Ένα ακόμη θέμα προσέθεσε ο πρωθυπουργός στην ατζέντα της συνταγματικής αναθεώρησης, η διαδικασία για την οποία αναμένεται να εκκινήσει εντός του τρέχοντος έτους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προανήγγειλε ότι η Ν.Δ. θα εισηγηθεί την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, θέτοντας το ΠΑΣΟΚ προ των ευθυνών του και της … σοβαρότητας που απαιτεί το ζήτημα.
Δεδομένου ότι η κορυφαία διαδικασία, βάσει της οποίας οριοθετείται η εξουσία του κράτους, έχει ως προϋπόθεση τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων, ο πρόεδρος της ΝΔ, κάλεσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να σοβαρευτεί … «τουλάχιστον στον τομέα αυτό» διότι – όπως είπε χαρακτηριστικά – είναι το μόνο κόμμα με το οποίο θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε ανακοινώσει λίγο πριν τις διπλές κάλπες του 2023 την εκκίνηση της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης από την παρούσα (προτείνουσα) Βουλή η οποία θα ολοκληρωθεί από την επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή, η οποία θα προκύψει από τις εκλογές του 2027.
Είχε θέσει τότε, το γενικό περίγραμμα για τις αναθεωρητέες διατάξεις και με κομβικό σημείο των ανακοινώσεων την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο πρωθυπουργός ξεκίνησε να ανοίγει τα χαρτιά του κυβερνώντος κόμματος για την αναθεώρηση συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος.
Αναθεώρηση του άρθρου 16
Έτσι, μέχρι ώρας, έχει τοποθετηθεί δημοσίως για αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας (μία εξαετή θητεία), την απεμπλοκή της Βουλής από το νόμο περί ευθύνης υπουργών (με την κατάργηση των Προανακριτικών Επιτροπών και την απευθείας λογοδοσία των υπουργών στον φυσικό τους δικαστή), αλλαγές σχετικώς με τις ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, την αναθεώρηση του άρθρου σχετικώς με τα δάση και τις δασικές εκτάσεις και τώρα για την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τασούλας, πρώην πρόεδρος της Βουλής και εισηγητής της ΝΔ στην τελευταία διαδικασία αναθεώρησης σε συνέντευξή του στο «Βήμα», είχε αναφερθεί στις «εκκρεμότητες» που πρέπει να επανατεθούν στο πλαίσιο της νέας αναθεώρησης.
«Ας θυμηθούμε πως η τελευταία αναθεώρηση του 2019 αφορούσε τελικά σε 9 μόνον άρθρα του Συντάγματος. Η Βουλή του 2015, με πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έθεσε εκτός μάχης προτάσεις σχετικά με την Παιδεία, το Περιβάλλον, τη Δικαιοσύνη, την ανάπτυξη, τη φορολογία, τη δημοσιονομική ευστάθεια, αλλά και την πολιτική σταθερότητα. Η επικαιροποίηση της πρότασης της ΝΔ του 2018 δεν θα εγκαταλείψει το τότε τρίπτυχο στόχων: Πολιτική κανονικότητα και αποτελεσματικότητα των θεσμών, οικονομική σταθερότητα και αναπτυξιακή προοπτική της χώρας και κοινωνική αλληλεγγύη και ισότητα ευκαιριών των πολιτών» είχε πει ο κ. Τασούλας.
Το «φάντασμα» της αποτυχημένης αναθεώρησης είναι εδώ
Ωστόσο, το «φάντασμα» της ατελέσφορης αναθεώρησης του Συντάγματος, είναι υπαρκτό και σήμερα κάτω από τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες, καθώς για να έχουν οι προτάσεις ελπίδα να αναθεωρηθούν από την επόμενη Βουλή, θα πρέπει να εξασφαλίσουν 180 θετικές ψήφους ώστε μετά να απαιτείται η συγκέντρωση της απλής πλειοψηφίας.
Αντιθέτως, εάν «περάσουν» με 151 ψήφους από την παρούσα Βουλή, για να αναθεωρηθούν την επόμενη, θα πρέπει να συγκεντρώσουν τότε 180 θετικές ψήφους στην ψηφοφορία της Ολομέλειας. Αυτά τα συνταγματικά όρια, είναι που προβληματίζουν την κυβέρνηση προκειμένου να εκκινήσει την διαδικασία.
