Η διευθύντρια επιχειρήσεων και ξεναγός στο πυρηνικό καταφύγιο Sonnenberg στη Λουκέρνη της Ελβετίας, Ζόρα Σέλμπερτ, αρχικά δεν ήταν σίγουρη εάν τα αιτήματα που λάμβανε ήταν φάρσες. Ήταν Φεβρουάριος του 2022 και η Ρωσία είχε μόλις αρχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της στο Κίεβο. «Με ρωτούσαν τι μέτρα πρέπει να πάρουν, πού πρέπει να πάνε», λέει η Σέλμπερτ. Σύντομα, κατάλαβε ότι, οι πολίτες, συνέχεαν τον οργανισμό «Unterirdisch Uberleben» (Υπόγεια Επιβίωση), στον οποίο εργάζεται, με την τοπική υπηρεσία πολιτικής προστασίας.
Η Ελβετία, με πληθυσμό σχεδόν 9 εκατομμύρια, έχει περισσότερα καταφύγια ανά κάτοικο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Το δίκτυο είναι φτιαγμένο έτσι που, σε περίπτωση κρίσης, θα εξασφάλιζε δυνητικά καταφύγιο για κάθε πολίτη της χώρας. Ακολουθούν η Σουηδία και η Φινλανδία, όπου η κάλυψη είναι εξασφαλισμένη σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Τα ερωτήματα που λάμβανε η Σέλμπερτ προέρχονταν από έντρομους πολίτες που προσπαθούσαν να εντοπίσουν το καταφύγιο στο οποίο υπάγονταν. Ωστόσο, το Sonnenberg σήμερα λειτουργεί κυρίως ως μουσείο. Κατασκευάστηκε το 1971 για να φιλοξενήσει έως και 20.000 άτομα και παρέμεινε ένα από τα μεγαλύτερα πυρηνικά καταφύγια στον κόσμο μέχρι το 2002, όταν η χωρητικότητά του μειώθηκε σε 2.000 για λόγους αποδοτικότητας και κόστους. «Φυσικά και απαντούσα σοβαρά», εξηγεί η ίδια και συμπληρώνει πως παρέπεμπε τους ενδιαφερόμενους στις αρμόδιες υπηρεσίες. «Όμως, στη συνέχεια, ακολούθησαν περισσότερα email και τηλεφωνήματα», προσθέτει.
Όσο η επιθετικότητα από πλευράς της Ρωσίας συνεχίζει να υφίσταται, και η αμερικανική στρατιωτική και διπλωματική στήριξη αποσύρεται, οι ευρωπαϊκές χώρες επενδύουν ξανά στην άμυνα. Και η πολιτική προστασία, όμως, αναδύεται ως νέα προτεραιότητα. Σε αυτήν υπάγονται μη στρατιωτικά μέτρα για την υπεράσπιση του πληθυσμού, όπως η κατασκευή πυρηνικών και αντιαεροπορικών καταφυγίων. Τον περασμένο Ιανουάριο, η Νορβηγία αποφάσισε να επαναφέρει και να ολοκληρώσει την -ψυχροπολεμική- υποχρέωση της για την κατασκευή καταφυγίων σε όλα τα νέα οικιστικά κτίρια. Το αντίστοιχο μέτρο που η Ελβετία εφαρμόζει αδιαλείπτως από το 1963. Και στη Γερμανία, επανέρχεται στην επικαιρότητα η συζήτηση για την αναβίωση των πολιτικών καταφυγίων. Και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όμως, η ΕΕ κάλεσε επισήμως τους πολίτες να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή απόθεμα τροφίμων και προμηθειών για 72 ώρες.
Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την πολιτική προστασία στην Ελβετία, πάντως, είναι περισσότερο ένδειξη αλλαγής στάσης παρά πολιτικής. Όπως εξηγεί ο ομοσπονδιακός διευθυντής πολιτικής προστασίας και εκπαίδευσης, Ντάνιελ Γιόρντι, πριν το 2022, «πολλοί θεωρούσαν τα καταφύγια περιττά. Αυτό άλλαξε σίγουρα». Η καθηγήτρια του πανεπιστημίου της Βέρνης, Σίλβια Μπέργκερ, επιβεβαιώνει. «Βρισκόμαστε στη μέση μιας μετάβασης που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί», υπογραμμίζει η ίδια, που είναι ειδική στην πολιτιστική ιστορία των καταφυγίων.
