Εκ μέρους της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για το υδατικό της Θεσσαλίας και πιο συγκεκριμένα οι κύριοι Αλεξάκος Φώτης, Γελαλής Δημήτριος, Γέμτος Θεοφάνης, Μουτσινάς Πάρις, Σοφολόγης Δημήτρης, Τσαντήλας Χρίστος εξέδωσαν την ακόλουθη ανακοίνωση:
Πριν δύο περίπου χρόνια αναλάβαμε μία πανελλαδικής εμβέλειας πρωτοβουλία σχετικά με το τεράστιο υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας στην οποία πρόθυμα ανταποκρίθηκαν πολλοί γνωστοί παράγοντες με σημαντικό αποτύπωμα στην πολιτική ζωή, την Αυτοδιοίκηση,την Ακαδημία Αθηνών, σε Ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε επιστημονικούς φορείς και Επιμελητήρια, σε επαγγελματικές οργανώσεις και συνεταιρισμούς, ερευνητές, περιβαλλοντολόγοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι κ.α., υπογράφοντας από κοινού μια ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ (δες τον σχετικό σύνδεσμο [1]), στην οποία εκφράσαμε την έντονη ανησυχία μας «σχετικά με την διαμόρφωση μιας βιώσιμης μελλοντικής πορείας στην περιοχή και ειδικά σε ό,τι αφορά στον πρωτογενή τομέα, στην επισιτιστική ασφάλεια, στην εντεινόμενη διάβρωση εδαφών και στην απειλή της ερημοποίησης, στην ανάκτηση και προστασία της βιοποικιλότητας, στην σοβαρή υποβάθμιση των υδάτινων οικοσυστημάτων».
Οι φετινές δραματικές εξελίξεις και η τραγική διαχείριση των υδάτων στην περιοχή δικαίωσαν την αναγκαιότητα της παρέμβασής μας. Η αντιμετώπιση των αρδευτικών αναγκών υπήρξε (για πολλοστή φορά) ανεπιτυχής και όπως ήταν φυσικό η τεράστια έλλειψη αποθεμάτων ήταν αδύνατο να αντιμετωπισθεί με τα νερά του υδροηλεκτρικού έργου Ν. Πλαστήρα, του οποίου οι συμβατικές υποχρεώσεις περιορίζονται στην κάλυψη αναγκών άρδευσης του ομώνυμου ΤΟΕΒ και όχι του συνόλου του θεσσαλικού κάμπου!
Στην ίδια παρέμβασή είχαμε παρουσιάσει, μεταξύ άλλων, και τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στην υλοποίηση των εγκεκριμένων από το 2024 Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ Πηνειού και Αχελώου) που αφορούν στην περιοχή της Θεσσαλίας. Εκτός από την μη υλοποίηση έργων στην λεκάνη Πηνειού που έχουν από χρόνια εξαγγελθεί και παραμένουν ακόμη στο στάδιο της μελέτης (Μουζάκι, Πύλη, Νεοχώρι κλπ.), πιο χαρακτηριστική είναι η απουσία οριστικών αποφάσεων σχετικά με την τύχητων ημιτελών έργων Αχελώου.
Για το θέμα αυτό ζητήσαμε από τα κόμματα να πιέσουν την κυβέρνηση «να μην συνεχιστεί η καταστροφική στασιμότητα στην διαχείριση των έργων Αχελώου,καθώς και η χωρίς νόημα από εδώ και στο εξής αντιπαράθεση υπέρ ή κατά της εκτροπής». Εξηγήσαμε επίσης πως η στασιμότητα αυτή επιτρέπει να δημιουργούνται εκ νέου αμφισβητήσεις απέναντι στα εγκεκριμένα Σχέδια και συμβάλλει ώστε να συντηρείται ένα κλίμα συγχύσεων και άσκοπων αντιπαραθέσεων.
