ υψηλά ποσοστά κατέγραψαν επίσης η Γερμανία (16,8%), η Γαλλία (16%), η Λετονία (15,4%) και η Πορτογαλία (15,3%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρουσιάστηκαν σε Κροατία (4,2%), Σουηδία (5%), Σλοβακία (5,8%) και Πολωνία (7,1%).
Αξιοσημείωτη είναι και η κοινωνική διάσταση, καθώς τα φτωχότερα στρώματα επηρεάζονται περισσότερο από τη ρύπανση, καταγράφοντας σε ευρωπαϊκό επίπεδο ποσοστό επιβάρυνσης 14,1%, έναντι 11,9% όσων δεν απειλούνται από φτωχοποίηση. Καθώς η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι πολύ μεγαλύτερη σε περιοχές όπου κατοικούν τμήματα της εργατικής τάξης και φτωχότερα νοικοκυριά, εμφανίζεται ανάγλυφα η πλευρά της κοινωνικής ανισότητας και στο πεδίο αυτό.
Μεγαλύτερη είναι η επίδραση της ρύπανσης στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου το 17,2% των κατοίκων δήλωσε σε ευρωπαϊκό επίπεδο πως πλήττεται, ενώ σε μικρότερες πόλεις και προάστια το ποσοστό αυτό πέφτει στο 10,5% και στις αγροτικές περιοχές στο 6,8%. Χαρακτηριστικό είναι πως στην Ελλάδα το ποσοστό επιβάρυνσης σε όσους κατοικούν σε χωριά είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., μόλις 2,8%, αναδεικνύοντας το πρόβλημα κυρίως στις μεγάλες πόλεις.
«Υπάρχουν αναμφίβολα πολλοί λόγοι για την εμφάνιση πολύ υψηλών ποσοστών επιβάρυνσης των νοικοκυριών στη χώρα μας από τη ρύπανση και τα άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα. Ειδικά τους χειμερινούς μήνες και κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα καταγράφουμε εξαιρετικά υψηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων, με σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Οι μετρήσεις μας συχνά πιάνουν κόκκινο», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΙΕΠΒΑ) του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και επιστημονικά υπεύθυνος του Εθνικού Δικτύου Ερευνας για την Κλιματική Αλλαγή Climpact. «Αλλά και η Αθήνα είναι από τις πιο ρυπασμένες ευρωπαϊκές μεγάλες πόλεις της Μεσογείου», συμπληρώνει.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ένας σοβαρός παράγων, αλλά όχι ο μόνος. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις υπάρχει επίσης μεγάλο πρόβλημα με την αποκομιδή των απορριμμάτων, με ξέχειλους κάδους και πολλά, μικρά ή μεγαλύτερα, σκουπίδια στους δρόμους, καθώς και με την «τρύπια» ανακύκλωση. Η ηχορρύπανση είναι επίσης πολύ υψηλή, διαμορφώνοντας ένα μόνιμο «βουητό» ως υπόβαθρο της καθημερινότητας.
Πάνω από τα όρια
Παρά ορισμένα βήματα που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στη μείωση των συγκεντρώσεων ατμοσφαιρικών ρύπων, κυρίως λόγω της αλλαγής σύνθεσης στα καύσιμα, σε αρκετούς τομείς υπάρχουν υπερβάσεις ή οριακές τιμές, ενώ και η παρακολούθηση δεν είναι επαρκής. Τα οξείδια του αζώτου (NOx), που παράγονται κυρίως από τα αυτοκίνητα, εμφάνισαν υπερβάσεις σε σταθμούς στο κέντρο της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης το 2024. Το μποτιλιάρισμα έχει ασφαλώς τον ρόλο του.
Τα πολύ μικρά αιωρούμενα σωματίδια (PM 10 και PM 2,5) είναι κάτω από τους σημερινούς στόχους της Ε.Ε. σε ετήσια βάση, αλλά πολλές φορές οι συγκεντρώσεις τους είναι σε υψηλά κι επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία επίπεδα. Εξάλλου, τα ευρωπαϊκά όρια απέχουν σημαντικά από τα πολύ αυστηρότερα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και πρόκειται να αυστηροποιηθούν από το 2030. Το όζον είναι στα ύψη σε πολλούς σταθμούς των πόλεων και της υπαίθρου.
