Της Ειρήνης Παπουτσή
Καθοριστικός αν όχι σωτήριος ο ρόλος του νομοθέτη, καθώς ο νόμος 5090 που ψηφίστηκε και εφαρμόζεται από το 2024 δείχνει να αλλάζει ριζικά τον χάρτη σε περιπτώσεις κακοποιήσεων, εκσυγχρονίζοντας το νομοθετικό πλαίσιο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, επιταχύνοντας και αναβαθμίζοντας ποιοτικά την ποινική δίκη, αλλά και «λύνοντας τα χέρια» επαγγελματιών, που πλέον προστατεύονται από το ακαταδίωκτο.
Πρόσφατη και πλέον χαρακτηριστική η περίπτωση των δύο ανήλικων κακοποιημένων παιδιών στη Λάρισα, όπου καταλυτική ήταν η παρέμβαση των γιατρών του ΓΝΛ, που με την καταγγελία τους βοήθησαν να ξετυλιχθεί το κουβάρι μιας υπόθεσης που συγκλονίζει το πανελλήνιο, με τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, Τρύφωνα Τσάτσαρο, να μιλά στη LarissaPess για έναν νόμο που κινείται σαφώς προς τη σωστή κατεύθυνση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ενθάρρυνση των επαγγελματιών να αναφέρουν περιστατικά που πέφτουν στην αντίληψή τους.
«Με το άρθρο 130 του Ν.5090/2024, επήλθαν ουσιαστικές τροποποιήσεις στο άρθρο 23 του Ν. 3500/2006. Στόχος του νομοθέτη ήταν η διεύρυνση των κατηγοριών των επαγγελματιών που υποχρεούνται να ενημερώνουν άμεσα τις αρμόδιες αρχές, όταν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους υποπίπτει στην αντίληψή τους περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας κατά ανηλίκου. Η ειδική αυτή υποχρέωση υφίσταται επί παραδείγματι για τους γιατρούς, σε περίπτωση που στο πλαίσιο ιατρικής εξέτασης διαπιστώνουν ιατρικά ευρήματα που παραπέμπουν σε τέτοιου είδους ενέργειες», αναφέρει ο κ. Τσάτσαρος, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως κανένας νόμος δεν είναι από μόνος του αρκετός σε τέτοιες περιπτώσεις.
«Είναι κρίσιμο λοιπόν να σημειώσουμε ότι κανένας νόμος δεν θα ήταν από μόνος του αρκετός, εάν οι ίδιοι οι γιατροί δεν είχαν την αυξημένη παρατηρητικότητα και τα αντανακλαστικά που καθημερινά αποδεικνύουν πως έχουν σε συναφή περιστατικά. Επίσης, με το προαναφερθέν άρθρο, μέσω της θέσπισης ειδικού ακαταδίωκτου του αναφέροντος σχετικά με το περιστατικό που αναφέρει αλλά και την ειδική πρόβλεψη αναφορικά με τον κατά περίπτωση περιορισμό της αναγκαιότητας εμφάνισής του αναφέροντος στην ακροαματική διαδικασία που έπεται, επιδιώκεται η περαιτέρω ενθάρρυνση των υπόχρεων επαγγελματιών να αναφέρουν τα περιστατικά που τυχόν υποπίπτουν στην αντίληψή τους», καταλήγει ο πρόεδρος του ΔΣΛ.
Αξίζει να επισημανθεί πως, προ τροποποιήσεως, άνθρωποι εργαζόμενοι στο πεδίο (γιατροί, εκπαιδευτικοί κλπ.) δεν ήταν λίγες οι φορές που βρέθηκαν αντιμέτωποι με περιστατικά κακοποίησης, ενώ προχωρώντας σε καταγγελίες – και δίχως να υπάρχει σαφές πλαίσιο προστασίας τους – κατέληξαν να ταλαιπωρούνται επί μακρόν σε δικαστικές αίθουσες ως μάρτυρες ή και να βρεθούν αντιμέτωποι με κατηγορίες περί συκοφαντικής δυσφήμισης.
Σημειώνεται πως ο νόμος καθιέρωσε ακαταδίωκτο για επαγγελματίες που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, καθώς αυτοί δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά. Ταυτόχρονα και σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο τα πρόσωπα αυτά καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο, ενώ η προστασία αίρεται μόνο αν αποδειχθεί ότι η καταγγελία τους ήταν εσκεμμένα ψευδής.