Η σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών και η πολιτική διαχείριση της αντιπολίτευσης μέχρι σήμερα, έχουν δημιουργήσει ένα σκηνικό, που δεν αφήνει περιθώρια για συγκλήσεις με την κυβέρνηση. Άλλωστε, η εκκίνηση της συνταγματικής αναθεώρησης, εάν και ο σχεδιασμός ήταν να γίνει σε εύλογο χρόνο – αμέσως μετά την παρέλευση της συνταγματικής προθεσμία των πέντε ετών από την αναθεώρηση του 2019 – αυτή φαίνεται ότι έχει μετατεθεί για το δεύτερο εξάμηνο του 2025. Αρκεί να σημειωθεί η προηγούμενη αναθεώρηση ολοκληρώθηκε στις 24/12/2019, οπότε θα μπορούσε η διαδικασία για την επόμενη να είχε εκκινήσει στις αρχές του τρέχοντος έτους.
«Οραματίζομαι μια πιο ευρεία συνταγματική αναθεώρηση, και προφανώς έχουμε υποχρέωση από το Σύνταγμα να διερευνήσουμε τη δυνατότητα ευρύτερων συναινέσεων», είχε πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν «άνοιξε» το θέμα, εκφράζοντας ωστόσο, λίγο αργότερα τον προβληματισμό του, για την πολυδιασπασμένη Βουλή, «της οξύτητας και του λαϊκισμού» που αντιστρατεύονται αυτή τη συνταγματική επιταγή.
Η διαδικασία
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέντε χρόνια μετά την αποτυχημένη προηγούμενη αναθεώρηση, υποβάλλεται στη Βουλή πρόταση για την εκ νέου αναθεώρηση του Συντάγματος από 50 τουλάχιστον βουλευτές, στην οποία προσδιορίζονται οι αναθεωρητέες διατάξεις. Κατόπιν, ο Πρόεδρος της Βουλής συγκροτεί διακομματική Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, που αναλαμβάνει να εξετάσει την πρόταση ή τις προτάσεις. Εντός της προθεσμίας, που έχει οριστεί, η Επιτροπή, υποβάλει την έκθεσή της στην Ολομέλεια.
Η συζήτηση που ακολουθεί καταλήγει σε απόφαση που διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος και καθορίζει ειδικά τις αναθεωρητέες διατάξεις. Αφού η προτείνουσα Βουλή υπερψηφίσει την αναθεώρηση, ο Πρόεδρος της επόμενης Βουλής (η οποία θα προκύψει από τις νέες εκλογές) συστήνει Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος για την επεξεργασία του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων, οι οποίες και έχουν υπαγορευθεί από την προτείνουσα Βουλή. Ακολουθεί έκθεση της Επιτροπής αυτής, προς την Ολομέλεια, η οποία και αναδεικνύει τις αναθεωρητέες διατάξεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται η αναθεώρηση προβλέπεται ότι η ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Bουλής που λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους έναν τουλάχιστον μήνα.
Mε την απόφαση αυτή, καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν. Aφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από τη Bουλή, η επόμενη Bουλή, κατά την πρώτη σύνοδό της, αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις.
Aν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι όμως και την πλειοψηφία των τριών πέμπτων, σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επόμενη Bουλή κατά την πρώτη Σύνοδό της μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της.
Kάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος δημοσιεύεται στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως μέσα σε δέκα ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη Bουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό ψήφισμά της. Επίσης, δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης.
Σε αναθεώρηση πάντως, δεν υπόκεινται οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Kοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και οι διατάξεις:
Άρθρο 2: (Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας)
- O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.
Άρθρο 4: (Ισότητα των Ελλήνων)
- Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
- Mόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους.
- Tίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες.
Άρθρο 5: (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία)
- Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
- H προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Kανένας δεν καταδιώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος.
Άρθρο 13: (Θρησκευτική Ελευθερία)
- Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.
Άρθρο 26: (Διάκριση των εξουσιών)
- H νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Bουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
- H εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κυβέρνηση.
- H δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού.