Η διαχείριση των υδάτινων πόρων στη Θεσσαλία βρίσκεται στο επίκεντρο της περιβαλλοντικής και οικονομικής ζωής της περιοχής, καθώς το 86% της συνολικής κατανάλωσης νερού στην Ελλάδα κατευθύνεται στην άρδευση, με το 25% αυτής να καταναλώνεται στην εν λόγω περιφέρεια.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Νικήτας Μυλόπουλος, πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η Θεσσαλία αντιμετωπίζει σήμερα «περιβαλλοντικό αδιέξοδο» εξαιτίας αυτής της ανισορροπίας.
Υπερεκμετάλλευση και υπεράντληση υδάτινων πόρων
Το υδατικό δυναμικό της Θεσσαλίας έχει υποστεί διαχρονική πίεση λόγω της κυριαρχίας του εντατικού μοντέλου αγροτικής παραγωγής, τροφοδοτούμενου από ευρωπαϊκές ενισχύσεις και απουσία ουσιαστικής υδατικής πολιτικής. Οι μελέτες επιβεβαιώνουν αρνητικά υδατικά ισοζύγια για σειρά ετών, τα οποία έχουν οδηγήσει στην εξάντληση ακόμη και των μόνιμων αποθεμάτων νερού.
Η μείωση της απορροής του Πηνειού δεν παρατηρείται μόνο τους θερινούς μήνες στη Λάρισα, αλλά έχει επεκταθεί και ανάντη του ποταμού, θέτοντας σε κίνδυνο το οικολογικό του όριο διαχρονικά.
Στην Ανατολική Θεσσαλία και τις πεδιάδες του Αλμυρού και Βόλου, η σταδιακή υφαλμύρινση και η σημαντική πτώση στάθμης των υδροφόρων οριζόντων είναι πλέον εμφανείς, ενώ οι εδαφικές ρωγμές και καθιζήσεις καταμαρτυρούν τη συσσωρευμένη πίεση στα υπόγεια υδατικά συστήματα.
Κρίσιμος παράγοντας: Τα υπόγεια υδατικά συστήματα
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 70% των αρδευόμενων εκτάσεων στη Θεσσαλία αντλεί νερό από υπόγειες πηγές. Η συνεχής υπεράντληση που καταγράφεται από τη δεκαετία του ’80, ιδίως μέσω δεκάδων χιλιάδων γεωτρήσεων –πολλές από τις οποίες είναι μη καταγεγραμμένες ή παράνομες–, επιτείνει το υδατικό έλλειμμα, το οποίο εκτιμάται στα 3 δισ. κυβικά μέτρα. Αυτή η πρακτική έχει δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο λειψυδρίας και υποβάθμισης των οικοσυστημάτων.
Η μείωση των ποτάμιων ροών το καλοκαίρι δεν οφείλεται μόνο σε λιγότερες βροχοπτώσεις ή αυξημένη ξηρασία, αλλά πρωτίστως σε πτώση της στάθμης των υδροφορέων λόγω της υπεράντλησης, δεδομένου ότι σημαντικό μέρος της θερινής απορροής προέρχεται από τις εκφορτίσεις των υπόγειων υδάτων.
Ανάγκη για ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης
Μπροστά σε αυτό το σκηνικό, καθίσταται αναγκαία η άμεση εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων άρδευσης και νέων τεχνολογιών εξοικονόμησης νερού, όπως η γεωργία ακριβείας, καθώς και η υιοθέτηση «καλών γεωργικών πρακτικών».
Την ίδια στιγμή, απαιτείται κατασκευή σύγχρονων δικτύων ύδρευσης και η προώθηση της ταμίευσης επιφανειακού νερού με φράγματα και λιμνοδεξαμενές. Η μετάβαση σε χρήση επιφανειακών υδάτων θα συμβάλει μακροπρόθεσμα στην αποκατάσταση των υπόγειων υδατικών συστημάτων, ειδικά αν υποστηριχθεί από προγράμματα τεχνητού εμπλουτισμού τους.
Όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής, όλες αυτές οι παρεμβάσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε ένα μακρόπνοο, στρατηγικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας, συνδέοντας τη λειψυδρία, την κλιματική κρίση, την αντιπλημμυρική προστασία, τη δασοπροστασία και τη διαχείριση υδατικών πόρων με το χωροταξικό και παραγωγικό μετασχηματισμό.
Η λειψυδρία ως πολιτικό και οικονομικό ζήτημα
Η υδατική κρίση αναδεικνύεται σε κορυφαίο περιβαλλοντικό πρόβλημα διεθνώς – πιο σύνθετο από τη φυσική ξηρασία και παλαιότερο της ίδιας της κλιματικής κρίσης, η οποία το εντείνει περαιτέρω. Η χρόνια υπερκατανάλωση νερού και τα διαρκώς αρνητικά υδατικά ισοζύγια έχουν κοστίσει ανυπολόγιστα στην ελληνική οικονομία, επηρεάζοντας την ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Η απειλή της ερημοποίησης ολοένα και μεγαλύτερων περιοχών καθιστά σαφές ότι πρόκειται για ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα με ευρύτερες επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα και της τοπικής κοινωνίας.