Η Κίτρινη αποθήκη βρίσκεται στη συνοικία Μεταμόρφωση, επί των οδών Ανθίμου Γαζή και Βασσάνη και καταλαμβάνει μισό οικοδομικό τετράγωνο.
Το κτίριο κατασκευάσθηκε το 1926 από την εταιρεία καπνών AMERICA TOBACCO για να χρησιμοποιηθεί ως καπναποθήκη και αργότερα περιήλθε στη Συνεταιριστική Εταιρία Καπνοπαραγωγών Ελλάδος (ΣΕΚΕ).
Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής (1941-44), χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή και στο κτίριο φυλακίσθηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν Έλληνες πατριώτες από τους Ναζί. Ο Δήμος Βόλου, τιμής ένεκεν, εντοίχισε το 1984 αναμνηστική πλάκα σε μία από τις γωνίες του κτιρίου. Το 1965 το κτίριο αγοράσθηκε από τον Εθνικό Οργανισμό Καπνού (ΕΟΚ).
Αρχικά υπήρχε η σκέψη για αξιοποίησή του από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, όμως αυτή εγκαταλείφθηκε, κυρίως εξαιτίας του χαμηλού ύψους των ορόφων του. Το κτίριο μεταβιβάστηκε από το Υπουργείο Γεωργίας στον Δήμο Βόλου. Προτάθηκε η δημιουργία χώρων μνήμης της περιόδου της Κατοχής, πολυδύναμο συνεδριακό κέντρο και υποδομές για στέγαση μόνιμων ερευνητών και χρηστών του συνεδριακού.
Το κτίριο έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το ΥΠΠΟ, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ΔΙΛΑΠ/Γ/2500/62661/18-11-93, ΦΕΚ 916/ΤΒ/21-12-93. Το συγκρότημα της κίτρινης Αποθήκης περιλαμβάνει δύο κτίρια: α) Την κύρια καπναποθήκη, κτίριο με ισόγειο, υπόγειο και τέσσερις ορόφους, κάλυψη 1.268 m2/όροφο, συνολικού ύψους 19.50 m και όγκο 24.726 m3. β) βοηθητικό κτίσμα-αποθήκη της αυλής, εμβαδού 110m2 και ύψους 4.0m. Το βασικό κτίριο έχει σχήμα Π.
Οι εξωτερικοί φέροντες τοίχοι είναι από λιθοδομή πάχους 60 cm και εσωτερικά φέρουσα κατασκευή από υποστυλώματα, δοκάρια και κολώνες οπλισμένου σκυροδέματος. Το κτίριο στον Δ’ υπέρ το ισόγειο όροφο, επικαλύπτεται από δίρριχτη στέγη, μεταλλική με επικάλυψη λαμαρίνα. Επί της οδού Βασσάνη και της οδού Γαζή, υπάρχουν ακάλυπτοι διάδρομοι οι οποίοι οδηγούν στην εσωτερική αυλή.
Το κτίριο στη βάση του ενισχύθηκε μετασεισμικά (μετά το 1955) με καλουπωτό μανδύα μπετόν πάχους 15 cm. Το κτίριο είναι πολύ επιβλητικό και χαρακτηρίζεται από απόλυτη συμμετρία στην οργάνωση της όψης και της κάτοψης, τονισμό της κεντρικής εισόδου και κυριαρχία πρόσοψης, καθώς και σαφήνεια του κτιριακού όγκου. Στις όψεις κυριαρχούν τα παράθυρα (κύριο χαρακτηριστικό των αποθηκών καπνού). Οι όψεις του είναι λιτές, επίπεδες, με ορθογωνικά παράθυρα, συμμετρικά ως προς το ύψος, τα οποία περιγράφονται με διακοσμητική τραβηχτή πατούρα (περιθώριο) σοβά. Στον άξονα του κτιρίου, στο κέντρο του Π, επάνω από τη στέγη υπάρχει μικρή απόληξη παρατηρητήριο, με αλεξικέραυνο, το οποίο προεξέχει του κτιρίου και καλύπτεται με τετράρριχτη στέγη. Τα κουφώματα του κτιρίου είναι ξύλινα.
Στο ισόγειο και Α’ όροφο ασφαλίζονται με μεταλλικά ρολά. Τα ανοίγματα του ισογείου έχουν πρόσθετες σιδεριές ασφαλείας προσαρμοσμένες στον μανδύα μπετόν, προφανώς μεταγενέστερης κατασκευής. Στον Β’, Γ’ και Δ’ όροφο, τα παντζούρια είναι δίφυλλα, ανοιγόμενα, μεταλλικά (λαμαρίνα και λάμα). Τα τριγωνικά αετώματα προς τη δυτική αυλή, έχουν κυκλικό φεγγίτη. Τα εσωτερικά κλιμακοστάσια είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα και μεταγενέστερα προστέθηκε ανελκυστήρας για τις ανάγκες της λειτουργίας της καπναποθήκης.
Το κτίριο είναι κλασικό δείγμα μνημειακού κτιρίου με νεοκλασικές επιρροές (πατούρες, γείσα, κλπ.). Ο αρχικός του χρωματισμός ήταν ώχρα και για το λόγο αυτό φέρει και την αντίστοιχη ονομασία. Το φιλόδοξο σχέδιο αποκατάστασής του, που ξεκίνησε το 2019 με χρηματοδότηση 10,5 εκατομμυρίων ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και στόχο την μετατροπή του σε Κέντρο Επιχειρηματικής Καινοτομίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, εγκαταλείφθηκε.
Η σύμβαση υπεγράφη το 2017 με έκπτωση 67% από τον ανάδοχο, εξελίχθηκε ως το 2022, φτάνοντας μόλις στο 30 – 40% της ολοκλήρωσής του και το 2023 η εργολαβία σταματά. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσο περνά ο καιρός χωρίς απαντήσεις, ένα ιστορικό κτίριο –και ό,τι αυτό συμβολίζει– σβήνει αργά και αθόρυβα στο κέντρο της πόλης.
Στο βίντεο, ο αρχιτέκτονας Δημήτριος Καραγκούνης, Επίτιμος Προϊστάμενος του Τμήματος Αρχαιολογικών Έργων και Μελετών της ΕΦΑΛΑΡ σχολιάζει την σημερινή κατάσταση του κτιρίου…