«Απαιτούνται πολύ περισσότερα για να βελτιωθεί η κατάσταση. Πολύ αρνητικό ρόλο έπαιξε η απόφαση για την καύση βιομάζας και ξύλου στα μεγάλα αστικά κέντρα το 2013. Η επιβάρυνση σε μικροσωματίδια και ιδιαίτερα τοξικές ενώσεις πολυαρωματικών υδρογονανθράκων από τη χρήση των τζακιών μέσα στις πόλεις είναι πολύ μεγάλη, ειδικά τις κρύες νύχτες του χειμώνα», σημειώνει ο κ. Μιχαλόπουλος. «Το 2030 θα γίνουν πιο αυστηροί οι στόχοι της Ε.Ε. για τις συγκεντρώσεις ρύπων, κάτι που είναι αναγκαίο, καθώς η ρύπανση δεν είναι απλώς μια ενόχληση, αλλά έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία μας. Κάθε χρόνο βγαίνουν νέες επιστημονικές έρευνες που το πιστοποιούν. Με τα νέα όρια θα υπάρχουν υπερβάσεις στα NOx και στα PM 2,5 σε όλη την Ελλάδα. Πρέπει να υπάρξει σχέδιο προσαρμογής», σημειώνει ο διευθυντής του ΙΕΠΒΑ.
Οσον αφορά το όζον, ο κ. Μιχαλόπουλος τονίζει πως σε σημαντικό βαθμό είναι μεταφερόμενος ρύπος. «Οι υψηλές συγκεντρώσεις όζοντος σχετίζονται με ρύπους που έρχονται στην Ελλάδα από γειτονικές χώρες. Το όζον είναι δευτερογενής ρύπος, προϊόν φωτοχημικών διεργασιών που γίνονται στη χώρα μας. Γι’ αυτό μετράμε ένα υψηλό υπόβαθρο σε όλη τη χώρα, είτε πρόκειται για τα αστικά κέντρα είτε για την ύπαιθρο».
Η Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι δέχθηκε μεγάλες ποσότητες καπνού από πυρκαγιές σε γειτονικές χώρες. Σύμφωνα με απεικόνιση του ευρωπαϊκού προγράμματος Copernicus, ήταν μία από τις πιο επιβαρυμένες σε αυτό τον τομέα χώρες της Μεσογείου, λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλές εγχώριες δασικές πυρκαγιές. Υπήρξε μεγάλη μεταφορά καπνού από φωτιές στη νότια Ιταλία και στα δυτικά Βαλκάνια.
«Ο καπνός από τη μεγάλη φωτιά στα Δαρδανέλλια στην Τουρκία έφτασε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μετρήσαμε μεγάλες συγκεντρώσεις στην πόλη», αναφέρει ο επιστημονικός υπεύθυνος του Climpact. «Ταυτόχρονα οι φωτιές σε περιαστικά δάση ή σε κοντινές περιοχές μεταφέρουν πάνω από τις πόλεις μεγάλες ποσότητες καπνού, στάχτης και άλλων σωματιδίων. Καύσωνας, αστική θερμική νησίδα, κοντινές πυρκαγιές, όλα αυτά κάνουν πολύ δύσκολη τη ζωή στις πόλεις. Το είδαμε αυτό πολύ έντονα τα τελευταία δέκα χρόνια, πρόκειται για την κλιματική αλλαγή», συμπληρώνει ο κ. Μιχαλόπουλος.
Η δημόσια υγεία
Τη σχέση ατμοσφαιρικής ρύπανσης, κλιματικής αλλαγής και δημόσιας υγείας και τις όχι και τόσο αισιόδοξες τάσεις του μέλλοντος φωτίζει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη επιστημόνων από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το γερμανικό Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ, η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό Science of The Total Environment. Σύμφωνα με αυτήν, οι πρόωροι θάνατοι που σχετίζονται με τη μακροχρόνια έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ελλάδα ενδέχεται να αυξηθούν σημαντικά έως το τέλος του 21ου αιώνα. Η κύρια αιτία δεν είναι η επιδείνωση των επιπέδων ρύπανσης, αλλά οι δημογραφικές μεταβολές και ειδικότερα η γήρανση του πληθυσμού.
