Ο αριθμός των ανέργων κατέγραψε μείωση και το 2024, συνεχίζοντας την τάση των προηγουμένων ετών, όπως επιβεβαιώνει η έρευνα για την εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα που πραγματοποίησε η ICAP CRIF. Ωστόσο εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επικαλείται η έρευνα, το τέταρτο τρίμηνο του 2024 ο αριθμός των ανέργων περιορίστηκε σε 449.100 άτομα, μειωμένος σημαντικά κατά 8,1% σε ετήσια βάση (ή μείωση κατά 39.600 άτομα). Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε σε 9,5% στο τέταρτο τρίμηνο του 2024, από 10,5% το 2023, 11,9% το 2022 και 13,2% στα τέλη του 2021.
Ωστόσο, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών είναι διαχρονικά αρκετά υψηλότερο σε σύγκριση με αυτό των ανδρών.
Ειδικότερα, το τέταρτο τρίμηνο του 2024 η ανεργία στις γυναίκες διαμορφώθηκε σε 12,1%, ενώ στους άνδρες το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 7,5%.
Η απόσταση στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών βαίνει μειούμενη τα τελευταία χρόνια. Επίσης, παρά την αξιόλογη μείωση που έχει σημειώσει το ποσοστό ανεργίας στους νέους (ηλικίες 15-24 ετών), οι συγκεκριμένες ηλιακές ομάδες εξακολουθούν να καταγράφουν τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας.
Συγκεκριμένα, το 23% των ατόμων αυτής της ομάδας δεν βρίσκουν θέση στην αγορά εργασίας, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τα τρίμηνα του 2023 και του 2022 που ήταν 28,8% και 29,5%. Επιπλέον σημειώνεται ότι το αντίστοιχο ποσοστό το τέταρτο τρίμηνο του 2014 ήταν 51,5%.
Επιπρόσθετα, το μερίδιο των μακροχρόνια ανέργων (εκτός εργασίας για περισσότερους από 12 μήνες), αν και παρουσιάζει κάποια μείωση την τελευταία δεκαετία (2014-2024), παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αποτελώντας αδιαμφισβήτητα ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του τέταρτου τριμήνου του 2024, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στο σύνολο των ανέργων αυξήθηκε έναντι του 2023 και διαμορφώθηκε στο 53,5% ή σε 240.400 εργαζομένους, έναντι 50,8% την ίδια περίοδο του 2023.
Η παγίωση της μακροχρόνιας ανεργίας σε αυτά τα πολύ υψηλά επίπεδα αποτελεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, τονίζει η έρευνα, δεδομένου ότι αυτή η μερίδα των ανέργων (240.400 άτομα το τέταρτο τρίμηνο του 2024) δεν δικαιούται επίδομα, ενώ όσο επεκτείνεται η περίοδος ανεργίας της μειώνονται σημαντικά οι πιθανότητες επανένταξής της στην αγορά εργασίας.
Μελετώντας την κατανομή της ανεργίας με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης παρατηρείται ότι τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας (επί του εργατικού δυναμικού της ομάδας) καταγράφονται στην κατηγορία κατόχων διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (5%) και στους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (6,4%).
Αντίθετα, τα υψηλότερα (συγκριτικά) ποσοστά αντιστοιχούν στα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (π.χ. σε όσους παρακολούθησαν μερικές τάξεις του δημοτικού ή δεν πήγαν καθόλου σχολείο).