Και δυστυχώς οι ανησυχίες μας επιβεβαιώθηκαν, αφού για τα δύο εγκεκριμένα ΣΔΛΑΠ/2024 (λεκάνες Πηνειού και Αχελώου) έχει ήδη υποβληθεί προσφυγή στο ΣτΕ με αίτημα την ακύρωσή τους. Παρότι λοιπόν η κυβέρνηση ενέκρινε πρόσφατα τα Σχέδια αυτά, με την τακτική της συνεχίζει να συντηρεί την ακατανόητη και συνάμα καταστροφική αυτή εκκρεμότητα.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, προκαλεί τουλάχιστον απορία η παντελής απουσία των κυβερνητικών οργάνων και παραγόντων από τον εξελισσόμενο «πόλεμο» για το νερό ανάμεσα σε εμπλεκόμενες δοκιμαζόμενες περιοχές και δήμους. Καμία ευαισθησία δεν επιδεικνύει το αρμόδιο Υπουργείο στην συστηματική κακοποίηση των ποταμών, με παράνομες κατασκευές και παρεμβάσεις συγκράτησης των λιγοστών ποσοτήτων νερού από αρδευτές,που η πολύχρονη ολιγωρία πολλών κυβερνήσεων για νόμιμη εξασφάλιση αποθεμάτων νερού τους έχει οδηγήσει σε απόγνωση.
Εντύπωση επίσης προκαλεί η στάση του Υπουργείου Περιβάλλοντος σε ότι αφορά στην εγκατάλειψη του ΟΔΥΘ χωρίς προσωπικό, χωρίς χρήματα και χωρίς την έγκαιρη έκδοση αναγκαίων συμπληρωματικών διοικητικών αποφάσεων ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Άραγε, στις δύσκολες αυτές συνθήκες, σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές παραλείψεις και την αδιαφορία, θα μπορέσει ο Οργανισμός αυτός να γίνει αποδεκτός από τους φορείς και πολίτες της Θεσσαλίας και να κατακτήσει το απαιτούμενο κύρος, ώστε να αποτελέσει υπόδειγμα και για τα υπόλοιπα υδατικά διαμερίσματα της χώρας στο μέλλον ;
Με τις εντεινόμενες συνθήκες ξηρασίας, τις εκφρασμένες σε παγκόσμιο επίπεδο ανησυχίες για τις καταστροφικές επιπτώσεις που επιφέρει και με δεδομένο ότι στην Θεσσαλία συνεχίζεται σταθερά η κατανάλωση νερού για τις αρδεύσεις να υπερβαίνει κάθε χρόνο κατά εκατοντάδες εκατομμύρια κ. μ. τα υδατικά διαθέσιμα της λεκάνης Πηνειού (όπως στοιχειοθετείται στο εγκεκριμένο ΣΔΛΑΠ), η κατάσταση έχει οδηγηθεί στο απροχώρητο.
Συνεπώς, στις συνθήκες συναγερμού που βρισκόμαστε, η στασιμότητα αυτή πρέπει να εκλείψει.
Η εκκρεμότητα της τύχης των έργων του Αχελώου, που φανερά ή κρυφά αποτελεί το πρόβλημα πρέπει οριστικά να κλείσει.
Οι προσφερόμενες λύσεις είναι δύο : είτε τα έργα θα ολοκληρωθούν ενισχύοντας τα υδατικά αποθέματα στο Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας, είτε θα εγκαταλειφθεί οριστικά αυτή η προοπτική, με παράλληλη μελέτη, χρηματοδότηση και υλοποίηση της καθαίρεσης αυτών των έργων, ώστε να εξαλειφθούν οι κίνδυνοι υποσκαφής και κατάρρευσης των εγκαταλειμμένων κατασκευών που θα είχε ως συνέπεια εκτεταμένες καταστροφές από μια ισχυρή πλημμύρα στην περιοχή και ο ποταμός να επανέλθει στην φυσική του κατάσταση και στην οικολογική του λειτουργία, δεδομένου ότι το ποτάμιο οικοσύστημα παραμένει επί αρκετά χρόνια «μπαζωμένο» και τεμαχισμένο στα δυο, υφιστάμενο τεράστια βλάβη.
Επαναλαμβάνουμε λοιπόν για πολλοστή φορά πως μοναδική οδός επίλυσης των όποιων διαφορών, με δημοκρατικές και αδιαμφισβήτητες διαδικασίες, είναι η συζήτηση του θέματος στη Βουλή.
