Της Ειρήνης Παπουτσή
Εξαγγελίες για εργαζόμενους που θα επιλέξουν να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά σε παραμεθόριες περιοχές, τόσο στη νησιωτική όσο και την ηπειρωτική χώρα, βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, με πρωθυπουργικά και υπουργικά χείλη να ανακοινώνουν οικονομικά και θεσμικά κίνητρα, με στόχο την στήριξη των περιοχών αυτών αλλά και την εφαρμογή μιας πιο αποκεντρωμένης πολιτικής.
Είναι όμως έτσι και τί σημαίνει πρακτικά για έναν εκπαιδευτικό ή γιατρό μια τέτοια επιλογή, που αν μη τι άλλο αλλάζει τον οικογενειακό προγραμματισμό του, καθώς καλείται να εργαστεί σε απομακρυσμένη και προφανώς «προβληματική» περιοχή;
Αναζητώντας τις απαντήσεις η LarissaPress συνομίλησε με τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας, Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο και τον γενικό σύμβουλο της ΑΔΕΔΥ και πρόεδρο του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας «Κωνσταντίνος Κούμας», Δημήτρη Παπαποστόλου, με τους δύο Λαρισαίους θεσμικούς να περιγράφουν την κατάσταση που επικρατεί σε δύο σημαντικούς πυλώνες, όπως είναι η Υγεία και η Παιδεία.
Η άποψη του Κων/νου Γιαννακόπουλου
Οι υγειονομικές δομές στα νησιά και την παραμεθόριο παραμένουν σε μεγάλο βαθμό υποστελεχωμένες παρά τις σχετικές αποφάσεις για την επικαιροποίηση του χάρτη με τις άγονες περιοχές, την αύξηση του επιδόματος άγονου, το επιπλέον οικονομικό κίνητρο για τις «άγονες ειδικότητες», το επίδομα των 2.100 ευρώ κλπ., οι οποίες, αν και διαφημίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, δε δείχνουν να λειτουργούν, καθώς μετρημένοι ήταν οι γιατροί που ανταποκρίθηκαν, με τον κ. Γιαννακόπουλο να εξηγεί:
«Η ανταπόκριση παραμένει πολύ χαμηλά καθώς δεν είναι μόνο θέμα κινήτρων αφού την ίδια ώρα δε δίνονται στοχευμένα θέσεις για την ενίσχυση των ειδικοτήτων αιχμής. Ειδικά στα νησιά που τα κόστη ζωής και τα ενοίκια είναι υψηλά θα πρέπει να υπάρξει ένας νέος στρατηγικός σχεδιασμός και φυσικά να αλλάξει ο τρόπος ενίσχυσης συγκεκριμένων ειδικοτήτων με περισσότερες προκηρύξεις», ήταν η πρώτη του αντίδραση.
«Άνθρωποι που ήδη υπηρετούν στο ΕΣΥ πολύ δύσκολα θα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση ή κινούνται με το γνωστό “εντέλλεσθαι”. Και πώς αλλιώς όταν σε περιοχές με υψηλά κόστη ζωής δίδονται για παράδειγμα ποσά της τάξεως των 40 ευρώ για διατροφή. Εκτιμώ λοιπόν πως με επιδοματικές αλχημείες και “μπαλώματα” δεν οδηγούμαστε πουθενά. Τα κίνητρα θα πρέπει να είναι ουσιαστικά για να θέλξουν, κυρίως δε σε συγκεκριμένες ειδικότητες, όπως η Γενική Ιατρική και η Παθολογία», ολοκληρώνει ο κ. Γιαννακόπουλος.
Η άποψη του Δημήτρη Παπαποστόλου
Ακόμη πιο δυστοπική εμφανίζεται η εικόνα στον τομέα της Παιδείας, αφού το οικονομικό δέλεαρ εδώ δεν ξεπερνά το… ιλιγγιώδες ποσό των 100 ευρώ, με τους εκπαιδευτικούς ωστόσο να επιλέγουν παραμεθόριες περιοχές με στόχο τη μοριοδότηση για τον μελλοντικό διορισμό τους.
«Το επίδομα των απομακρυσμένων – παραμεθορίων περιοχών εξακολουθεί να καταβάλλεται στο ίδιο ύψος, ήτοι στα 100 ευρώ μηνιαίως, με τους εκπαιδευτικούς ωστόσο να προτιμούν ακόμη απομακρυσμένες – παραμεθόριες ποντάροντας στη μοριοδότηση. Προφανώς και το επίδομα είναι ανάξιο λόγου, ενώ εκείνο που χρειάζεται είναι μια γενναία αύξηση του μισθού, όπως και των επιδομάτων – κινήτρων», ήταν το πρώτο του σχόλιο.
Αναπτύσσοντας μάλιστα το σκεπτικό του ο κ. Παπαποστόλου βάζει στην κουβέντα τόσο την αυτοδιοίκηση όσο και τις τοπικές κοινωνίες, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Δήμο Δωρίδος, στην ορεινή Φωκίδα, όπου οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν στις σχολικές μονάδες του Λιδωρικίου, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως άγονη και προβληματική περιοχή, επιδοτούνται με επιπλέον ποσό 350 ευρώ από τον δήμο για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών και τη σίτισή τους, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην φιλοξενούνται ή μισθώνουν στέγη εκτός Δήμου Δωρίδος.
«Χρειάζονται στοχευμένες πολιτικές και γιατί όχι μια συνεννόηση και με ιδιοκτήτες καταλυμάτων, κυρίως σε νησιωτικές περιοχές, ώστε ο εκπαιδευτικός να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας μετακίνησης, αν σκεφτεί κανείς πως οι μισθοί δεν ξεπερνούν τα 1.100 – 1.200 ευρώ, με τους νεοδιόριστους και τους αναπληρωτές να κινούνται ακόμη πιο χαμηλά», καταλήγει ο κ. Παπαποστόλου.