Της Ειρήνης Παπουτσή
Τα πρώτα δεδομένα από την έρευνα που πραγματοποιεί σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου σε 31 κατοικίες σε όλη τη χώρα – και ανάμεσά τους η Λάρισα – με αφορμή τον ισχυρό καύσωνα του Ιουλίου, δίνει στη δημοσιότητα η Greenpeace, διαπιστώνοντας μεγάλη θερμική επιβάρυνση σε μη μονωμένα ή ανεπαρκώς αναβαθμισμένα σπίτια.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα ευρήματα οι εσωτερικές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται σε μη μονωμένα και ανεπαρκώς αναβαθμισμένα σπίτια έφτασαν έως και τους 34°C, ενώ μόνο οι παθητικές κατοικίες και εκείνες με ουσιαστική ενεργειακή αναβάθμιση διατηρούν σταθερά και χαμηλότερα επίπεδα θερμοκρασίας.
Με τον πρώτο έντονο καύσωνα του φετινού καλοκαιριού να καταγράφεται τον Ιούλιο το ελληνικό γραφείο της Greenpeace έδωσε στη δημοσιότητα και τα πρώτα δεδομένα από την καταγραφή των θερμοκρασιών εντός κατοικιών σε διαφορετικές περιοχές της χώρας, ενώ συμμετείχαν συνολικά 31 κατοικίες σε Λάρισα, Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Αθήνα και Κρήτη, όπου αποτυπώνονται σε πραγματικό χρόνο οι συνθήκες διαβίωσης σε τρεις κατηγορίες κατοικιών: σε τυπικά αμόνωτα σπίτια, σε σπίτια που έχουν υποστεί κάποια μορφή ενεργειακής αναβάθμισης και σε κατοικίες που έχουν χτιστεί σύμφωνα με το πρότυπο του παθητικού κτιρίου.
«Για περιοχές όπως η Λάρισα – και οι υπόλοιπες πόλεις του Θεσσαλικού Κάμπου – οι οποίες τελούν υπό συνθήκες καύσωνα για πολλές ημέρες ανά έτος, ο κίνδυνος της θερινής ενεργειακής φτώχειας είναι μεγαλύτερος από άλλες περιοχές. Τυχόν δυσκολία των κατοίκων να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην ανάγκη τους για δροσισμό εντός των κατοικιών τους χρήζει ειδικής μέριμνας, αφού αυτό θα είναι ένα φαινόμενο σημαντικότερο από ότι σε άλλες περιφέρειες και ολοένα εντονότερο, λόγω της κλιματικής κρίσης», σχολίασε στη LarissaPress o Κώστας Καλούδης, Υπεύθυνος εκστρατείας για το κλίμα και την ενέργεια της Greenpeace Greece.
Σημειώνεται ότι η καταγραφή θα συνεχιστεί μέχρι τα μέσα Αυγούστου και περιλαμβάνει θερμοκρασίες, σχετική υγρασία, όπως και άλλες κρίσιμες παραμέτρους που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, ενώ στόχος της έρευνας είναι τόσο να αναδειχθεί η έκταση της έκθεσης των ελληνικών νοικοκυριών στις υψηλές θερμοκρασίες όσο και να συμβάλει στη διαμόρφωση τεκμηριωμένων πολιτικών για την προστασία της υγείας και της ευημερίας των πολιτών.
ΤΙ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 18 – 23 ΙΟΥΛΙΟΥ
Με τα τελικά αποτελέσματα της έρευνας να αναμένεται να δημοσιοποιηθούν περί το τέλος του έτους από τα δεδομένα για την περίοδο 18-23 Ιουλίου προκύπτουν τα εξής:
Οι αμόνωτες κατοικίες είχαν σταθερά υψηλές θερμοκρασίες, μεταξύ 29 και 30°C, ήδη τις ημέρες πριν τον καύσωνα (18-20 Ιουλίου), ενώ τις ημέρες του καύσωνα (21-23 Ιουλίου) οι εσωτερικές θερμοκρασίες ανέβηκαν στους 30-32°C. Σε αυτές τις κατοικίες η θερμοκρασία παρέμενε ψηλά ακόμα και τις πρώτες πρωινές ώρες.
Ενώ κατά την κορύφωση του κύματος υψηλών θερμοκρασιών καταγράφεται μια εντατικοποίηση της προσπάθειας των κατοίκων να μειώσουν τη θερμοκρασία των σπιτιών τους μέσω συστημάτων ψύξης, στα αμόνωτα σπίτια και σε εκείνα με ήπιες ενεργειακές αναβαθμίσεις (π.χ. αλλαγή κουφωμάτων και προσθήκη τέντας χωρίς τοποθέτηση θερμομόνωσης, αναβάθμιση συστημάτων ψύξης/θέρμανσης και ηλεκτρικών συσκευών κλπ.) η θερμοκρασία επανέρχονταν σε υψηλά επίπεδα μόλις απενεργοποιούνταν τα συστήματα ψύξης.
Οι θερμικές συνθήκες στις κατοικίες που έχουν υποστεί ήπια ενεργειακή αναβάθμιση δεν διαφοροποιήθηκαν ουσιαστικά από τις αμόνωτες κατοικίες, Μάλιστα η μέγιστη εσωτερική θερμοκρασία (34°C) σε όλο το δείγμα κατοικιών της έρευνας καταγράφηκε σε κατοικία με ήπια ενεργειακή αναβάθμιση στην περιοχή της Καλαμπάκας.
Οι κατοικίες με σημαντική ενεργειακή αναβάθμιση δεν παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις στην εσωτερική τους θερμοκρασία πριν και κατά τη διάρκεια του καύσωνα, με τις καταγραφές να παραμένουν μεταξύ 27-29°C.
Τέλος, οι παθητικές κατοικίες διατήρησαν μια ομαλή και ελεγχόμενη εσωτερική θερμοκρασία που κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στους 26°C, με καταγεγραμμένη ελάχιστη θερμοκρασία τους 24°C και μέγιστη τους 27°C.