Εάν δεν συνεχίζονταν αυτή η στασιμότητα και απραξία, η Θεσσαλία θα μπορούσε να βαδίζει σε ένα πεδίο πιο ξεκάθαρο, με σαφώς προσδιορισμένους τους διαθέσιμους υδατικούς πόρους, χωρίς αβεβαιότητα ως προς τις παραγωγικές της προοπτικές, αντιστρέφοντας την πορεία της οικολογικής υποβάθμισης στην οποία οδηγείται. Καλούμε για μία ακόμη φορά την κυβέρνηση και προσωπικά τον κ. Πρωθυπουργό να δώσει ένα τέλος στην νοσηρή αυτή απραξία και να οδηγήσει την υπόθεση στη Βουλή για μία απόφαση οριστική και τελεσίδικη, την οποία, ανεξάρτητα από τις απόψεις που κατά καιρούς έχει ο καθένας υποστηρίξει, όλοι θεωρούμε χρέος μας να την αποδεχθούμε.
Σε μια τέτοια περίπτωση είναι προφανές ότι παρέλκει η συζήτηση της υπόθεσης στο ΣτΕ (έχει οριστεί δικάσιμος την 1η Οκτωβρίου 2025) και η Θεσσαλία τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσει μια συντεταγμένη πορεία προσαρμογής στις νέες συνθήκες που θα δημιουργηθούν μετά από την απόφαση που θα ληφθεί.
Τις θέσεις μας αυτές έχουμε ήδη μεταφέρει σε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, σε βουλευτές και ευρωβουλευτές, σε Επιμελητήρια, φορείς, οργανώσεις κ.ο.κ., διαπιστώνοντας μία γενικά αξιοσημείωτη αποδοχή τους.
Απομένει πλέον οι θέσεις αυτές να τύχουν της αποδοχής όλου του πολιτικού συστήματος και ειδικά της κυβέρνησης, η οποία οφείλει να αντιληφθεί την ειλικρινή αγωνία του λαού και των φορέων της Θεσσαλίας και να εγκαταλείψει οριστικά την έως σήμερα πολιτική της σιωπής και της στασιμότητας.
Ελπίζουμε πως και οι φορείς της περιοχής θα ενστερνιστούν το αίτημα αυτό και θα απαιτήσουν δημόσια την έμπρακτη διέξοδο από την στασιμότητα.
Ελπίζουμε πως, στην δύσκολη αυτή ώρα που η επίτευξη των στόχων της Θεσσαλίας απαιτεί ενότητα και κοινή δράση, θα περιοριστούν από τοπικούς παράγοντες και διαμορφωτές της κοινής γνώμης φαινόμενα λαϊκισμού και απαξίωσης των διαχειριστών νερού.
Ελπίζουμε ακόμη να μην επαναληφθούν φαινόμενα άσκοπης παρελθοντολογίας, διχαστικών δηλώσεων και καλλιέργειας πόλωσης για μικροπολιτική εκμετάλλευση, και μάλιστα από κορυφαίους παράγοντες.
Το καλύτερο μάλιστα θα ήταν όλοι όσοι παρεμβαίνουν να στρέφουν στοχευμένατα «πυρά» τους στους πραγματικά υπεύθυνους της στασιμότητας και της απραξίας στα υδατικά προβλήματα και να απαιτήσουν την εφαρμογή των εγκεκριμένων Σχεδίων, έναν στόχο από τον οποίο όπως διαπιστώνουμε, κάποιοι συστηματικά αποστασιοποιούνται.
Κλείνοντας, θα επισημάνουμε για πολλοστή φορά πως η απουσία ενίσχυσης του υδατικού δυναμικού στο ΥΔΘ στα επίπεδα των αρδευτικών αναγκών που όλοι (στα λόγια) αποδέχονται για τον πρωτογενή τομέα στη Θεσσαλία και η διατήρηση των συνθηκών ελλειμματικής διαχείρισης του νερού που εδώ και δεκαετίες βιώνουμε λόγω απουσίας έργων και μέτρων αντιμετώπισης του προβλήματος, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ερημοποίηση, αυξάνοντας κατακόρυφα τις πιθανότητες οι άνθρωποι να εγκαταλείψουν τις περιοχές αυτές με ότι αυτό συνεπάγεται. Όλοι λοιπόν μπροστά στις ευθύνες τους.
[1] Κοινή Ανακοίνωση (2024) :