Αλλάζει δραματικά η πληθυσμιακή εικόνα της Ελλάδας, με τις ενεργές παραγωγικές ηλικίες να συρρικνώνονται και τους ηλικιωμένους να αυξάνονται ραγδαία.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και την ανάλυση του επιστημονικού του συνεργάτη Ιωάννη Χολέζα, από το 2008 μέχρι σήμερα η ομάδα των 30άρηδων έχει μειωθεί κατά περίπου 700.000 άτομα, ενώ την ίδια περίοδο οι πολίτες άνω των 65 ετών αυξήθηκαν κατά 405.000.
Συνολικά, η χώρα έχει «απολέσει» πάνω από 720.000 κατοίκους (8,5% του πληθυσμού) την περίοδο 2008-2025, με τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφονται στις ηλικίες 30-44 ετών (μείωση 683.000 ατόμων) και 25-29 ετών (πτώση σχεδόν 30%).
Αντίθετα, οι ηλικιακές ομάδες 15-19 και 65+ έχουν αυξηθεί, αν και για διαφορετικούς λόγους: η πρώτη λόγω παροδικών αυξήσεων στις γεννήσεις, η δεύτερη λόγω γήρανσης του πληθυσμού και αύξησης του προσδόκιμου ζωής.
Το εκρηκτικό μείγμα
Η υπογεννητικότητα, η μετανάστευση των νέων –που κορυφώθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης– και η σταδιακή αύξηση των θανάτων δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους έχει ήδη υποχωρήσει στο 1,7 προς 1, πολύ χαμηλότερα από το απαιτούμενο 4 προς 1 για βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Η πίεση αναμένεται να αυξηθεί, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων θα φτάσει στο 46% έως το 2030 (έναντι 42% στην Ε.Ε.).
Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως για κάθε 100 άτομα σε ηλικία εργασίας (συνήθως 15-64 ετών) υπάρχουν 46 άτομα ηλικίας από 65 και πάνω, που θεωρούνται οικονομικά εξαρτώμενα. Αν δηλαδή η χώρα μας έχει 6,5 εκατ. ανθρώπους ηλικίας 15-64, τότε με δείκτη 46% οι ηλικιωμένοι 65+ θα είναι περίπου 3 εκατομμύρια.
Από το 2008 η ομάδα των 30άρηδων έχει μειωθεί κατά περίπου 700.000 άτομα, ενώ οι πολίτες άνω των 65 ετών αυξήθηκαν κατά 405.000.
Οπως εξηγούν οι ειδικοί, το ποσοστό αυτό δείχνει πόσο «φορτώνεται» το εργατικό δυναμικό με την υποστήριξη συντάξεων, υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικών παροχών για τους ηλικιωμένους. Η αύξηση του δείκτη σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι γίνονται αναλογικά λιγότεροι σε σχέση με τους συνταξιούχους, κάτι που πιέζει το ασφαλιστικό σύστημα και τις δημόσιες δαπάνες.
Οπως επισημαίνει ο κ. Χολέζας, στην περιοδική έκδοση του ΚΕΠΕ «Οικονομικές εξελίξεις», μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000 οι γεννήσεις στην Ελλάδα ακολουθούσαν ανοδική πορεία, όπως και στην Ε.Ε. Μετά το 2010, η τάση αντιστράφηκε δραματικά: το 2023 οι γεννήσεις ήταν 40% λιγότερες από το 2000, ενώ στην Ε.Ε.-27 η μείωση ήταν μόλις 21,5%. Στους θανάτους, η αύξηση ήταν σταθερή και εντάθηκε τα χρόνια της πανδημίας, με μικρή μόνο κάμψη μετά το 2021. Μάλιστα, παρά την αναμενόμενη επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής (80,5 έτη για τους άνδρες και 85,5 για τις γυναίκες έως το 2030), η γήρανση του πληθυσμού σημαίνει ότι οι απώλειες θα συνεχιστούν.
Παρά τις ανησυχίες για το «brain drain», το ισοζύγιο μεταναστευτικών ροών είναι γενικά θετικό, με περισσότερους να εισέρχονται στη χώρα απ’ ό,τι να φεύγουν – με εξαίρεση τα χρόνια 2010-2015 και το 2021. Ωστόσο η ποιοτική σύνθεση του πληθυσμού αλλάζει: το ποσοστό των αλλοδαπών έχει μειωθεί από 6,5% το 2008 σε 3% το 2024, ενώ η συμμετοχή των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε από 34,4% σε 40,2%. Η αύξηση αυτή πιθανόν θα ήταν μεγαλύτερη χωρίς τη μετανάστευση νέων υψηλής εκπαίδευσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα πέσει στα 10 εκατ. έως το 2030, καταγράφοντας σωρευτική μείωση άνω του 4% σε σχέση με το 2022. Η εξέλιξη αυτή φέρνει στο τραπέζι συζητήσεις για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και μέτρα για την ενίσχυση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας γυναικών, νέων και ατόμων με αναπηρία. Οπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, η πληθυσμιακή δυναμική της χώρας καθορίζεται από το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων και μετανάστευσης, και αυτή τη στιγμή οι αρνητικές ροές υπερισχύουν. Το δημογραφικό ζήτημα δεν είναι πλέον ένα μακρινό πρόβλημα του μέλλοντος, αλλά μια παρούσα πραγματικότητα με άμεσες κοινωνικές, οικονομικές και ασφαλιστικές συνέπειες.
«Κατάρρευση» γεννήσεων
Σχεδόν διπλάσιους θανάτους από γεννήσεις παρουσιάζει η χώρα μας, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι και η γενιά Ζ, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν από το 1990 και μετά, θα ακολουθήσει το παράδειγμα των προηγούμενων γενεών. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), ανάμεσα στις γενιές του 1952 και σε εκείνες του 1982 οι γεννήσεις «κατέρρευσαν». Την περίοδο 2011-2024 καταγράφηκαν 511.539 λιγότερες γεννήσεις, σε σύγκριση με τους θανάτους την ίδια περίοδο. Μόνο πέρυσι η Ελλάδα κατέγραψε 69.675 γεννήσεις και 128.259 θανάτους.
Η πτωτική πορεία των γεννήσεων έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να εντάσσεται στο τέταρτο και τελευταίο «δημογραφικό γκρουπ» δυναμικότητας της Ε.Ε., μαζί με την Ισπανία, την Ιταλία και την Πολωνία. Πρόκειται για χώρες που, ενώ είχαν από την υψηλότερη γονιμότητα (1,85-2,14 παιδιά / γυναίκα) στη γενιά του 1952, κατέγραψαν δραματική υποχώρηση 30 χρόνια αργότερα. Ετσι, στη γενιά του 1982 προκύπτει ότι έχουν λιγότερα από 1,5 παιδιά (μείωση από 0,4 έως 0,75 παιδιά / γυναίκα). Οι συγκεκριμένες χώρες εντάσσονται πλέον στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών με ακραία χαμηλή διαγενεακή γονιμότητα. Ειδικά για την Ελλάδα φαίνεται ότι από τα 2 παιδιά ανά γυναίκα, που ήταν οι γεννήσεις που προέκυψαν κατά μέσον όρο από τη γενιά του 1952, υποχώρησε στο 1,46 παιδιά / γυναίκα από τη γενιά του 1982. Δηλαδή, σε 30 χρόνια καταγράφηκε υποχώρηση κατά 0,54 μονάδες στις γεννήσεις παιδιών ανά γυναίκα.