Η παροχή καταφυγίου σε κάθε κάτοικο της χώρας, θεσμοθετήθηκε στην Ελβετία πάνω από 60 χρόνια πριν. Κάθε νέο κτίριο πρέπει να διαθέτει καταφύγιο ή να συνεισφέρει οικονομικά στη συντήρηση δημόσιων καταφυγίων. Έτσι, η χώρα διαθέτει 370.000 καταφύγια, σχεδιασμένα για να παρέχουν προστασία για μερικές ώρες, ή έως και για δύο εβδομάδες. Τα συστήματα εξαερισμού των χώρων είναι φτιαγμένα για να εξουδετερώνουν ακτινοβολία, ραδιενεργή σκόνη και χημικά ή βιολογικά όπλα. Το κόστος συντήρησης επιβαρύνει κυρίως τους ιδιοκτήτες ενώ είναι συγκρίσιμο με τα ετήσια ασφάλιστρα υγείας. Συνήθως ανέρχεται σε 1.400 ελβετικά φράγκα ανά άτομο σε μεγάλα καταφύγια και έως 3.000 φράγκα για μικρότερα. Σε καιρό ειρήνης, χρησιμοποιούνται ως αποθήκες, κελάρια κρασιού ή ακόμη και σάουνες. Τα κέντρα ελέγχουν αποτελούν ένα δεύτερο είδος καταφυγίων και προορίζονται για μακροχρόνια διαμονή. Είναι εξοπλισμένα με ντους, κουζίνες και ίντερνετ. Πρόσφατα, χρησιμοποιήθηκαν ως καταλύματα για πρόσφυγες ή άστεγους – γεγονός που έφερε αντιδράσεις μεταξύ των πολιτών. Όπως λέει ο Γιόρντι, «αυτό που θέλαμε ήταν ένα σύστημα που χρησιμοποιείται κανονικά, αλλά μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε ασφαλές καταφύγιο». Η νομοθεσία απαιτεί τα καταφύγια να είναι έτοιμα για χρήση εντός 5 ημερών.
Όπως γράφει η ανταποκρίτρια του Guardian, Τζέσι Τζεσέβσκα Στίβενς, στη δική της πολυκατοικία στη Γενεύη, υπάρχει ένα τυπικό καταφύγιο του οποίου, ωστόσο, η ίδια δεν γνώριζε την ύπαρξη μέχρι την εισβολή Ρωσίας στην Ουκρανία. Άκουσε από φίλους της ότι ετοίμαζαν βαλίτσες και προμηθεύονταν ιώδιο. Στο υπόγειο, το καταφύγιο είναι χωρισμένο με ξύλινα διαχωριστικά σε «σπηλιές». Η πόρτα του είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα. Στο πάτωμα υπάρχουν αποχετεύσεις. Στο καταφύγιο, οι γείτονές της αποθήκευαν εξοπλισμό σκι και παλιά σκεύη ενώ η «σπηλιά» που αντιστοιχούσε στο διαμέρισμά της περιείχε βαλίτσες και άχρηστα ηλεκτρονικά. Όπως σημειώνει, εάν προέκυπτε η ανάγκη, θα μπορούσαν να το αδειάσουν μέσα σε λίγες ώρες. Η είσοδος στο καταφύγιο Sonnenberg απέχει περίπου 15 λεπτά με τα πόδια από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Λουκέρνης. Κανείς μπορεί, περπατώντας κατά μήκος της λίμνης, μέσα από τα πλακόστρωτα δρομάκια του ιστορικού κέντρου της πόλης, να φτάσει σε μία καταπράσινη παιδική χαρά όπου υπάρχει ένας τσιμεντένιος διάδρομος που οδηγεί στην άκρη του πάρκου. Εκεί, πίσω από τις κούνιες, ένα σετ βαριών, γκρι θυρών ενσωματωμένων στο λόφο, οδηγεί στο ιστορικό καταφύγιο. Κάποιος που δεν ξέρει, θα μπορούσε εύκολα να θεωρήσει ότι πρόκειται για κάποια εντελώς κοινότυπη, «αθώα» υποδομή, όπως ένας σταθμός επεξεργασίας νερού.
