Μέσα στην ημέρα 3/6 θα ανακοινωθούν οι αναθεωρημένες προβλέψεις του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του, οι οποίες θα ενσωματώνουν τις άμεσες και έμμεσες συνέπειες που έχει δημιουργήσει ο εμπορικός «πόλεμος» και η αβεβαιότητα στο μέτωπο των δασμών.
Στην τελευταία του έκθεση τον Δεκέμβριο του 2024, ο διεθνής Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης είχε εκτιμήσει πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ανέλθει στο 2,2% το 2025 και 2,5% το 2026, με φόντο το αποκορύφωμα των επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Όσον αφορά στον πληθωρισμό, ο ΟΟΣΑ επεσήμαινε την εμμονή των ανατιμήσεων στις υπηρεσίες και προέβλεπε ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει κοντά στο 2% το 2026.
Σημαντικός παράγοντας της ανάπτυξης είναι η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με τους αναλυτές, οι οποίες έχουν αρχίσει να αποδίδουν και στην πραγματική οικονομία, αλλά και τη σταθερή βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας.
Παράλληλα, εκτίμησε ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,4% του ΑΕΠ, το 2025 και το 2026, θα συμβάλουν στην περαιτέρω μείωσή του στο 148,1% του ΑΕΠ το 2026.
Η αξιολόγηση του SCOPE
Στις 30 Μαΐου, ο γερμανικός οίκος SCOPE διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB με σταθερές προοπτικές, αναγνωρίζοντας τη σημαντική πρόοδο της χώρας στα δημοσιονομικά μεγέθη και την αυξημένη ανθεκτικότητά της απέναντι σε εξωτερικούς κινδύνους.
Πρόκειται για επιβεβαίωση της αξιολόγησης που είχε δώσει ο ευρωπαϊκός οίκος τον Δεκέμβριο του 2023, όταν και αναβάθμισε τη χώρα στη βαθμίδα BBB, μόλις λίγους μήνες μετά την πρώτη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τον Αύγουστο.
Ο οίκος έδωσε την πρώτη αναβάθμιση από την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα, συνοδεύοντας την αξιολόγησή της με πολύ κολακευτικά σχόλα για τόσο για τις προοπτικές ανάπτυξης, όσο και για τις δημοσιονομικές επιδόσεις, δηλαδή την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και τη μείωση του χρέους κατά 10% του ΑΕΠ σε ένα χρόνο.
Στην τωρινή αξιολόγηση, ο SCOPE αναφέρει πως η η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ενισχύεται από τρεις βασικούς παράγοντες: α) σταθερή ευρωπαϊκή στήριξη, β) Ιιχυρή δημοσιονομική επίδοση και γ) ευνοϊκή δομή χρέους.