«Η μελέτη διερευνά πώς η εξέλιξη της ρύπανσης, του πληθυσμού και της ηλικιακής του σύνθεσης θα επηρεάσουν τη δημόσια υγεία, υπό διαφορετικά κλιματικά και κοινωνικοοικονομικά σενάρια. Εστιάζεται στις επιπτώσεις της μακροχρόνιας έκθεσης στα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια (PM 2,5) και στο όζον (O3), τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στις επιμέρους περιφέρειες της χώρας. Παρότι οι συγκεντρώσεις των ρύπων προβλέπεται να μειωθούν, η υγειονομική επιβάρυνση αυξάνεται, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ευαλωτότητας του πληθυσμού», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Ακριτίδης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στον Τομέα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του ΑΠΘ και εκ των συγγραφέων της δημοσίευσης. «Με βάση την εξέλιξη των δημογραφικών δεικτών ο αριθμός των ηλικιωμένων ατόμων αναμένεται να είναι σημαντικά αυξημένος τις επόμενες δεκαετίες. Τα άτομα αυτά όμως είναι και πιο ευάλωτα, από πλευράς υγείας, στην ατμοσφαιρική ρύπανση, με συνέπεια και αυξημένη θνησιμότητα, ακόμη κι αν υπάρχει μείωση ή σταθεροποίηση των ρύπων», συμπληρώνει ο κ. Ακριτίδης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, σε εθνικό επίπεδο, οι πρόωροι θάνατοι που αποδίδονται στη μακροχρόνια έκθεση σε PM 2,5, από περίπου 8.000 ετησίως το 2000, αναμένεται να διπλασιαστούν έως το 2090 τόσο στο αισιόδοξο σενάριο SSP1-2.6 (ισχυρές πολιτικές μείωσης εκπομπών) όσο και στο ενδιάμεσο σενάριο SSP2-4.5 (μέτριες πολιτικές μετριασμού), ενώ στο σενάριο SSP3-7.0 η αύξηση είναι μικρότερη, περίπου 70%, καθώς οι δημογραφικές αλλαγές είναι λιγότερο έντονες.
Αντίστοιχα, οι πρόωροι θάνατοι που σχετίζονται με το όζον αναμένεται να υπερβούν τους 1.000 ετησίως στα σενάρια χωρίς ισχυρές πολιτικές (SSP2-4.5 και SSP3-7.0), αλλά μειώνονται σχεδόν στο μηδέν στο SSP1-2.6, καθώς οι πολιτικές μετριασμού οδηγούν σε πολύ μεγάλη μείωση των συγκεντρώσεων του όζοντος.
Ιδιαίτερα επιβαρυμένες εμφανίζονται οι περιφέρειες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό. Στην Αττική, οι πρόωροι θάνατοι από PM 2,5 , που ήταν περίπου 3.000 το 2000, ενδέχεται να φτάσουν σε 9.000 ετησίως έως το 2090 στο SSP1-2.6, σενάριο που, παρά τη μείωση των ρύπων, οδηγεί στη μεγαλύτερη αύξηση της θνησιμότητας λόγω της έντονης γήρανσης του πληθυσμού.
«Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν ότι οι πολιτικές για την ποιότητα του αέρα θα πρέπει να σχεδιάζονται σε στενή σύνδεση με πολιτικές δημόσιας υγείας. Ο περιορισμός της ρύπανσης δεν αρκεί από μόνος του, καθώς απαιτούνται ολοκληρωμένες στρατηγικές που λαμβάνουν υπόψη τις δημογραφικές τάσεις και τις ανισότητες στην έκθεση και στην ευαλωτότητα του πληθυσμού», καταλήγει ο κ. Ακριτίδης.