Η δοκιμή του 1987
Πίσω από τις θύρες, δεν βρίσκεται το ίδιο το καταφύγιο του Sonnenberg, αλλά το πρώην κέντρο διοίκησης – το επταώροφο, υπόγειο τσιμεντένιο συγκρότημα όπου οι ομάδες έκτακτης ανάγκης θα εφάρμοζαν τις τεχνικές και λογιστικές λειτουργίες που απαιτούνται για τη φιλοξενία 20.000 ατόμων κάτω από το έδαφος. Το αρχικό «καταφύγιο», στην πραγματικότητα, είναι οι τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας σε μία σήραγγα ακριβώς κάτω από το έδαφος. Η σήραγγα Sonnenberg σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1970 για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας στο ορεινό κεντρικό τμήμα της Ελβετίας. Η κατασκευή της, ωστόσο, συνέπεσε με τις προσπάθειες της ελβετικής κυβέρνησης για ενίσχυση της πολιτικής προστασίας. Έτσι, προβλέφθηκε και η λειτουργία τους ως χώροι καταφυγής. Σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης, η κυκλοφορία στις σήραγγες θα σταματούσε και οι πολίτες θα έμπαιναν στο καταφύγιο, σφραγίζοντας τις εισόδους της σήραγγας με τέσσερις πόρτες από σκυρόδεμα πάχους 1,5 μέτρου, ικανές να αντέξουν έκρηξη πυρηνικής βόμβας σε απόσταση μόλις 800 μέτρων. Ακριβώς από πάνω, το κέντρο διοίκησης ήταν εφοδιασμένο με εξοπλισμό για μια μικρή πόλη – σε αυτόν προβλέπονταν κουκέτες, χημικές τουαλέτες, νερό και άλλα είδη – τα οποία θα μεταφέρονταν στις σήραγγες μέσω καροτσιών.
Το να «στήσεις» μια μικρή πόλη σε μια νύχτα είναι κάτι εξαιρετικά απαιτητικό. Σήμερα τα περισσότερα ελβετικά καταφύγια θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πλήρως σε πέντε μέρες ή και λιγότερο. Στο Sonnenberg, όμως, θα χρειαζόταν δύο εβδομάδες. Στη μία και μοναδική δοκιμή της χρήσης του, το 1987, οι ομάδες έκτακτης ανάγκης κατάφεραν να στήσουν μόνο ένα μικρό μέρος των απαραίτητων υποδομών. Δεν κατάφεραν, ωστόσο, να κλείσουν μία από τις τέσσερις τσιμεντένιες πόρτες βάρους 350 τόνων. Η πόρτα, παραμένοντας μισάνοιχτη, δεν θα προσέφερε καμία προστασία. Αυτό ενίσχυσε τον σκεπτικισμό για το κατά πόσο θα μπορούσε το Sonnenberg να λειτουργήσει σε μεγάλη κλίμακα, με αποτέλεσμα η τοπική κυβέρνηση να οδηγηθεί στη μείωση της χωρητικότητάς του. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να αποτελεί εξαίρεση: τα περισσότερα καταφύγια στην Ελβετία φιλοξενούν από μια οικογένεια έως 200 άτομα.
Ψυχροπολεμική «κληρονομιά»
Επιπλέον, το Sonnenberg πλέον δεν είναι ένα απλό καταφύγιο, αλλά και ημιμόνιμο μουσείο. Οι εκθέσεις με τον αυθεντικό εξοπλισμό δίνουν στους επισκέπτες μια αίσθηση αναβίωσης του κέντρου διοίκησης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο φωτισμός LED, οι εκτεθειμένοι σωλήνες και οι τσιμεντένιοι διάδρομοι δημιουργούν την αίσθηση σωφρονιστικού ιδρύματος. Οι επισκέπτες, μετακινούνται από όροφο σε όροφο μέσω ραμπών σχεδιασμένων για την παράδοση προμηθειών. Η κουζίνα μοιάζει με σειρά από μεταλλικές δεξαμενές, και οι κουτάλες έχουν μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού. Τα δοχεία φαγητού φέρουν την όχι και τόσο ελκυστική ετικέτα: «τροφή επιβίωσης». Η κουζίνα προοριζόταν μόνο για το προσωπικό- οι πολίτες ακόμα και σήμερα είναι υποχρεωμένοι, σε περίπτωση ανάγκης, να φέρνουν δικά τους μη αλλοιώσιμα τρόφιμα.
Το κέντρο διοίκησης διαθέτει και νοσοκομείο. Το μοναδικό ντους της εγκατάστασης βρίσκεται στο προεγχειρητικό δωμάτιο. Οι χημικές τουαλέτες – πλαστικοί κουβάδες – είναι ίδιες με αυτές που εξακολουθούν να διανέμονται σε καταφύγια. Υπάρχουν δεξαμενές νερού και εσωτερικές τηλεφωνικές γραμμές. Πουθενά δεν υπάρχουν παράθυρα ενώ τα αναλογικά ρολόγια στους τοίχους έχουν ένα μικρό κόκκινο λαμπάκι που θα υποδείκνυε αν ήταν μέρα ή νύχτα στον έξω κόσμο.
