Πόσο χρόνο ενδείκνυται να περνούν τα παιδιά μπροστά σε οθόνες; Να μια δύσκολη ερώτηση, στην οποία δεν μπορεί να δοθεί μία και μοναδική απάντηση ως γενικός κανόνας. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές βασικές αρχές, στις οποίες γιατροί, ψυχολόγοι, ερευνητές και παιδαγωγοί συμφωνούν: είναι προτιμητέο να λάβουμε σοβαρά υπόψιν την επιστημονικά τεκμηριωμένη ανησυχία ότι οι ηλεκτρονικές συσκευές μπορούν να έχουν επιβλαβείς συνέπειες.
«Χωρίς οθόνες μέχρι τα τρίτα γενέθλια»: αυτή η λογική ακολουθείται ευρέως στη Γερμανία, σημειώνει στο αφιέρωμά της η Deutsche Welle. «Σε αυτές τις ηλικίες τα παιδιά δεν χρειάζονται ακόμη το περιεχόμενο της οθόνης – αλλά ούτε είναι και σε θέση να το κατανοήσουν», λέει η παιδίατρος Ουλρίκε Γκάιζερ.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υιοθετεί μία λιγότερο αυστηρή θέση: τα παιδιά ηλικίας δύο ετών και άνω μπορούν να απασχολούνται με μία οθόνη, απλώς όχι για περισσότερο από μία ώρα την ημέρα. Και κατά τον ΠΟΥ όμως, όσο λιγότερος είναι αυτός ο χρόνος, τόσο το καλύτερο.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι σημαντικό για το παιδί να εξερευνήσει το περιβάλλον του, καθώς και να μάθει να ελέγχει μόνο του τα ερεθίσματα και την προσοχή του – και όχι να τοποθετείται μπροστά σε ένα οπτικοακουστικό μέσο που του αποσπά την προσοχή. Τα παιδιά πρέπει επίσης να μάθουν από νωρίς τη σημασία της υπομονής και τις διαστάσεις της παρέλευσης του χρόνου. Με άλλα λόγια, να αντιληφθούν ότι δεν μπορείς να διαμορφώσεις ή να εξαφανίσεις τον κόσμο ή μία κατάσταση με ένα «swipe» ή ένα κλικ.
Οι κινητικές δεξιότητες και οι αλληλεπιδράσεις στο επίκεντρο
«Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο διαφορετικά από τους ενήλικες», λέει η παιδοψυχολόγος Γιούλια Ασμπραντ από το Πανεπιστήμιο της Ιένας. Αυτό ισχύει προφανώς και για κάτι που θα δουν σε μία ταινία ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Για τα πολύ μικρά παιδιά, ό,τι βλέπουν μπορεί στη φαντασία τους να είναι αληθινό», υπογραμμίζει η ειδικός – γεγονός που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον ψυχισμό τους, και όχι μόνο.
Εμπιστοσύνη
Κατά την εφηβεία οι γονείς πρέπει να συζητούν ανοιχτά με τα παιδιά τους, χτίζοντας σταδιακά ένα πλαίσιο αλληλοκατανόησης και εμπιστοσύνης. «Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι όταν τα παιδιά κάνουν πράγματα κρυφά από τους γονείς τους», καταλήγοντας εκτεθειμένα στους κινδύνους του διαδικτύου ή αναπτύσσοντας μία ανθυγιεινή σχέση με τις οθόνες, εξηγεί η Άσμπραντ.
Εξάλλου, «υπάρχουν και φανταστικά πράγματα στο διαδίκτυο», όπως τονίζει η Γκάιζερ, αναφερόμενη στη δυνατότητα εκμάθησης μίας γλώσσας ή ανάπτυξης μίας δεξιότητας. Στην ιδιωτική ζωή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να διατηρήσουν επαφή με αγαπημένα τους πρόσωπα, όπως για παράδειγμα με τους φίλους τους.
Πέραν της αμοιβαίας ειλικρίνειας, οι γονείς πρέπει να προειδοποιήσουν τα παιδιά για τους κινδύνους που ενέχει η χρήση του διαδικτύου. Και, έως ότου ενηλικιωθούν, καλό θα είναι να τίθενται στο μέτρο του εφικτού συγκεκριμένα όρια στην ημερήσια χρήση. Κάθε βράδυ για παράδειγμα οι συσκευές θα μπορούσαν να μπαίνουν σε «λειτουργία ύπνου» – τόσο για τα παιδιά όσο και για τους γονείς, οι οποίοι θα δίνουν με αυτό τον τρόπο το «καλό παράδειγμα».