Στο «κλαμπ» των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ο κατώτατος μισθός υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ σε 12μηνη βάση ανήκει η Ελλάδα, όπως πιστοποιούν τα νεότερα συγκεντρωτικά στοιχεία της Eurostat, όπου αντικατοπτρίζεται επίσης το «άλμα» στις ονομαστικές αμοιβές την τελευταία εξαετία.
Αφότου ο βασικός μισθός αυξήθηκε τον Απρίλιο για πέμπτη φορά από το 2022, ανήλθε στα 1.027 ευρώ σε 12μηνη βάση, δηλαδή με την ενσωμάτωση των δύο δώρων στους δώδεκα τακτικούς μισθούς του έτους, που είναι ο πάγιος τρόπος υπολογισμού της Eurostat.
Η Ελλάδα ανήκει πλέον στην ομάδα των χωρών με κατώτατη αμοιβή μεταξύ 1.000 και 1.500 ευρώ, προσπερνώντας μάλιστα τρεις χώρες σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, την Πορτογαλία, την Κύπρο και την Κροατία. Στην ίδια κατηγορία με την Ελλάδα συγκαταλέγονται ακόμα έξι χώρες, ανάμεσά τους η Ισπανία, η οποία είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, και η Πολωνία, που κατατάσσεται έκτη από πλευράς ΑΕΠ ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη.
Έτσι, η Ελλάδα «αποφοίτησε» από την ομάδα χωρών με βασικό μισθό κάτω των 1.000 ευρώ ανά μήνα, όπου σήμερα κατατάσσονται εννέα από τα 22 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν νομοθετήσει κατώτατες αποδοχές. Ουραγός είναι η Βουλγαρία, με 551 ευρώ ανά μήνα.
Σημειώνεται πως το 2019 ο ελάχιστος μισθός βρισκόταν στα 758 ευρώ σε 12μηνη βάση, δηλαδή έκτοτε έχει αυξηθεί κατά 269 ευρώ ανά μήνα, ήτοι 35,5%. Αυτό μεταφράζεται σε άνοδο της τάξης των 3.328 ευρώ κάθε έτος, που ισοδυναμεί με παραπάνω από τέσσερις βασικούς μισθούς του 2019.
Αν συνυπολογιστεί η καθιέρωση, το 2019, του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή 9% για εισόδημα έως 10.000 ευρώ και η σωρευτική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία εξαετία, οι αλλεπάλληλες αυξήσεις του ελάχιστον μισθού έχουν ξεπεράσει τις απώλειες σε αγοραστική δύναμη που προκαλεί ο πληθωρισμός. Έχουν συμβάλλει έτσι στην αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για τους εργαζόμενους με χαμηλές απολαβές, που είναι και οι πιο ευάλωτοι.