«Η διπλωματία είναι πιο αποτελεσματική»
Όλες αυτές οι υποδομές, τελικά, αξίζουν τον κόπο και το κόστος τους; Ένας Νορβηγός επισκέπτης του Sonnenberg, γύρω στα 70, λέει πως δε θεωρεί ότι θα επιβίωνε κανείς από έναν πυρηνικό πόλεμο. «Ακόμα και εάν οι ελβετοί ζήσουν για δύο εβδομάδες στα υπόγεια, όταν βγουν έξω, πάλι δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν», τονίζει και προσθέτει κάπως ειρωνικά πως, «η μεγαλύτερη προστασία που έχουν οι ελβετοί είναι τα χρήματά τους». Δεν είναι τυχαίο που η Ελβετία, με το έκτο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στον κόσμο, και η Νορβηγία, με το ένατο, διαθέτουν μερικά από τα πιο προηγμένα προγράμματα πολιτικής προστασίας παγκοσμίως. Όμως, η αποτελεσματικότητα των καταφυγίων εξαρτάται από τη φύση και την έκταση της κρίσης. Η ραδιενεργή ακτινοβολία μετά από έκρηξη ατομικής βόμβας μειώνεται μέσα σε μέρες ή εβδομάδες, αλλά καταστροφές όπως το Τσερνόμπιλ καθιστούν τις περιοχές μη κατοικήσιμες για αιώνες.
Μία αυστριακή οικογένεια επισκεπτών είναι επίσης επιφυλακτική. Όπως λένε, παρότι η Βιέννη ήταν πιο κοντά στο Σιδηρούν Παραπέτασμα, δεν δημιουργήθηκαν ανάλογες υποδομές. Δεν πιστεύουν ότι η Αυστρία θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει το παράδειγμα της Ελβετίας. «Υπάρχουν καλύτερα πράγματα στα οποία αξίζει μία χώρα να επενδύσει. Η διπλωματία είναι πιο αποτελεσματική», εξηγούν. Πράγματι, κάτω από τη γη, είναι αναμενόμενο να επικρατεί η δυσπιστία. Πώς θα συνεργαστούν άγνωστοι μεταξύ τους, σε τόσο στενούς χώρους και υπό ψυχολογική πίεση; Τι θα γινόταν με όσους, την ώρα της κρίσης, βρίσκονταν μακριά από τα καταφύγιά τους; Τι θα έκαναν οι ασθενείς και οι ηλικιωμένοι; Όσο κι αν οι εξαερισμοί μπορεί να προστατεύουν από ραδιενέργεια και χημικά όπλα, κανένα καταφύγιο δεν θα άντεχε ένα άμεσο χτύπημα πυρηνικής βόμβας.
«Μέρος της ελβετικής ταυτότητας»
Ωστόσο, η προσκόλληση των Ελβετών στην καθολική πολιτική προστασία ξεπερνά τις οικονομικές τους δυνατότητες. Όπως εξηγεί ο αναπληρωτής επικεφαλής της υπηρεσίας πολιτικής προστασίας στην Γενεύη, Γκιγιόμ Βεργκαίν, τα καταφύγια, είναι «μέρος της ελβετικής ταυτότητας». «Είναι στο DNA μας», τονίζει. Και αυτό το DNA διαμορφώθηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, ουδέτερη αλλά περικυκλωμένη από τις δυνάμεις του Άξονα, η Ελβετία ενίσχυσε το Reduit – μια σειρά οχυρών στις Άλπεις – και συνειδητοποίησε την ανάγκη για ισότιμη πολιτική προστασία. Ο Ψυχρός Πόλεμος και η κούρσα των πυρηνικών όπλων εδραίωσαν αυτή τη νοοτροπία, την οποία η ιστορικός Σίλβια Μπέργκερ αποκαλεί «ολική εθνική άμυνα».
«Μπορεί να νομίζετε ότι ο πόλεμος είναι μακριά»
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου το να μεταφερθείς κάτω από το έδαφος ήταν ένδειξη δειλίας, στην Ελβετία, τα υπόγεια είχαν παραδοσιακά θετικό συμβολισμό ως «ασφαλή μέρη». Το 1945 μόνο το 30% του πληθυσμού είχε πρόσβαση σε καταφύγια. Επικοινωνιακές εκστρατείες κινουμένων σχεδίων όπως το Murmeltier (μαρμότα), δημιουργήθηκαν για να παρουσιάσουν τα ζώα να καταφεύγουν στο λαγούμι τους, στην πρώτη ένδειξη κινδύνου. Μεταγενέστερο βίντεο της δεκαετίας του 1960, το οποίο προβάλλεται στο Sonnenberg δείχνει ζευγάρια να χορεύουν και οικογένειες να τρώνε ήρεμα. Ξαφνικά, ακούγεται μία επιβλητική φωνή να λέει: «Μπορεί να νομίζετε ότι ο πόλεμος είναι μακριά… αλλά η απειλή είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζετε».
Τα ειρηνιστικά κινήματα των δεκαετιών του 1970 και 1980 αμφισβήτησαν ανοιχτά την αναγκαιότητα των καταφυγίων. Κάποιοι υποστήριξαν ότι η ύπαρξή τους ενθαρρύνει τη χρήση πυρηνικών. Τα ατυχήματα του 1986 (Τσερνόμπιλ, Sandoz) άλλαξαν το αφήγημα που, πλέον, δεν έδινε έμφαση στον πόλεμο αλλά στη διαχείριση καταστροφών. Η Ελβετία, όμως, μαζί με τη Φινλανδία τυχαίνουν και κορυφαίοι «εξαγωγείς» στον σχεδιασμό καταφυγίων. Το 2003, η ελβετική εταιρεία Zellweger Luwa δέχθηκε έντονα «πυρά» από όλο τον κόσμο επειδή έγινε γνωστό πως, τη δεκαετία του 1980, είχε προμηθεύσει συστήματα εξαερισμού στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Ανάλογα με το μέγεθος της απειλής, το ενδιαφέρον αυξάνεται και μειώνεται. Λίγο πριν τη Φουκουσίμα, το 2011, η ελβετική βουλή συζήτησε την κατάργηση της υποχρεωτικής κατασκευής καταφυγίων. Μετά την πυρηνική καταστροφή, η νομοθεσία διατηρήθηκε ως έχει.
Οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Γάζα, τα τελευταία χρόνια, έχουν ενισχύσει ξανά την αύξηση του βαθμού ετοιμότητας. Η Σέλμπερτ παρατηρεί πως σήμερα οι επισκέπτες βλέπουν τα καταφύγια ως «προνόμιο». Η επίσημη γραμμή επικοινωνίας προωθεί την «κουλτούρα ετοιμότητας» της χώρας ενώ υπενθυμίζεται διαρκώς ότι, ακόμα και εν καιρώ ειρήνης, είναι κρίσιμη η συντήρηση. Τα κρεβάτια στα μικρά κελιά του Sonnenberg είναι άνετα σαν αιώρες. Ο Σέλμπερτ, ωστόσο, ζητεί από τους επισκέπτες του καταφυγίου να φανταστούν 20.000 τρομοκρατημένους ανθρώπους στριμωγμένους σε 1 τετραγωνικό μέτρο ο καθένας. Ο σχεδιασμός είναι άρτιος και η μηχανική εκπληκτική. Ωστόσο, επικρατεί ένα αίσθημα παραλόγου – η ιδέα της στέγασης ενός ολόκληρου έθνους κάτω από το έδαφος για μέρες, μοιάζει με αποικισμό της Σελήνης. Πάρα πολλά μπορούν να πάνε στραβά – και, το 1987, πήγαν.
Ένας κόσμος εριστικός, απρόβλεπτος κι επικίνδυνος
Εντέλει, κάτω από το φως του ήλιου, γίνεται σαφές ότι, η αποτροπή, η διπλωματία και ο αφοπλισμός είναι πολύ πιο αποτελεσματικά – και πιο αναγκαία από ποτέ στην παρούσα συγκυρία. Όμως, οι υποστηρικτές της διπλωματίας χάνουν έδαφος – ειδικά στο τρανσατλαντικό μέτωπο. Αν ένα πράγμα αποτυπώνεται στους επισκέπτες από το ελβετικό σύστημα πολιτικής προστασίας, αυτό είναι ότι, οι κρίσεις, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την παρόρμηση. Και ότι, το ασφαλέστερο καταφύγιο είναι εκείνο που δεν χρειάζεται ποτέ να χρησιμοποιηθεί. Το αντίθετο οδηγεί σε έναν κόσμο εριστικό, απρόβλεπτο και επικίνδυνο – έναν κόσμο του «America First», όπου η διπλωματία καταλήγει σε ανταγωνισμό για το ποιος θα πατήσει πρώτος το (κόκκινο) κουμπί.